Το τρένο της μεγάλης φυγής! (vids)

Miltos+
Το τρένο της μεγάλης φυγής! (vids)
Τι σχέση έχουν τα δελτία κακοκαιρίας με την Αντζελίνα Τζολί και την Τζούλια Ρόμπερτς; Ο Μίλτος θυμάται το «Τρένο της μεγάλης φυγής» και τα εξηγεί όλα στις «ρετρό ιστορίες» της Τρίτης...

Την αφορμή για τα ρετρό ταξίδι αυτής της Τρίτης, μου την έδωσαν κάμποσα χιόνια που είδα τις τελευταίες μέρες στα δελτία ειδήσεων. Μπαίνουμε στη χρονομηχανή μας και ταξιδεύουμε με το ...τρένο της μεγάλης φυγής πίσω, στα μέσα της 10ετίας του ΄80 και τη γνωστή πια παλιοπαρέα.

Ήταν ημέρα Σάββατο, Εβραίο δεν είχαμε στο χωριό να πάει να προσκυνήσει, οπότε αναμενόταν να προσκυνήσουμε όλοι μαζί στου βιντεοκλαμπατζή, όπως κάθε Σάββατο. Μόνο που το συγκεκριμένο Σάββατο ξυπνήσαμε σε άσπρο τοπίο. Είχε χιονίσει για τα καλά το βράδυ, οι δρόμοι θύμιζαν τις αξέχαστες ταινίες του σοβιετικού σινεμά με τις παγωμένες στέπες και κανείς μας δεν είχε διάθεση να βγει από το σπίτι. Εκτός κι αν είχαμε ταινία και σπίτι πιο ζεστό απ΄ το δικό μας. Οπότε, αρχίσαμε τα τηλέφωνα. Ποιος θα πάει στο βιντεοκλάμπ να φέρει ταινία και σε ποιου το σπίτι θα μαζευτούμε. Μετά από μια δημοκρατική απόφαση του Φώτη, στο βιντεοκλάμπ θα πήγαινε ο Βαγγέλης Πατούσας «επειδή έχει πολύ λίπος και δεν θα κρυώνει» και θα μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του ...Βαγγέλη του Πατούσα, επειδή «το σπίτι έχει καλοριφέρ» κι επειδή «ο πατέρας του είχε βάλει μια μασίνα στη μέση του σαλονιού γιατί δουλεύει πάνω στο νταμάρι κι δαγκώνει κάθε μέρα το πουλί του που έβγαλε τον Πατούσα». Την πάτησε ο Πατούσας...

Αλλά μετά, την πατήσαμε κι εμείς... Από τον Πατούσα...

Που αντί, όπως περιμέναμε, να φέρει τα «Καυτά Κορίτσια» για να μας ζεστάνει μιας κι έλειπαν από το σπίτι οι δικοί του επειδή είχαν πάει στο μνημόσυνο μιας τριτοξαδέρφης, πήγε κι έφερε να δούμε «Το Τρένο της Μεγάλης Φυγής». Ταινιάρα, δε λέω. Με τον Γιον Βόιτ (τον πατέρα της Αντζελίνας Τζολί, εξ ου και η άσχετη - σχετική φωτογραφία) και τον Έρικ Ρόμπερτς (αδερφός της Τζούλιας - το αυτό σε σχέση με τη φωτογραφία). Όμως, ο Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Κοντσαλόφσκι, προφανώς επηρεασμένος από την πατρίδα του, γύρισε όλο το έργο μέσα στα χιόνια. Χιόνια έξω από το σπίτι του Πατούσα, χιόνια μέσα, παγάκι έγινε το μάτι μας. Χορτάσαμε χιόνι, θα ΄λεγε κανείς, αλλά δεν είχαμε χορτάσει. «Τι είμαστε, ρε; Γερόντια να κάτσουμε όλη μέρα μέσα;», είπε ο Πέτρος ο Αρμένης, ο οποίος είχε δει τόσα χιόνια, που το τρένο της μεγάλης φυγής έμοιαζε στο μυαλό του με τον ηλεκτρικό που πάει στο Μοσχάτο, πού ΄λεγε παλιά κι ο Κώστας Μοναχός...

«Και τι να κάνουμε, ρε Πετράκη; Να βγούμε έξω με τα φτυάρια και να ανακατώνουμε το χιόνι;», τον ρώτησε ειρωνικά ο Φώτης. «Όχι, να πάμε για μπάλα», αντιπρότεινε ο Πέτρος, ο οποίος εκείνη τη στιγμή δεν φανταζόταν πως υπέγραφε την σχεδόν ετήσια καταδίκη του. Και πήγαμε για μπάλα...

Στην αλάνα! Η οποία ήταν σκεπασμένη από 30 πόντους χιόνι. Περπατάγαμε και βουλιάζαμε. Μιλάμε για μεγάλο χαβαλέ. Ο Πέτρος είπε «θα παίξω τέρμα» και βούταγε συνέχεια να πιάσει κάποια σουτ που δεν έφταναν ποτέ, είτε γιατί οι γαλότσες έμεναν στο χιόνι και κάναμε «άουτς» άντι για σουτ, είτε γιατί η μπάλα κόλλαγε στο χιόνι. Τόσο απλά... Ο Πέτρος, όμως, το πήγαινε από πλονζόν σε πλονζόν, μέχρι το τελευταίο πλονζόν της ...καριέρας του. «Άουτς», φώναξε κι αυτός, αλλά όχι επειδή η γαλότσα είχε κολλήσει στο χιόνι και βάρησε την μπάλα με τα παγωμένα δάχτυλα. Είχε σπάσει το χέρι...

Τρέξαμε γρήγορα στο σπίτι του Πέτρου της Κουφής (νονού του Πέτρου του Αρμένη), του είπαμε τα καθέκαστα, μας έβρισε «τριμάλακες που δεν μπορείτε να κάτσετε μια ώρα ήσυχα» και μας έδωσε κάτι αλυσίδες να τις βάλουμε στο φορτηγάκι μέχρι να ντυθεί, «για να τον πάω τον τριμάλακα στο νοσοκομείο». Εμείς δεν ξέραμε να βάλουμε τις αλυσίδες (σάμπως είχαμε ξαναδεί;), ο Πέτρος ο μικρός ούρλιαζε βαστώντας το χέρι στο ...χέρι, ο Πέτρος ο μεγάλος ούρλιαζε που ήμασταν «άχρηστοι και πιο τριμάλακες από τον τριμάλακα» (προφανώς τετραμάλακες, εκτός κι αν πήγαινε αθροιστικά, οπότε ...εξαμάλακες) και τελικά, μετά από μεγάλη περιπέτεια και πολλές ...τριμαλακίες, φτάσαμε στο νοσοκομείο κασάτοι, φορτωμένοι στην καρότσα του φορτηγακίου του Πέτρου της Κουφής (μέσα χώραγαν μόνο ίδιος ο Πέτρος ο μεγάλος, ο Πέτρος ο μικρός και το χέρι του Πέτρου του μικρού, που είχε πρηστεί κι έπιανε τόσο χώρο όσο άλλος ένας επιβάτης). Στο νοσοκομείο, ενόσω γυψώνανε τον Πέτρο τον Αρμένη, εμείς κεράσαμε τον Πέτρο της Κουφής τρία ουίσκια κι ευτυχώς τελειώσανε γρήγορα οι γιατροί με τον γύψο, γιατί ο Πέτρος ακόμα θα ΄πινε, εμείς ακόμα θα πληρώναμε και στο χωριό ακόμα θα μας περιμένανε, μέχρι να μας βρουν σε κανένα χαντάκι όταν έλιωναν τα χιόνια.

Όταν γυρίσαμε, ο Πέτρος της Κουφής ήταν χαρούμενος (από τα ουίσκια), ο Φώτης ήταν χαρούμενος («πρώτη φορά θα γράψω σε γύψο»), ο Πέτρος ο Αρμένης δεν ήταν χαρούμενος (ο γύψος ήταν ολοδικός του και του είπαν να τον βαστήξει οκτώ βδομάδες) και οι υπόλοιποι, ο Δεμπασκαλάς, ο Πατούσας κι εγώ, δεν ήμασταν ...τίποτα, γιατί δεν νιώθαμε τίποτα από το κρύο. Ο Πατούσας, πάντως, όλο και κάτι πρέπει να ένιωθε, γιατί κάθε φορά που έβηχε τρανταζόταν σαν να είχε πέσει από το τρένο της μεγάλης φυγής και μετά έφαγε δυο βδομάδες στο κρεβάτι με βρογχοπνευμονία. Εκείνο το βράδυ, πάντως, καλά περάσαμε. Ο Πέτρος της Κουφής μας πήγε κατευθείαν στον καφενέ, παράγγειλε κονιάκ για όλους μας (τα πληρώσαμε εμείς, εκτός από τον Φώτη που δεν πλήρωνε ποτέ και του τα κεράσαμε εμείς και τα δικά του) και μετά από μια ώρα κανείς μας δεν θυμόταν ούτε τα χιόνια και το κρύο, ούτε το σπίτι του. Κι ευτυχώς, ούτε την κατσάδα που ακούσαμε από τους πατεράδες μας, που ερχόσαντε ένας ένας να μας μαζέψουν εν μέσω χιονοθύελλας, σε σκηνικά που όντως θύμιζαν το «Τρένο της μεγάλης φυγής».

Για την ιστορία, ο Πέτρος ο Αρμένης αποδείχτηκε όντως ...τριμάλακας. Μόλις έβγαλε τον γύψο, ήρθε να παίξουμε μπάλα. Κι έκανε και τάκλιν. Κι έκανε και «άουτς». Και ξανάσπασε το χέρι του στο ίδιο σημείο. Κι ο Πέτρος της Κουφής μας ξαναπήγε όλους μαζί στο νοσοκομείο, χωρίς να παγώσουμε αυτή τη φορά, γιατί κόντευε Πάσχα. Ο Πέτρος έβγαλε το γύψο καλοκαίρι. Το ίδιο βράδυ πήγαμε στα «Μοβ», το μπαράκι του Αμερικάνου, να τα πιούμε. Ήπιε πολύ. Ξέσπασε! Και μετά οδήγησε το φορτηγάκι του Πέτρου της Κουφής. Και μπήκε μαζί με δαύτο στον καφενέ ξημερώματα. Το φορτηγάκι σταμάτησε πάνω στο μεγάλο ψυγείο με τις πορτοκαλάδες μπλε. Κι ο Πέτρος έσπασε το χέρι του...

Τρίτωσε...

Μέχρι να ξεχάσω το «Τρένο της μεγάλης φυγής» και τα ατυχήματα του Πέτρου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.