Σαν ...αντιστάρ του σινεμά! (vids)

Miltos+
Σαν ...αντιστάρ του σινεμά! (vids)
Πώς από μια σταρ του σινεμά προέκυψαν ένας ύμνος ποδοσφαιρικής ομάδας και ένα ζεστό αγάπης κύμα; Οι απαντήσεις στα «ρετρό ακούσματα» του Μίλτου του Νταλικέρη.

Ήταν λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 κι εκείνο το πρωινό στο σχολείο, πριν το κουδούνι χτυπήσει για προσευχή, η κουβέντα εστιαζόταν -ως συνήθως εκείνη την εποχή- σε όσα είδαμε το προηγούμενο βράδυ στην κρατική τηλεόραση. Σίγουρα δεν ήταν Δευτέρα, αφού δεν συζητούσαμε για την «Αθλητική Κυριακή» και επίσης σίγουρα δεν ήταν και Παρασκευή, γιατί τότε ασφαλώς θα κουβεντιάζαμε για κάποιο από τα ευρωπαϊκά βράδια του Άρη, ο οποίος έκλεινε τις Πέμπτες την Ελλάδα στο σπίτι της για να μας γνωρίσει την ...Ευρωλίγκα. Μεσοβδόμαδα ήταν, λοιπόν, καθώς η κουβέντα αφορούσε μια μουσική εκπομπή που ενοχλούσε τους γονείς μας και -ίσως και για αυτό το λόγο- συνάρπαζε εμάς. Η συγκεκριμένη εκπομπή παρουσίαζε τραγουδιστές της σύγχρονης -τότε- ελληνικής σκηνής, τραγούδια που κάποιοι αποκαλούσαν «ελληνικό ροκ» ή «ποπ» ή «μοντέρνα» ή ...κάπως έτσι. Παράλληλα, η γνωστή παλιοπαρέα των Ζουγανέλη - Μπουλά επιδιδόταν και στα γνωστά σκετσάκια που την καθιέρωσαν αργότερα, με εκπομπές όπως τα «Κουφώματα» της κρατικής και αρκετές ακόμα από τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ήταν το «Γκράφιτι»...

Σε αυτό, λοιπόν, οι παραγωγοί φρόντιζαν να οπτικοποιούν τα τραγούδια που επέλεγαν με κάποια σκίτσα (γκράφιτι) να συνοδεύουν το πλεϊμπάκ των τραγουδιστών, σε μια πρώτη μορφή ελληνικών βιντεοκλίπ. Φυσικά, όλοι ήμασταν καρφωμένοι τότε στις οθόνες για να δούμε και να ...χορτάσουμε τους αγαπημένους μας τραγουδιστές, τους οποίους τότε ακούγαμε μόνο από κασέτες, δίσκους βινυλίου ή πειρατικούς ραδιοσταθμούς. Σιγά μη χώραγαν στα -σοβαρά;- κρατικά ραδιόφωνα...

Εκείνο το πρωί, πάντως, η συζήτηση δεν αφορούσε κάποιον από τους αγαπημένους μας τραγουδιστές (π.χ. Παπακωνσταντίνου, Τουρνάς κ.ά.) ή τους λατρευτούς μας χαβαλέδες μουσάτους που θύμιζαν τους «Μπαρμπούδος» του Φιντέλ (Ζούγκα, Μπουλάς, Κούτρας, Γιοκαρίνης κ.ά.). Ο τύπος που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ και μας είχε αναστατώσει, ήταν ...αλλιώς. Ένας αδύνατος, νευρικός ξανθομπάμπουρας, με μια ξεβαμμένη κίτρινη μπλούζα ξεχειλωμένη στα μανίκια, τον οποίο δεν είχαμε ξαναδεί ούτε ξανακούσει, εμφανίστηκε στις οθόνες μας με ένα ρυθμικό, γρήγορο κομμάτι, που λατρέψαμε με τη μία. Και, μιας και τότε δεν υπήρχαν ίντερνετ και σμαρτφόουνς να το βρούμε και να το ξανακούσουμε, προσπαθούσαμε να θυμηθούμε τους στίχους και το ρυθμό, προσθέτοντας ο ένας στα λεγόμενα του άλλου: «Μην ξαναρθείς απ΄ τη δουλειά, δεν το αντέχω» ο πρώτος, «δεν το μπορώ να σ΄ αντικρίσω φιλικά» ο δεύτερος και πάει λέγοντας. Ήταν η «Σταρ του σινεμά», τον τίτλο τον είχαμε εντοπίσει, ωστόσο ...πώς τον λέγανε τον τραγουδιστή; Αυτό δεν το θυμόταν κανείς. Κανείς εκτός από τον παράτονο Φώτη. «Ζιωγαλάς», φώναξε πανηγυρικά και πρόσθεσε: «Το έγραφε κάποια στιγμή στα σκίτσα από πίσω». Ζιωγαλάς, με τον τόνο στο δεύτερο άλφα, αν και στο υποτυπώδες βιντεοκλίπ έγραφε «ΖΙΩΓΑΛΑΣ» με κεφαλαία και -φυσικά- χωρίς τόνο. Για το μικρό του, ούτε λόγος, αφού στην οθόνη δεν διαβάσαμε τίποτα σχετικό...

Φυσικά, η πρώτη μου κίνηση ήταν να επισκεφθώ το ίδιο απόγευμα το δισκάδικο του «Ορφέα» για να ενημερωθώ αρμοδίως. Αμ δε... Ένας μήνας πέρασε μέχρι να εντοπίσει τον δίσκο από τα ...συμφραζόμενα που του είπα («Ζιωγαλάς και σταρ του σινεμά») και να τον φέρει (με τον τίτλο «Το Τζάμπο»), ώστε να ενημερωθούμε επιτέλους πως λεγόταν Νίκος στο όνομα και Ζιώγαλας (με τον τόνο στο ωμέγα) στο επώνυμο. Τον επόμενο δίσκο του τον εντόπισα μόνος και τον αγόρασα σε κασέτα, περιμένοντας κάτι αντίστοιχα εντυπωσιακό με τη «Σταρ του σινεμά». Στην αρχή απογοητεύτηκα. Ο δίσκος «Ό,τι πεις απόψε θα γίνει», δεν είχε τέτοια σουξεδάρα, τόσο ρυθμικό τραγούδι που να γινόταν αμέσως επιτυχία. Γρήγορα όμως διαπίστωσα πως αυτός ο τύπος ...το έψαχνε. Δεν ήταν τραγουδιστής συνταγής. Από εκείνη, τη δεύτερη δουλειά του, λάτρεψα το ατμοσφαιρικό «Θα σου φανερωθώ»...

Και με την τρίτη του δουλειά βεβαιώθηκα πως ο Νίκος Ζιώγαλας ...όντως το έψαχνε. Παρότι έγινε γνωστός χάρη σε μια σταρ, ο ίδιος ήταν από εκείνους που προτιμούσαν να δουλεύουν πάνω στην τέχνη τους και να εξελίσσονται, παρά να δρέπουν δάφνες με συνταγές επιτυχίας. Τότε, 1990 ήταν, ήρθε το αγαπημένο «Ζεστό αγάπης κύμα» με το «Πάρε με απόψε, πάρε με», το οποίο αργότερα τραγούδησε με επιτυχία και πιο λαϊκή χροιά και ενορχήστρωση η Γλυκερία. Στον ίδιο δίσκο βρισκόταν και το «Πέρασε η μπόρα» (ντουέτο με την Αναστασία Μουτσάτσου), το οποίο ουσιαστικά αντικατέστησε τον ύμνο της ΑΕΚ την εποχή του Ντέμη!

Ακολούθως, η ...έρευνα του καλλιτέχνη τον οδήγησε σε πιο λαϊκά μονοπάτια. Από τον δίσκο «Σε μπαρ και καφενεία» του 1992 ξεφύσηξα ανακουφισμένος «Το αχ που με λυτρώνει», ενώ το 1994 ήρθε και μια στροφή στην παράδοση, με την περίφημη «Βασιλική» στη δουλειά με τίτλο «Γυρνά ο καιρός»! Θυμάμαι το φίλο μου τον Φώτη να παραφράζει μάλιστα το τελευταίο, τραγουδώντας «Βασιλική τον έρωτα πολύ βαρύ τον πήρες και πήγες και κατέβασες ...ένα καφάσι μπίρες»!!!

Μετά ...μεγαλώσαμε! Κι εκείνος και η γενιά μας. Ωστόσο, πάντα παίρνω στα χέρια μου με ευχαρίστηση τις νέες του δουλειές, τα νέα του πειράματα (εννοείται πως συνεχίζει να το ψάχνει), αλλά και πάντα ακούω με γλυκιά νοσταλγία εκείνα τα τραγούδια που μας τον γνώρισαν. Άλλωστε, ο Νίκος Ζιώγαλας πάντα έχει κάτι να πει!

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο το πρωινό που έμαθα τον παρατονισμένο ...Ζιωγαλά, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.