Έβγαλαν τα μάτια τους και τα είδαν όλα! (vid)

Miltos+
Έβγαλαν τα μάτια τους και τα είδαν όλα! (vid)
«Σου αρέσουν τα μάτια μου;» -«Όχι». -«Ούτε και μένα τα δικά σου. Είσαι να τα βγάλουμε;». Ένα σύγχρονο ανέκδοτο, μια ακόμα «ρετρό ιστορία» από τον Μίλτο, με τα μάτια ...14!

Ο Μαστρομανέλος ήταν από τους πρώτους στη γειτονιά που είχαν μυριστεί το ύποπτο νταραβέρι του Δεμπασκαλά με τη Νίτσα, τη γυναίκα του Μήτσου του Μαμούα, του δεύτερου χειρότερου τερματοφύλακα στην ιστορία (ο πρώτος ήταν ο αναπληρωματικός του Μήτσου, ο Αντωνάκης του Τζολιομή). Γι΄ αυτό όταν πέρναγε από τον καφενέ του Μπάφα, όπου εργαζόταν ο Δεμπασκαλάς πριν γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης, του έριχνε βολές με υπονοούμενα. «Πήγα στον οφθαλμίατρο και ξέρεις τι μου είπε; Πώς βλέπω κι αυτά που δεν πρέπει», έλεγε ο Μαστρομανέλος στον Δεμπασκαλά, ο οποίος τον πρώτο καιρό, ανυποψίαστος καθώς ήταν, του απαντούσε τηρώντας την παράδοση που ο ίδιος είχε δημιουργήσει: «Δεν πας καλά». Όταν, όμως, ο Μαστρομανέλος, σε κάθε του επίσκεψη στον καφενέ, ερχόταν κατευθείαν από τον οφθαλμίατρο, ο Δεμπασκαλάς το έπιασε το μήνυμα. «Και τι βλέπεις, μάστορα;», τον ρώτησε κάποια στιγμή κατά την οποία συνέβη το απίθανο και κόλλησε τέσσερις λέξεις στη σειρά, χωρίς καμία από αυτές να είναι «δεν», «πας» και «καλά». Ο Μαστρομανέλος δεν αποκάλυψε τι βλέπει, μόνο αρκέστηκε να απαντήσει σιβυλλικά: «Αυτά που δεν πρέπει. Είπα». Αφού είπε, η κουβέντα έληξε...

Το θέμα μας, όμως, δεν είναι όπως πιθανολογήσατε η ανάρμοστη σχέση του Δεμπασκαλά με τη Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα, αλλά ...τα μάτια του Μαστρομανέλου. Ο οποίος, μπορεί να ισχυριζόταν ότι βλέπει κι αυτά που δεν πρέπει, ωστόσο αυτά που έπρεπε ...δεν τα ήβλεπε. Έτσι, όταν εν μέσω υπονοούμενων για τη Νίτσα, ο Δεμπασκαλάς πήγε το Ούνο στο γκαράζι του Μαστρομανέλου για να του ράψει το θόλο που δεν είχε αντέξει τη μετατροπή από 900άρα μηχανή σε 1500άρα, ο κολλητός μου πήρε το αίμα του πίσω. Έστω κι αν αυτό το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι όταν διαπίστωσε πως ο Μαστρομανέλος, που τα ήβλεπε όλα, μαζί με το θόλο με την οξυγονοκόλληση έραψε και το αμορτισέρ, γεγονός που έκανε εμένα και τον Φώτη, που ήμασταν παρόντες, να φοβηθούμε για τα χειρότερα δεδομένης της μεταξύ τους έντασης. Αφού πρώτα ο Δεμπασκαλάς του είπε «δεν πας καλά», μετά άρχισε να ξοδεύει τόσες λέξεις όσες μπορεί να έλεγε σε ένα μήνα. Οι πρώτες ήταν από τη ...Βίβλο, ενώ μετά τους γάμους με τη βιβλική έννοια του όρου, ήρθε και η ώρα να αναφερθεί και στον ίδιο τον Μαστρομανέλο. «Να πας στον μ@λ@κα τον οφθαλμίατρό σου και να σου δώκει γυαλιά, μπας και δεις κι αυτά που πρέπει να βλέπεις». Η αλήθεια είναι πως αυτή ήταν από τις λίγες φορές που είδα τον Μαστρομανέλο να λουφάζει. Δεν ανταπέδωσε τις βιβλικές προτροπές του Δεμπασκαλά, παρότι αυτός ήταν πιο καλά εκπαιδευμένος και άρτια καταρτισμένος περί των βίων των Αγίων, ενώ μετά από ώριμη σκέψη που κράτησε μερικά ...δευτερόλεπτα, φρόντισε του-λάστιχον να κλείσει ο ίδιος την κουβέντα, όπως συνήθιζε, για να μη χάσει και αυτά τα πρωτεία: «Θα το φτιάκω. Είπα». Και το έφτιακε...

Και την άλλη μέρα πήγε στον οφθαλμίατρο και έκτοτε φορούσε διπλά γυαλιά. Και αυτά που φόραγε πάντα, σαν να ήταν αεροπόρος, για να μην τον πιάνει η οξυγονοκόλληση, αλλά και τα άλλα, που του έγραψε ο δόκτωρας, για να μη μετατρέπει τα αυτοκίνητα σε ακίνητα επειδή ήβλεπε μόνο αυτά που δεν έπρεπε. Εκείνο που σίγουρα δεν είδε, ή ...έκανε πως δεν είδε, ήταν το χαϊβάνι ο γαμπρός του, που ήταν και δικηγόρος, τρομάρα του. Ο περίφημος Στάθης, που περπάταγε λες και ο Μαστρομανέλος του είχε ράψει τα ποδάρια με τα αμορτισέρ από το αμάξι του Δεμπασκαλά, χοροπηδηχτός και ανέμελος, είχε αρραβωνιαστεί τη μεγάλη κόρη του Μαστρομανέλου, την Άννα, η οποία μαζί με την αδερφή της τη Σοφία, ίσως ήταν οι μοναδικές στη γύρω περιοχή που δεν αρραβωνιάστηκε ο φίλος μου ο Φώτης. Είτε γιατί δεν ήταν του γούστου του (εδώ που τα λέμε, δεν ήταν του γούστου κανενός, εκτός από το αμφίβολης ποιότητας γούστο του Στάθη), είτε γιατί ήταν μεγαλύτερες από εμάς. Είτε, απλώς, γιατί ήταν κόρες του Μαστρομανέλου και δεν ήταν να μπλέκεις με δαύτον...

Ο Στάθης, λοιπόν, αρραβωνιάστηκε την Άννα κι από εκείνη τη μέρα και μετά, κουβαλιόταν -πάντα χοροπηδηχτός- στο σπίτι του Μαστρομανέλου και καθόταν με την αρρεβωνιάρα και την αδερφή της να δουν τηλεόραση. Με τις ώρες. Με αποτέλεσμα να θέλει ο μάστορας να …κανονίσει τη γυναίκα του, την Πολυξένη και να μην έχει ζωτικό χώρο. Γεγονός που μας εξομολογήθηκε λίγο μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης ξηλώματος του θόλου από το αμορτισέρ του Ούνο του Δεμπασκαλά. «Θέλω βολέψω τη Νούλα κι εκείνος εκεί, μπάστακας. Του λέω, "Στάθη, δεν παίρνεις τα κορίτσια να πάτε καμιά βόλτα;" και με ρωτάει "πού να πάω;". Εγώ θα του πω πού θα πάει;», έλεγε έξαλλος ο Μαστρομανέλος, ο οποίος στις τρυφερές τους στιγμές φώναζε τη γυναίκα του Νούλα, εκ του Πολυξένη, γεγονός που είχε στερήσει από το λεξιλόγιό μας τη συγκεκριμένη λέξη («νούλα»), που εκείνη την εποχή περιέγραφε -μεταξύ άλλων- τους φοβιτσιάρηδες και τον ...Παράβα σε ρόλο Φίφη.

«Και τι κάνεις τότε, μάστορα; Του βρίσκεις μέρος να πάει τα κορίτσια;», ρώτησε ο Φώτης για να δώσει πάσα. «Όχι», απάντησε ο Μαστρομανέλος: «Φεύγω εγώ. Φωνάζω στη γυναίκα "Νούλα, μάζευτα", εκείνη μαζεύει τα χρειαζούμενα και πάμε στο εξοχικό». Αυτές ήταν οι περιπτώσεις που η Νούλα ...τα μάζευε για να μαζέψει η ίδια τις ορμές του άντρα της, γιατί κάποιες άλλες τα μάζευε μόνος του ο Μαστρομανέλος και την κοπάναγε για να πάει να βγάλει τα μάτια του -με διπλά γυαλιά ή χωρίς- στο νέας εσοδείας ρωσιδάδικο. Όπου πλέον, δεν τον μάζευε κανείς...

«Πάντως, μάστορα, καλά σου λέει ο Δεμπασκαλάς πως αυτά που πρέπει δεν τα βλέπεις. Τον Στάθη δεν τον ήβλεπες τι ζωντόβολο είναι; Άμα μου τύχαινε αυτός δικηγόρος, θα τις έβαζα μοναχός μου τις χειροπέδες», του χώθηκε ο Φώτης, ο οποίος άρχισε να πατάει σε κινούμενη άμμο. «Εσένα, ρε σαϊτάν, θα σου τα περάσουν τα βραχιόλια, θες - δεν θες. Μην κοιτάς που δεν μιλάω. Τα ξέρω τα χαΐρια και τις προκοπές σου. Βλέπω κι αυτά που δεν πρέπει. Είπα», είπε και κάπου εκεί έπρεπε να λήξει η συζήτηση, γιατί όντως και ο Φώτης -όπως και ο Δεμπασκαλάς- την είχε λερωμένη τη φωλιά του εκείνη την περίοδο. Ο Δεμπασκαλάς έκανε δουλειές της μέρας (βόλευε τη Νίτσα όταν έλειπε ο Μήτσος ο Μαμούας από το σπίτι) κι ο Φώτης δουλειές -και καμώματα- της νύχτας. Κι ο Μαστρομανέλος, φαίνεται, δούλευε μέρα - νύχτα, καθώς είχε νον-στοπ ενημέρωση. Ούτε το γκαζέτα να ήταν...

Εκείνη η κουβέντα, πάντως, πάνω που πήγαινε να κακοφορμίσει και να μπλέξουμε σε κανέναν από τους ομηρικούς καυγάδες στους οποίους πρωταγωνιστούσε παραδοσιακά ο Μαστρομανέλος, ξαφνικά τούμπαρε όταν ο ίδιος ο μάστορας παραδέχθηκε πως ο γαμπρός του ...δεν βλεπόταν, είτε ήβλεπες όσα πρέπει είτε όσα δεν πρέπει. Είτε όλα μαζί... Είπε, λοιπόν, πως πριν λίγο καιρό είχε φάει μια κλήση για επικίνδυνη οδήγηση κάποιο ξημέρωμα, στο δρόμο από τα Γιάννενα προς το χωριό. Προφανώς, επρόκειτο για κάποια από τις βραδιές που ο Στάθης δεν ήξερε πού να πάει τα κορίτσια κι η Νούλα ...δεν τα μάζευε, με αποτέλεσμα ο Μαστρομανέλος να τα μαζέψει για να βγάλει τα μάτια του στο ρωσιδάδικο. «Μου στείλανε στο σπίτι μια κλήση κι όταν το είπα του Στάθη, μου είπε να μην την πληρώσω και να πάμε δικαστικά, γιατί έλεγε πως ...αποκλείεται, τέτοια ώρα, έξι το ξημέρωμα, να ήμουν εγώ στα Γιάννενα», αποκάλυψε ο Μαστρομανέλος, ο οποίος διευκρίνισε πως το σκηνικό έγινε μπροστά στην Πολυξένη κι έτσι δεν μπορούσε να πει τίποτα. «Πήγαμε στο δικαστήριο και μου ρίξανε 20 μέρες εξαγοράσιμες. Ξέρετε πόσα πλέρωσα;», ρώτησε ο Μαστρομανέλος, «πόσα;», ρωτήσαμε εμείς, «μια πενηντάρα χιλιάρικα», είπε ξανά ο κατα-δικασμένος (στο δικαστήριο και τη ζωή) από τον γαμπρό του, Μαστρομανέλος, πριν προσθέσει: «Και ξέρετε πόσο ήταν η κλήση; Δεκαπέντε χιλιάρικα. Τριανταπέντε χιλιάρικα παραπάνω το πλέρωσα το ζουλάπι τον Στάθη και μια ζωή θα το πλερώνω έτσι που τα κατάφερε η Αννούλα».

Κληρονομικότητα μάλλον. Δεν βλεπόταν που δεν βλεπόταν η Άννα, δεν ήβλεπε ούτε κι η ίδια. Ούτε αυτά που έπρεπε ούτε αυτά που δεν έπρεπε. Έκτοτε, πάντως, με άντρα τον Στάθη, που της αράδιαζε το ένα κουτσούβελο πίσω από το άλλο, πρέπει να ...τα είδε όλα!

Μέχρι να ξεχάσω το πηδηχτό βήμα και τα αμορτισέρ του Στάθη, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.