Όταν ο δικός μας «Ρονάλντο» μας έστελνε στα μπουζούκια! (vids)

Miltos+
Όταν ο δικός μας «Ρονάλντο» μας έστελνε στα μπουζούκια! (vids)
Με αφορμή τη «Χρυσή Μπάλα», ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται τον κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή, σε μια «ρετρό ιστορία» με πολλά γκολ και πολύ γέλιο!

Ακόμα μια Τρίτη, ακόμα μια «ρετρό ιστορία», με λίγο ποδόσφαιρο, αρκετό ...Χατζηπαναγή (και σε δράση) και μια κατανυκτική βραδιά της παλιοπαρέας των έιτις σε ένα επαρχιακό μπουζουξίδικο... Εκείνη την εποχή, μπάλα έπαιζαν την Κυριακή το μεσημέρι. Τότε γινόντουσαν τα παιχνίδια της αγωνιστικής στο ποδόσφαιρο, τότε μαζευόμασταν όλοι στον καφενέ του Μπάφα για να ακούσουμε από το κρατικό ραδιόφωνο, από το «2ο Πρόγραμμα» ή το πρώην «Ενόπλων» (η μέχρι το περασμένο καλοκαίρι συχνότητα της Έρα Σπορ), την εξέλιξη των αγώνων και τα αποτελέσματα του Προπό, παίρνοντας μια πρόγευση για όσα θα βλέπαμε το βράδυ στην «Αθλητική Κυριακή». Εφόσον, βέβαια, δεν χάζευε ο καμεραμάν για δεν τράβαγε τις διαφημιστικές πινακίδες τη στιγμή που έβαζε το ανάποδο ψαλίδι ο -εκάστοτε- παιχταράς της εποχής...

Εννοείται πως το ραδιόφωνο το καβάτζωνε πάντα ο Μαστρομανέλος, με το ατράνταχτο επιχείρημα «το ραδιόφωνο δεν φεύγει από το τραπέζι μου. Είπα». Καθόταν, λοιπόν, αυτός με τον Πέτρο της Κουφής και τον Μπάφα στο τραπέζι μπροστά στο τζάκι και στριμωχνόμασταν οι υπόλοιποι στα γύρω τραπέζια, να τον βλέπουμε να ταλαιπωρεί τα κουμπιά και να ακούμε πιο συχνά παράσιτα, παρά τον Κώστα Μότση ή τον Ηρακλή Κοτζιά να δίνουν «μικρόφωνο στα γήπεδα».

«Στο "Ενόπλων" πιάνει καλύτερα. Είπα», έλεγε ο Μαστρομανέλος πριν αλλάξει και πάλι σταθμό γιατί «το "2ο" πιάνει καλύτερα. Είπα». Εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα -εννοείται- έβρεχε. Ο Μαστρομανέλος για πρώτη φορά είχε αφήσει το ραδιόφωνο ήσυχο. Άκουγε προσεκτικά την εξέλιξη των αγώνων και καθώς πλησίαζαν στο τέλος τους, απαιτούσε απόλυτη ησυχία, πάντα με τον δικό του, ευγενικό τρόπο: «Σκασμός. Είπα»! Στο χέρι βάσταγε ένα απόκομμα από δελτίο Προπό και μετά το 80΄ των αγώνων άρχισε να παρακαλάει: «Ένα γκολάκι από τον Ηρακλή θέλω για να το πιάκω το 13άρι»!

«Μη στεναχωριέσαι, μάστορα. Θα το βάλει ο ...Κούδας και θα κερδίσει ο Ηρακλής», του είπε ο Φώτης για να τον καλοπιάσει. Η σχέση του Φώτη με το ποδόσφαιρο ήταν πάντα αντίστοιχη της σχέσης των χορτοφάγων με τις μπριζόλες. Μακριά κι αγαπημένοι, έστω κι αν πριν μερικά χρόνια είχε προσπαθήσει να αποκτήσει τον ΠΑΟΚ. Μπορεί και να νόμιζε πως έτσι θα γνώριζε τον ...Βασίλη Χατζηπαναγή!

Τελικά, λίγο πριν σφυρίξουν λήξη οι διαιτητές, ο Κώστας Μότσης είπε «να μεταφερθούμε στο "Καυτανζόγλειο" γιατί έχουμε γκολ», μεταφερθήκαμε όλοι μαζί, είχαμε γκολ, το έβαλε ο Χατζηπαναγής, κέρδισε ο Ηρακλής, έπιακε ο Μαστρομανέλος το 13άρι και ποιος τον έπιανε μετά: «Απόψε θα σας πάω στα μπουζούκια. Είπα», είπε και όταν του είπαμε κι εμείς πως «αύριο, μάστορα, είναι Δευτέρα κι έχουμε σχολείο», απάντησε «θα σας γυρίσω πίσω νωρίς. Σύρετε να το πείτε στις μανάδες. Είπα». Ε, αφού είπε, άλλο που δεν θέλαμε, πήγαμε και το είπαμε στις μανάδες μας, οι οποίες προκειμένου να έχουν μπελάδες με τον Μαστρομανέλο ότι τάχα ζηλεύουν και δεν συμμετέχουν στη χαρά του, μας άφησαν, έστω με κρύα καρδιά. Η μάνα του Φώτη δεν τον άφησε, γιατί -ως συνήθως- δεν της το είπε. Ήταν δεδομένο πως μετά θα μάζευε κάμποσες βουρδουλιές από τη ζωστήρα του πατέρα του, του Σαυρογιώργη, αλλά πλέον τις είχε συνηθίσει. Άσε που μετά από χρόνια μου μπήκε στο μυαλό πως μπορεί και να τις ευχαριστιόταν...

Πήγαμε στα μπουζούκια, μοιρασμένοι στα αγροτικά του Πέτρου της Κουφής και του Μαστρομανέλου. Φτάσαμε στο αγαπημένο του στέκι, όπου εκείνη τη σεζόν ο αοιδός, που θα μπορούσε να λεγόταν και ...Κώστας Μάτωμας, εκτελούσε -χωρίς καμία προειδοποίηση και κανέναν οίκτο- τα σουξέ της εποχής, με συνεργό την Τζίνα Αστέρη, που λίγα λεπτά μετά ο Φώτης την είχε βαφτίσει Τζίνα Νυστέρι, με τον Δεμπασκαλά να τον κράζει «δεν πας καλά», υπό το φόβο να μας ακούσουν και να βγούμε ξαπλωτοί από το μπουζουξίδικο. Ο Μαστρομανέλος ήταν τακτικός θαμώνας του μαγαζιού, οπότε ήταν δεδομένο πως θα μας βάλουν πρώτο τραπέζι πίστα. Ο 13άρης Μαστρομανέλος, όμως, δεν χώραγε στο πρώτο τραπέζι. Ήθελε να καθίσει «καρδιά»! Πρώτο τραπέζι πίστα και ακριβώς στο κέντρο της, να σπάει τα πιάτα με τα τακούνια της Τζίνας ...Νυστέρι!

Δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο. Ίσωμα τα έκανε ο Μαστρομανέλος, από κοντά κι ο Πέτρος της Κουφής. Μόνο εμείς δεν σπάγαμε, γιατί ήμασταν ακόμα ανήλικοι, έστω κι αν εκείνη τη χρονιά τελειώναμε το σχολείο και προετοιμαζόμασταν -τρόπος του λέγειν- για Πανελλαδικές. Ασπρίσαν τα μαλλιά μας, όχι από το διάβασμα, αλλά από τον μπουχό που σήκωναν τα γύψινα πιάτα που έσπαγε κατά δεκάδες ο Μαστρομανέλος σε κάθε επιτυχία που εκτελούσε η Τζίνα με το 45άρι λαρύγγι της (μην αρχίσετε τα «γι΄ αυτό έγινε τραγουδίστρια»). Κάποια στιγμή, ενώ είχε σπάσει τόσα πιάτα όσα θα τάιζαν κεφάλι-κεφάλι τον Κόκκινο Στρατό, ο Μαστρομανέλος φώναξε κοντά τον μετρ για να κανονίσει τον λογαριασμό. «Μόλις πλερωθώ το 13άρι, θα στα δώκω. Είπα», τον άκουσα να λέει κι ο άλλος κούνησε το κεφάλι με νόημα «μην τυχόν και δεν τα δώκεις, γιατί θα έρθω από το γκαράζι και θα στις ...δώκει το νταμάρι που έχω στην πόρτα. Είπα»! Τότε, αφού κανονίστηκε κι ο λογαριασμός, ο Μαστρομανέλος σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο, σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του στις πίστες. Ανέβηκε πάνω, έδωσε παραγγελιά στον Κώστα τον Μάτωμα και βάλθηκε να πηγαίνει μονόμπαντα, λες και του είχαν καρφώσει λεπίδι στην πλάτη. Κι ο μπιτσλιάκος καλύτερα θα χόρευε! Κάποια στιγμή σταμάτησε στη μέση της πίστας, δίπλα στην Τζίνα που συνόδευε τον Μάτωμα στο ρεφρέν του ανατριχιαστικού και συγκλονιστικού «Κουτουκιού του Γιαβρή», που είχε παραγγείλει ο μάστορας. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω και με μια απότομη κίνηση, τη σήκωσε στην αγκαλιά του, ενώ κάτι μεταλλικό μου φάνηκε πως έπεσε από τη ζώνη του, ανάμεσα στα πιάτα και μπροστά στα πόδια του Μάτωμα.

Δεν μπόρεσα να δω τι ήταν, γιατί η σκηνή με τον Μαστρομανέλο στη μέση της πίστας και την Τζίνα στην αγκαλιά του, λες κι ήταν νύφη και την έμπαζε στο σπίτι, μας είχε συνεπάρει όλους. Όλους εκτός από τον Μάτωμα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Ο Μαστρομανέλος κάτι είπε στο αυτί της Τζίνας, εκείνη γύρισε το μικρόφωνό της στο στόμα του κι αυτός απευθύνθηκε στον μετρ: «Είμαστε εντάξει με το λογαριασμό;». Αυτός κούνησε θετικά το κεφάλι, αν και το συγκεκριμένο πάνω κάτω, θα μπορούσε να δηλώνει αποδοκιμασία. Ο Μαστρομανέλος, όμως, είχε πιάκει το 13άρι και δεν σήκωνε αποδοκιμασίες αυτό το βράδυ. «Όλα πλερωμένα;», ξαναρώτησε. Πάλι το ίδιο κούνημα στο κεφάλι του μετρ, που άρχισε να θυμίζει τα σκυλάκια που βάζανε παλιά στο ταμπλό των αμαξιών από το πάνω - κάτω. «Κι αυτή πληρωμένη;», ξαναματαρώτησε κι όλοι οι θαμώνες που είχαμε μείνει μέχρι το ξημέρωμα στο μπουζουξίδικο κατάλαβαν πως ο Μαστρομανέλος ήθελε να πάρει ...κούρσα την τραγουδιάρα.

Ο μετρ κούνησε πάλι το κεφάλι, περισσότερο με απορία παρά με συγκατάθεση. Όμως, ο Μαστρομανέλος το πήρε κι αυτό για «ναι». Κι ενώ όλοι περίμεναν τη συνέχεια, με την παρέα μας να επιστρέφει σπίτι φορτωμένη στο αγροτικό του Πέτρου της Κουφής και τον Μαστρομανέλο να πηγαίνει την Τζίνα κατά το ποτάμι, ο μάστορας έκανε την έκπληξη. Λύγισε τα γόνατα, τέντωσε τα χέρια και πέταξε μεγαλοπρεπώς την Τζίνα πάνω στο σωρό με τα σπασμένα πιάτα.

Μπαφφφφ... «Αααααχ»!!! (πιθανότατα η μεγαλύτερη -αν όχι η μοναδική- κορόνα στη σπουδαία καριέρα της Τζίνας).

Την πελέκησε τη φουκαριάρα. Κομμάτια το νταντελωτό το φόρεμα, κομμάτια τα ποδάρια και τα χέρια της κι ευτυχώς που δεν έσκασε με το πρόσωπο, δηλαδή. Όταν βρέθηκε ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά του Πέτρου της Κουφής και του μετρ, «γιατί την έριξες κάτω τη γυναίκα;» και «τι σου έφταιγε;», ο Μαστρομανέλος απάντησε με ακόμα ένα ατράνταχτο επιχείρημα: «Κι αυτή πληρωμένη είναι. Είπα»! Αποχωρώντας κι ενώ ο Πέτρος της Κουφής είχε πάρει αγκαζέ τον Μαστρομανέλο μπας και βρουν μαζί την πόρτα, άκουσα πίσω μου μια φωνή. Γύρισα κι είδα τον Κώστα τον Μάτωμα να με πλησιάζει. «Ψιτ, μαγκάκο. Τσίμπα αυτό εδώ και πες στον νταή άλλη φορά να μην κάνει σκουπίδια», είπε και μου έβαλε στο χέρι μια χαρτοσακούλα. Πάλι καλά που ο Μαστρομανέλος πέταξε στα πιάτα την εκτελέστρια των σουξέ και δεν την εκτέλεσε ο ίδιος με το σιδερικό του...

Σχολείο δεν πήγαμε την επομένη. Ούτε κι ο Μαστρομανέλος καθάρισε ποτέ τον λογαριασμό του στο μπουζουξίδικο. Τον καθάρισε η γυναίκα του, η Πολυξένη, με ανταλλαγή προϊόντων, από το λιβάδι που καλλιεργούσε τα γαρίφαλά της. Το 13άρι που ...έπιακε ο Μαστρομανέλος δεν το είχε πιάκει μοναχός. Το πιάκανε πολλοί. Πήρε 4.900 δραχμές τότε. Ούτε για τις κοκακόλες που ήπιαμε εγώ, ο Φώτης, ο Δεμπασκαλάς κι ο Βαγγέλης ο Πατούσας δεν έφταναν...

Μέχρι να ξεχάσει η Τζίνα την ...ερωτική εμπειρία της στην αγκαλιά του Μαστρομανέλου, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.