Με στερεοφωνική διαφορά ...στήθους! (vids)

Miltos+
Με στερεοφωνική διαφορά ...στήθους! (vids)
Από τον Μπουρουσάγα στον «Μυτιληναίο» κι από εκεί σε δυο στερεοφωνικά ...προσόντα. Τα «ρετρό ακούσματα» της Πέμπτης από τον Μίλτο τον Νταλικέρη, έχουν απ΄ όλα!

Η «ρετρό ιστορία» που συνοδεύει τα «ρετρό ακούσματα» αυτής της Πέμπτης δεν θα έχει ούτε καυγάδες ούτε και μεγάλα μεθύσια. Θα είναι μια ...ρομαντική ιστορία. Όσο ρομαντική μπορεί να είναι μια ιστορία στην οποία παίρνουν μέρος, ως δεύτεροι ρόλοι, ο Φώτης και ο Δεμπασκαλάς της γνωστής παλιοπαρέας των έιτις... Ο τίτλος της πρώτης της δημοσίευσης ήταν «Έμεινα με τη Χαρά», ενώ θα μπορούσε να είναι και πιο απλός: «Η ιστορία της Χαράς». Της Χαράς, που οι συμμαθητές της τη φωνάζαμε Χαρά, οι καθηγητές Χαρίκλεια και στο σπίτι της τη φωνάζανε ...Λίκα (άλλο πάλι και τούτο). Τρία ονόματα για ένα κορίτσι, που είχε δύο χέρια, δύο πόδια, δύο (καστανά) ματάκια και -κυρίως- δύο βυζιά. Ήταν σχηματισμένη από την Πρώτη Γυμνασίου η Χαρά. Μπαμπάτσικη...

Τότε, στην Πρώτη Γυμνασίου, μου έριξε την πρώτη χυλόπιτα. Στη Δευτέρα τη δεύτερη. Κι επειδή το πήγαινα χρόνο και χυλόπιτα, αποφάσισα να τηρήσω την παράδοση και στην Τρίτη. Το σκεφτόμουν όλο το Σαββατοκύριακο και το κουβέντιασα με τον Δεμπασκαλά και τον Φώτη. «Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς όταν ξεφούρνισα τη σκέψη μου, βέβαιος πως η Χαρά θα ξεφούρνιζε με τη σειρά της μια νέα χυλόπιτα. «Ρε χαϊβάνι, πάλι όχι θα σου πει», πρόσθεσε ο Φώτης. Ο οποίος, όμως, ίσως επειδή του άρεσε η ιδέα πως μετά θα πίναμε όλοι μαζί στη ζούλα κανένα κονιακάκι στον καφενέ του Μπάφα (όπου δούλευε τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια ο Δεμπασκαλάς) «για να ξεχάσεις, κολλητέ», αποφάσισε να βάλει μέσο για να μη μείνω ...νηστικός. Έπιασε την ξαδέρφη του τη Νίτσα, το γραφείο ...συνοικεσίων του Γυμνασίου, να πιάσει με τη σειρά της τη Χαρά, να της μεταφέρει την πρότασή μου και να μου μεταφέρει το καυτό πιάτο. Προξενήτρα και γκαρσόνι, δύο σε ένα η Νίτσα. Όλα έγιναν Δευτέρα πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι. Περιέργως είχε λιακάδα. Περίμενα με αγωνία στο θρανίο μου τα μαντάτα. Ο Φώτης περίμενε με αγωνία το απόγευμα, να πιούμε κονιάκ. Ο Δεμπασκαλάς έτρωγε τα νύχια του, όχι από αγωνία και για συμπαράσταση επειδή δεν τα έτρωγα εγώ, αλλά επειδή ήταν αθεράπευτος ονυχοφάγος. Η Νίτσα εμφανίστηκε χαμογελαστή. Βέβαιος ότι θα ακούσω το τρίτο «όχι», κατέβασα το κεφάλι, μαζί και τ΄ αυτιά μου. «Ναι, αλλά με έναν όρο», είπε η Νίτσα. «Δεν πας καλά», είπε ο Δεμπασκαλάς. Ο Φώτης, πιο πρακτικός, ρώτησε «τι όρο;». Εγώ ούτε είπα ούτε ρώτησα. Έχασα τη μιλιά μου. «Να πάμε εκδρομή για να μείνουν λίγο μόνοι», ήταν ο όρος που έβαζε η Χαρά στο «συμβόλαιο» που της πρότεινα μέσω της Νίτσας. Και είπε «ναι» και ήθελε να μείνουμε μόνοι. Περίμενα χυλόπιτα και βρέθηκα με παϊδάκια! Αρκεί να πηγαίναμε εκδρομή για να τα ξεκοκαλίσω...

Ήμουν πρόεδρος του δεκαπενταμελούς. Και, για να ξεκοκαλίσω τη Χαρά, έπρεπε να δείξω πυγμή. Να πείσω Δευτεριάτικα τους καθηγητές να πάμε σχολικό περίπατο, ενώ ποτέ ως τότε δεν πηγαίναμε εκδρομές Δευτέρα ή Παρασκευή. Έπρεπε όλα να γίνουν γρήγορα. Ο Φώτης, που δεν ήταν μέλος του δεκαπενταμελούς, συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο. Ως ...μη μέλος που ήταν, πήρε το λόγο ως πρόεδρος, είπε στα άλλα μέλη τα καθέκαστα, απείλησε πως «όποιον διαφωνήσει, θα τον βρούνε νύχτα» και δεν διαφώνησε κανείς, όχι για να μην τον βρούνε νύχτα, αλλά γιατί όλοι οσμίζονταν διαγώνισμα ιστορίας επειδή είδαν τη φιλόλογο να βγάζει κάτι κόλλες από την τσάντα της μπαίνοντας στο γραφείο των καθηγητών. Εκεί όπου μπήκα κι εγώ λίγα λεπτά αργότερα, ως πρόεδρος του δεκαπενταμελούς. «Δεν θα είστε με τα καλά σας, Δευτεριάτικα», μου είπε η διευθύντρια μόλις άκουσε την πρότασή μας (μου).

Δεν ήμασταν...

Αλλά ούτε κι αυτή ήταν...

Συμφώνησε! Βγαίνοντας από το γραφείο πανηγύρισα σαν να είχα πετύχει το καθοριστικό γκολ στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εγώ κι ο Μπουρουσάγα. Ο Μπουρουσάγα κι εγώ. Καλύτερα, εγώ κι η Χαρά. Η Χαρά κι εγώ. Οι τέσσερις μας. Εγώ, η Χαρά και τα βυζιά της Χαράς, που μου τα θύμιζε ο Φώτης καθ΄ όλη τη διάρκεια του περιπάτου μέχρι το δασάκι. «Κολλητέ, άμα τα ζουπήξεις αυτά, θα ακούσεις να τραγουδάνε τη "Χαλασιά" στέρεο». Η «Χαλασιά» ήταν το αγαπημένο του ηπειρώτικο. Η «Χαλασιά» το δικό του και το «Καίγομαι και σιγολιώνω» το δικό μου, αλλά μέχρι τότε τα άκουγα πατώντας το κουμπί του κασετοφώνου και δεν μπορούσα να τα φανταστώ παιγμένα πατώντας άλλα «κουμπιά»...

Όταν φτάσαμε στο δασάκι, οι μυημένοι συμμαθητές μας βοήθησαν να ξεμοναχιαστούμε, στην άλλη άκρη του δάσους από αυτή που ήταν οι καθηγητές. Ο Φώτης μου ΄δωσε μια στην πλάτη, σαν τον προπονητή που ρίχνει τον παίκτη στο γήπεδο και μου έδωσε τις τελευταίες οδηγίες: «Να τα ζουπήξεις για να τραγουδήσουν». Δεν τραγούδησαν... Δεν τα ζούπηξα... Όχι τότε. Τα ζούπηξα μερικά χρόνια μετά. Ούτε τότε τραγούδησαν, αλλά εγώ την άκουσα...

Τότε, στο δασάκι, κάτσαμε κάτω από έναν πεύκο και κοιτάγαμε το ξέφωτο. Έβαλα το χέρι γύρω από τους ώμους της και άρχισα να μιλάω και να περιγράφω όσα έβλεπα κι όσα δεν έβλεπα. Για τα δέντρα, τον ήλιο, στα σύννεφα που άρχισαν να κρύβουν τον ήλιο, τη βροχή που δεν είχε αρχίσει, τα αστέρια, το φεγγάρι, τη θάλασσα, τα βουνά και τα λαγκάδια, τα βάτα και τα βούρλα. Τέτοιο βούρλο ήμουν κι εγώ, που δεν καταλάβαινα πως η Χαρά δεν απολάμβανε, παρά μόνο καθόταν μαζεμένη με τους ώμους κάτω από τη χερούκλα μου. Όταν έσκυψα να τη φιλήσω, τραβήχτηκε, σηκώθηκε, είπε «δεν είμαι έτοιμη» κι έγινε καπνός. Μέχρι να σηκωθώ και να φτάσω στην υπόλοιπη παρέα, είχε αρχίσει να βρέχει. (Με) έκλασε η νύφη, σκόλασε το πανηγύρι. Στο δρόμο της επιστροφής κάναμε τα μπουφάν ομπρέλα, για να μη βραχούμε. Ξαφνικά, κάτω από το μπουφάν μου εμφανίστηκε η Νίτσα. «Θέλει να τα χαλάσετε», μου είπε. Ήταν η πιο σύντομη σχέση της ζωής μου. Και ίσως η πρώτη φορά που κατάλαβα πόσο πονηρές είναι οι γυναίκες και πόσο εύκολα, χωρίς ενδοιασμούς και τύψεις, μας εκμεταλλεύονται.

Απλώς, η Χαρά δεν είχε διαβάσει ιστορία...

Ο Μπουρουτσάγα μου πήρε το Κύπελλο από τα χέρια, μετά την ασίστ του Μαραντόνα...

Κάποια χρόνια μετά, του το πήρα πίσω. Σε μια σύντομη επαγγελματική συνεργασία που είχα με τη Χαρά, στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Δήμου, συνεχίσαμε από εκεί που είχαμε μείνει στο ξέφωτο. Εγώ δεν ήμουν πια βούρλο, ούτε κι εκείνη ...αδιάβαστη. Ωστόσο, μόλις τέλειωσε το σύντομο πρόγραμμα, τέλειωσε και η δεύτερη σύντομη σχέση μου με τη Χαρά. Την ξαναείδα τυχαία πριν μερικά χρόνια, όταν είχα βρεθεί στη γενέτειρά μου για να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα. «Πώς από τα μέρη μας;», με ρώτησε όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κι αν δεν ήταν εκείνα τα βυζιά και η χαρακτηριστική, τιτιβιστή φωνή της, δεν θα τη γνώριζα. «Γεια», είπα ξέπνοα, χωρίς να προσθέσω όνομα, μέχρι να βεβαιωθώ πως ήταν αυτή που ήταν, έστω κι αν πλέον ήταν ...τριπλάσια από ό,τι τη θυμόμουν (ενώ εγώ, κουκλάκι ζωγραφιστό, είχα απλώς ...διπλασιαστεί). Μου έδειξε δυο κοριτσάκια που έμοιαζαν μεταξύ τους, να συζητάνε στην πλατεία. «Οι δίδυμές μου», αποκάλυψε με περηφάνια κι έδειξε πιο πέρα, στην πόρτα του σχολείου, όπου καθόταν ένα άλλο κορίτσι, μεγαλύτερο, κοντά στα 16-17, που μοίραζε φυλλάδια. «Κι αυτή είναι η μεγάλη μου. Βάζει ο άντρας μου για σύμβουλος και βοηθάει». Κατάλαβα. Ο υποψήφιος σύμβουλος έκανε μια κόρη, μετά βάρεσε για τον γιο και βρέθηκε με τρεις κόρες, γιατί οι άλλες δύο ήρθαν ντούμπλεξ, μ΄ ένα σμπάρο δυο τρυγόνες. Η Χαρά-Χαρίκλεια-Λίκα, με τρία παιδιά, ένα για κάθε όνομα. Και τριπλή σε βάρος, μια Χαρά για κάθε παιδί από αυτά που έκανε, ένα για κάθε όνομα.

Τρία παιδιά που θα μπορούσαν να είναι και δικά μου, αν εκείνη διάβαζε τα μαθήματά της και πηγαίναμε εκδρομή επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόμουν μπαίνοντας στον πρώην καφενέ του Μπάφα, που πλέον είναι η καφετέρια του Δεμπασκαλά. Προς τιμήν στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και ...ευεργέτη του, πάντως, διατήρησε τον ίδιο τίτλο («Ανεμόμυλος»), ενώ στη θέση του έμεινε και το τζάκι, εκεί που κάτσαμε με τον Φώτη, στο αγαπημένο μας τραπέζι, για να πιούμε κανένα τσίπουρο να θυμηθούμε τα παλιά, μιας και μαζευτήκαμε έτσι μετά από καιρό. Κάθισε κι ο Δεμπασκαλάς κι άρχισε να μας φέρνει τσίπουρα ο δεκάχρονος -τότε- γιος του, ίδιος με τον πατέρα του, όχι στα λόγια, αλλά στα φαγωμένα νύχια. Τους είπα για τη συνάντησή μου με τη Χαρά. «Σκέψου, κολλητέ, να την είχες παντρευτεί. Θα είχες τώρα τρεις κόρες και θα έτρωγες όλα τα λεφτά σε σερβιέτες», είπε ο -πάντα πρακτικός- Φώτης. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς κι όντως δεν πήγαινε, γιατί είχε αρχίσει να ρετάρει από τα τσίπουρα. «Βάλε ρε εκείνη την κασέτα που είχε πρώτο εκείνο το τραγούδι που μου άρεσε. Εκείνο του Μυτιληναίου», πρόσταξε τον Δεμπασκαλά και πήρε την αναμενόμενη απάντηση: «Δεν πας καλά».

Το τραγούδι δεν ήταν του Λευτέρη Μυτιληναίου, αλλά του Ηλία Κλωναρίδη. Και ο Δεμπασκαλάς δεν είχε πια κασέτες και κασετόφωνα στο μαγαζί. Τις «Θάλασσες», όμως, το αγαπημένο τραγούδι του Φώτη, τις είχε σε σιντί. Κι όλη εκείνη την αγαπημένη κασέτα της παρέας της. Όλα τα τραγούδια της, είχε καθίσει και τα είχε φτιάξει σε ένα σιντί και μάλιστα με την ίδια σειρά, σε ανάμνηση εκείνων των χρόνων. Έβαλε τις «Θάλασσες» και ταξιδέψαμε...

Πάντως, στο σιντί υπήρχε κι μια από τις μεγάλες επιτυχίες του Λευτέρη Μυτιληναίου, το «Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές»! Δηλαδή, μια ...Χαρά!

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο το σχολικό περίπατο και την ιστορική επανένωση στον καφενέ του ...Δεμπασκαλά, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.