Γκερνίκα: Το αριστούργημα του Πικάσο (pics)
Τον Φεβρουάριο του 1936, στο καφέ “Deux Magots”, στο Παρίσι, ο Πωλ Ελυάρ, ένας από τους πιο κοντινούς φίλους του Πικάσο, σύστησε τον ζωγράφο σε μια νεαρή γυναίκα με μαύρα μαλλιά και σκοτεινά, εντυπωσιακά μάτια. Ο καλλιτέχνης την είχε προσέξει και της απευθύνθηκε στα ισπανικά. Αυτή τον αναγνώρισε και χαμογέλασε. Αν και γεννήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, μεγάλωσε στη Γαλλία και ο πατέρας της έζησε στην Αργεντινή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ντόρα Μάρκοβιτς, αλλά προτιμούσε να την αποκαλούν Ντόρα Μααρ. Στις 18 Ιουλίου ξεσπά εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Ο Πικάσο ήταν 55 ετών. Η Μάαρ, έξυπνη, ανήσυχη και καλή φωτογράφος, θα γινόταν σύντροφος του στο διάστημα που μας παρέδωσε ένα ακόμη αριστούργημα. Το γνωστότερο απ' όλα: Την Γκερνίκα.
Τοιχογραφία για τη Διεθνή Έκθεση
Το 1937 το Παρίσι ετοιμαζόταν για την Διεθνή Έκθεση. Η έκταση που θα καταλάμβανε μεγάλη. Γύρω από τον Πύργο του Άιφελ και το “Palais de Chaillot”, το οποίο ανοικοδομήθηκε για την περίσταση. Επρόκειτο για πολύ σημαντικό γεγονός το οποίο θα φιλοξενούσε και θα παρουσίαζε σπουδαία τεχνολογικά κατορθώματα, όπως τις εικόνες σινεμασκόπ και την τηλεόραση. Οι χώρες που κυριαρχούσαν σ' αυτή την Έκθεση ήταν η ναζιστική Γερμανία και η ΕΣΣΔ. Η Ισπανία ήταν μία από τις “μικρές” χώρες που έπαιρναν μέρος. Οι Ρεπουμπλικανοί ήταν ακόμη νόμιμα στην εξουσία και, αφού ο Πικάσο είχε εκφράσει ανοιχτά την αντίθεση του στην “επανάσταση” του Φράνκο, η κυβέρνηση της Μαδρίτης του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία για το ισπανικό περίπτερο χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο. Ήλπιζαν ότι θα τους παραδώσει κάτι αξιομνημόνευτο.
Τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου, ο Πικάσο είχε γράψει και εικονογραφήσει ένα φυλλάδιο με τίτλο “The Dream and Lie of Franco”. Στην ουσία ήταν ένα κόμικ με 14 χαλκογραφίες οι οποίες απεικόνιζαν τα γκροτέσκα κατορθώματα ενός πλάσματος που αποκαλούνταν “ηγέτης”.
Όταν ξέσπασε η κόλαση...
Η Έκθεση ήταν προγραμματισμένη για τον Μάιο, αλλά ο Πικάσο δεν είχε έμπνευση. Βημάτιζε στο στούντιο που του είχε βρει η Μάαρ σαν άγριο θηρίο. Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος για να φτιάξει ένα μνημειώδες έργο. Η έμπνευση θα τον έβρισκε λίγους μήνες αργότερα.
Στα τέλη Απριλίου ο κόσμος θα μάθαινε με σοκαριστικό τρόπο για τον αεροπορικό βομβαρδισμό της μικρής βάσκικης πόλης Γκερνίκα. Η επιδρομή έγινε από γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη της Λεγεώνας Κόνδωρ. Της επίθεσης ηγήθηκε ο αξιωματικός της “Λούφτβαφε” Wolfram Freiherr von Richthofen. Σε διάστημα τεσσάρων ωρών, μεταξύ απογεύματος και σούρουπου, έγιναν όλα. Τα μαχητικά ξεκίνησαν από τη Βιτόρια και επιτέθηκαν κατά κύματα, ρίχνοντας βόμβες 50 τόνων μεταξύ αυτών και εμπρηστικές. Τα κατεστραμμένα σπίτια “πνίγονταν” από φωτιά. Η κόλαση ξέσπασε Δευτέρα, ημέρα αγοράς για τη Γκερνίκα. Απολογισμός; 1664 νεκροί και 889 τραυματίες!
Παρ' όλα αυτά, η επίδραση του γεγονότος στην παγκόσμια κοινή γνώμη ήταν μεγαλύτερη. Εκείνη την περίοδο την εξουσία στη Γαλλία είχε το Λαϊκό Μέτωπο (συμμαχία αριστερών κομμάτων).
Η κυβέρνηση ήταν αντίθετη σε έναν πόλεμο με τον Χίτλερ καθώς πίστευε ότι η Γαλλία δεν μπορούσε να κερδίσει. Την ίδια στιγμή όμως υπήρχε φόβος για εξέγερση που μπορεί να ωθούσε τα πράγματα προς πολεμική αντιπαράθεση. Έτσι, αποφάσισαν αποκρύψουν την αλήθεια δεχόμενοι την πλευρά των Ναζί που υποστήριζαν ότι οι Βάσκοι είχαν καταστρέψει την πόλη τους για προπαγανδιστικούς λόγους! Ο κόσμος όμως διχάστηκε, μια και υπήρχαν άτομα που βίωσαν τον βομβαρδισμό και έφταναν από την Ισπανία, αλλά και επειδή ο αμερικανικός και βρετανικός Τύπος -ακόμη ελεύθερος να περνά τα σύνορα- δημοσίευαν ανταποκρίσεις που δεν άφηναν αμφιβολία ποιοι ήταν οι δράστες.
Η εικόνα που συγκλόνισε τον Πικάσο
Η Γκερνίκα, λοιπόν, γεννήθηκε μέσα σε αυτή την πυρετώδη ατμόσφαιρα αντιφατικών δημοσιευμάτων και ραδιοφωνικών εκπομπών. Η απόφαση του Πικάσο να αποτυπώσει καλλιτεχνικά το γεγονός ήρθε στις 30 Απριλίου 1937. Τότε κυκλοφόρησε το φύλλο της “Ce Soir” το οποίο παρουσίασε, σε τετράστηλο, την είδηση της επίθεσης των Ναζί συνοδευόμενη από τρεις φωτογραφίες της κατεστραμμένης πόλης. Ο Πικάσο συγκλονίστηκε από τα νέα και ξεκίνησε την προκαταρκτική μελέτη του έργου την επόμενη μέρα. Πρώτα με σειρά σκίτσων σε χαρτί: ένα άλογο σχεδιασμένο παιδικά, άλλο πεσμένο στα γόνατα, ένα απαθή ταύρο, μια μητέρα που θρηνεί κουβαλώντας το νεκρό παιδί της και πολλά κοντινά πλάνα θυμάτων.
Η Γκερνίκα ήταν σαν τον ήχο του συναγερμού. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπήρχε χρώμα στην εικόνα, ο Πικάσο απάντησε εξοργισμένος ότι ήταν πιεσμένος λόγω χρόνου. Αυτό όμως δεν ήταν αλήθεια. Η επιλογή του μαύρου, του γκρίζου και του άσπρου δεν ήταν τυχαία. Τα χρώματα ήταν αυτά που είδε ο Πικάσο στην εφημερίδα η οποία αποκάλυψε την αλήθεια στον κόσμο. Χρησιμοποίησε μαύρο μελάνι όπως το είδε στις φωτογραφίες και έκανε τέτοια αντίθεση, που προκαλούσε σοκ στον θεατή πριν μπορέσει να αναγνωρίσει την εικόνα. Η Γκερνίκα ήταν κατηγορητήριο απλά γραμμένο σε μαύρο-άσπρο και ενοχοποιούσε τις τότε δημοκρατικές κυβερνήσεις για αναβλητικότητα και τύφλωση μπροστά στη ναζιστική απειλή.
Σουρεαλισμός, Κυβισμός και... σουβενίρ
Ο πίνακας αφού ολοκληρώθηκε μεταφέρθηκε από το στούντιο στο περίπτερο της Ισπανίας στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Η Γκερνίκα δεν έχει καμία σχέση με άλλα ιστορικά έργα. Οι φιγούρες των γυναικών,τα σώματα τους διαλυμένα, ο διαμελισμένος πολεμιστής που κρατά το σπαθί του, το άλογο μέσα στις ωδίνες του θανάτου, τα πάντα ξεπερνούν το γεγονός που τα ενέπνευσε. Η Γκερνίκα αφορά την επανάσταση, τα δεινά και τους φόνους, ανησυχίες που απασχολούσαν τον Πικάσο. Το έργο συνδυάζει στοιχεία από Σουρεαλισμό, Κυβισμό και καταλήγει σε ένα παραστατικό κατηγορητήριο για την πνευματική χρεοκοπία της κοινωνίας.
Το μήνυμα, πάντως, της Γκερνίκα δεν έγινε άμεσα αντιληπτό από τους ομοίους του. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ήθελαν κάτι πιο σοσιαλιστικό-ρεαλιστικό, βρήκαν τον πίνακα “αντικοινωνικό, αστείο και σε πλήρη αντίθεση με το προλεταριακό πνεύμα”. Μάλιστα, ορισμένοι κριτικοί έφτασαν μέχρι του σημείου να ζητήσουν την απόσυρση του έργου, αλλά η φήμη του Πικάσο το κράτησε στην Έκθεση. Όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Σεπτέμβρη του 1939, η Γκερνίκα βρισκόταν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο Πικάσο είχε δώσει εντολή να μείνει εκεί μέχρι να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ισπανία.
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τον μύθο γύρω από την τυχαία συνάντηση γερμανού αξιωματικού με τον καλλιτέχνη στην οδό “Grand-Augustins” (σ.σ εκεί είχε το στούντιο του). Ο στρατιωτικός είδε σε φωτογραφία την Γκερνίκα και ρώτησε τον Πικάσο αν αυτός είχε κάνει το συγκεκριμένο έργο. Η απάντηση ήταν “όχι, εσείς το κάνατε”. Αργότερα, ο Πικάσο αποκάλυψε ότι “Μερικές φορές οι γερμανοί στρατιώτες έρχονταν σε μένα με την πρόφαση ότι θαύμαζαν τους πίνακες μου. Τους πρόσφερα καρτ ποστάλ με την Γκερνίκα και τους έλεγα: Ορίστε, πάρτε τις. Σουβενίρ! Σουβενίρ!
Πηγή
-Picasso, Jean-Louis Ferrier, εκδ. Terrail