Με παρέσυρε το ρέμα... (vid)

Miltos+
Με παρέσυρε το ρέμα... (vid)
Ένα ...μεγάλο έργο, ένας μεγαλύτερος δήμαρχος, ένας τεράστιος εργολάβος και -φυσικά- διαφανείς διαδικασίες, σε μια άλλη Ελλάδα, τη δεκαετία του ΄80. Ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται στα «ρετρό ακούσματα» της Πέμπτης...

Τα «ρετρό ακούσματα» αυτής της Πέμπτης θα έχουν μόνο ένα ...άκουσμα, το τραγούδι που χαρακτηρίζει απόλυτα την ιστορία που ακολουθεί. Αυτή μου ήρθε στο μυαλό μαζί με τη «ρετρό ιστορία» που διαβάσατε την Τρίτη. Σε εκείνη, ο Πέτρος ο Αρμένης είχε πνίξει στη λάσπη τον Σφήνα και τη γυναίκα του, τη Δέσπω. Στη σημερινή, το γιοφύρι από το οποίο έπαιρνε φόρα ο φίλος μου με το αγροτικό του νονού του, δεν είχε χτιστεί ακόμα. Και το ρέμα μας απειλούσε...

Εκείνες τις μέρες, περιέργως δεν έβρεχε. «Λέγονται Αλκυονίδες μέρες», είπα στην παλιοπαρέα, που είχε μαζευτεί στον καφενέ του Μπάφα. Ωστόσο, ακολούθησαν διαψεύσεις. Πρώτα του Δεμπασκαλά, ο οποίος με αποστόμωσε με ατράνταχτο επιχείρημα: «Δεν πας καλά». Μετά του Πέτρου του Αρμένη, που θυμήθηκε τον σεισμό της Περαχώρας το 1981 έστω κι αν δεν ζούσε τότε, όχι στην Αθήνα, αλλά ούτε καν στην Ελλάδα. «Παπαριές καμαρωτές. Οι Αλκυονίδες νήσοι ήταν ...νήσοι κάπου στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας. Είχαν ...πάθει και σεισμό». Είδα κι έπαθα να τον πείσω πως υπάρχουν και Αλκυονίδες μέρες και Αλκυονίδες νήσοι, οι οποίες βέβαια δεν βρίσκονται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής (όλα τα είχε η Αθήνα, μερικά νησιά κάτω από την Ακρόπολη της έλειπαν), αλλά στον Κορινθιακό κόλπο. «Και τι δουλειά έχει, ρε κολλητέ, η Κόρινθος με το σεισμό της Αθήνας; Σαν να τα έχεις μπερδέψει μου φαίνεται»!

Εκείνος που τα είχε μπερδέψει, πάντως, ήταν άλλος. Ο περίφημος Φώτης, ο οποίος μας ξεκαθάρισε πως οι Αλκυονίδες ήταν ...κότες. «Εδώ σας πιάνω και τους δύο αδιάβαστους. Δεν θυμάστε στην ...Πατριδογνωσία, που έλεγε για τις Αλκυονίδες όρνιθες, που πήγε και τις έπιακε ο Περικλής;», μας ρώτησε ευθέως και πριν προλάβει κανείς να βάλει τάξη στο ταραγμένο του μυαλό διευκρινίζοντας πως στη Μυθολογία (κι όχι την Πατριδογνωσία), ο Ηρακλής (κι όχι ο Περικλής) τα είχε βάλει με τις Στυμφαλίδες Όρνιθες (κι όχι Αλκυονίδες), ο νέος μας φίλος, ο Παππούς, ο οποίος ήταν και ο πιο διαβασμένος αλλά και ο πιο είρωνας της παρέας, αποφάσισε να προχωρήσει το συλλογισμό του Φώτη: «Ναι, ρε. Έχει δίκιο ο Φώτης. Ο Περικλής έπιασε τις Αλκυονίδες όρνιθες και μετά τις έδωσε στον Σωκράτη να τις μαδήσει, αλλά του είπε να το κρατήσει μυστικό. Γι΄ αυτό μετά που τις φάγανε ο Χριστός κι οι μαθητές, βαφτίσανε την κοτόσουπα Μυστικό Δείπνο. Καλά, δεν διαβάζατε καθόλου Ζωολογία;».

Εννοείται πως υποδεχθήκαμε το χαμόγελο θριάμβου του Φώτη («να πώς φαίνεται ο διαβασμένος ο άνθρωπος, σαν να έβγαλες και μαλλιά εσύ», είπε στον Παππού για να του ανταποδώσει την υποστήριξη) με ...σεισμό σαν της Περαχώρας, αλλά από τα γέλια. Τα ρίχτερ κράτησαν αρκετά λεπτά, πριν τα σταματήσει ο Πέτρος της Κουφής, που μόλις μπήκε στον καφενέ για να συγκεντρώσει το ...συνεργείο του. Με διαφανείς διαδικασίες (δηλαδή με απευθείας ανάθεση και χωρίς διαγωνισμό επειδή ήταν φίλος του), ο δήμαρχος, ο Γιωργομάκος, του είχε αναθέσει να χτίσει το δεύτερο πιο πολυσυζητημένο γιοφύρι της χώρας, μετά από εκείνο της Άρτας. Το γιοφύρι της Ζάγανης, στην άκρη του χωριού, εκεί που πέρναγε το ρέμα του Μπάμπαλη, το οποίο πέρυσι τέτοιο καιρό είχε πλημμυρίσει με αποτέλεσμα να ...κολυμπήσει το μποστάνι του Σφήνα και να κουβαληθεί μια συμπαθέστατη οικογένεια από δεντρογαλιές στον κήπο της Δωροθέας της Ζαβής. «Με ζώσανε τα φίδια σας λέω. Μεγάλα τρεχάματα. Δυο μέρες τα κυνήγαγα εδώ κι εκεί για να τα κάνω καλά», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή για την περιπέτειά της, έστω κι αν αποκλείεται να είχε τρεχάματα και να κυνήγαγε τα φίδια, καθώς μετακινιότανε από χρόνια με «πι» εξαιτίας μιας σπάνιας πάθησης της μέσης, η οποία σύμφωνα με την ίδια λεγόταν «κοψομεσάσκα» («κοψομεσιάστηκα», στην τοπική διάλεκτο της περιοχής).

Όταν κόπασε τότε ο χαλασμός, πήρε ο Σφήνας τη Δωροθέα της Ζαβή και ...έτρεξαν στο Δημαρχείο, να διαμαρτυρηθούν στον Γιωργομάκο, που καθυστερούσε την κατασκευή της γέφυρας στη Ζάγανη, με αποτέλεσμα όχι μόνο να πλημμυρίζει κάθε τρεις και λίγο η αποκομμένη γειτονιά τους, αλλά να αποκόβονται και κυριολεκτικά από το υπόλοιπο χωριό, αφού μέχρι να κοπάσει η βροχή δεν μπορούσαν να περάσουν το ρέμα και να μπουν στον κυρίως μαχαλά. Ήταν σαν να ζούσαν σε νησιά, αλλά όχι στις Αλκυονίδες, που -όπως ξεκαθάρισε ο Φώτης- ήταν κότες. «Του τα είπα ένα χεράκι του Γιωργομάκου. Θα μας πνίξει το ρέμα του είπα κι άμα δεν φτιάξει το γιοφύρι, θα τον κυνηγήσω τόσο που δεν θα ματαξαναβγεί», έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή, που αν δεν την είχες δει με το «πι» κι άκουγες από το τηλέφωνο για τόσα τρεχάματα και τόσα κυνηγητά, θα νόμιζες πως επρόκειτο για την αδερφή του Καρλ Λιούις. Τώρα που το σκέφτομαι, μετά από χρόνια έπαθε κι αυτός «κοψομεσάσκα».

Τελικά, έστω και με χρονοκαθυστέρηση σαν τα χρηματοκιβώτια, ο Γιωργομάκος πήρε την απόφαση να φτιάξει το γεφύρι. Όχι για να μην τον κυνηγήσει η Δωροθέα η Ζαβή, αλλά γιατί εξασφάλισε ένα κονδύλι μέσω Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποφάσισε να κάνει πλιάτσικο με τα φιλαράκια του. Με τον Νάσο τον Γιαγκίνα που είχε εκσκαφέα, τον Νέστορα τον Μπίθα που είχε μάντρα με υλικά οικοδομών και, φυσικά, τον Πέτρο της Κουφής, που δήλωνε εργολάβος. Όλοι αυτοί συνεννοήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, γράφοντας τη μελέτη στα αμελέτητά τους. «Ποιος μηχανικός έκανε τη μελέτη;», ρώτησε ο -πάντα περίεργος και καχύποπτος- Παππούς τον Πέτρο της Κουφής όταν άκουσε τα περί γιοφυριού. «Τι να την κάνουμε τη μελέτη, ρε καράφλα; Θα πάει ο Γιαγκίνας με το Τζισιμπί να ανοίξει λίγο το ρέμα, θα φέρει ο Μπίθας τα τσιμέντα, σε τρεις, τέσσερις μέρες θα έχουμε τελειώσει. Να πετάμε τώρα λεφτά σε μελέτες για ένα μερεμέτι;», τον αποστόμωσε ο Πέτρος της Κουφής. Ο Δεμπασκαλάς δεν είπε «δεν πας καλά». Περιέργως, γιατί όταν επρόκειτο για μ@λ@κίες, είχε πάντα σωστό κριτήριο...

Η δουλειά ξεκίνησε πράγματι το επόμενο πρωί, όταν ο Πέτρος της Κουφής, ο Γιαγκίνας κι ο Μπίθας μαζεύτηκαν στον καφενέ του Μπάφα για να συνεννοηθούν. Μετά τον τρίτο γύρο τσίπουρα είχαν συνεννοηθεί τόσο καλά, που αποφάσισαν να συνεχίσουν να πίνουν ως το μεσημέρι και να αναβάλουν την έναρξη των εργασιών για την επομένη. Η οποία επομένη ήταν Σάββατο, με αποτέλεσμα οι εργασίες να ξεκινήσουν την ...Τετάρτη, επειδή τη Δευτέρα και την Τρίτη ο Γιαγκίνας είχε κάτι δουλειές που «δεν μπορούν να περιμένουν», όπως είπε. Είχε κανονίσει να πάει για κυνήγι...

Ωστόσο, έστω με λίγες μέρες καθυστέρηση και με τις Αλκυονίδες (όχι τις όρνιθες) να ευνοούν την πρόοδο των εργασιών, η δουλειά ξεκίνησε εκείνη την Τετάρτη, με την προοπτική «Σάββατο πρωί να κόψεις την κορδέλα», όπως εγγυήθηκε ο Πέτρος της Κουφής, ως εργολάβος, στον Γιωργομάκο. Ο οποίος, με τη σειρά του, βλέποντας ότι οι εργασίες δεν προχωρούσαν τόσο γρήγορα, έβγαλε ντελάλη ότι τα εγκαίνια θα γίνονταν το επόμενο Σάββατο (μια βδομάδα μετά το …χρονοδιάγραμμα του εργολάβου). Ο οποίος, πάντως, παραμονή των εγκαινίων, δεν είχε ακόμα παραδώσει το έργο, ζητώντας από τον Δήμαρχο «κι άλλα χέρια για να προλάβουμε». Εκείνη την Παρασκευή στο γιοφύρι βρεθήκαμε ούτε κι εγώ ξέρω πόσοι. Μέχρι κι ο Μπάφας ο καφετζής ήταν εκεί, μέχρι κι ο Μαστρομανέλος. Για την παλιοπαρέα μου δεν το συζητάω. Όλοι παρόντες, καθώς πέρα από τον Φώτη και τον Πέτρο τον Αρμένη που ήταν μέλη του συνεργείου, βρεθήκαμε κι οι άλλοι τρεις να κουβαλάμε πέτρες και καδρόνια (ο Παππούς, εγώ κι ο Δεμπασκαλάς, με τον Φώτη να υπενθυμίζει στον πρώτο να μη σκύβει για να μην πάθει κι αυτός «κοψομεσάσκα»).

Όλοι κάτι κουβάλαγαν, τέλος πάντων, εκτός από τη Δωροθέα τη Ζαβή, που κουβάλαγε το «πι» και ...έτρεχε να επιβλέπει την πρόοδο των εργασιών. Μέχρι κι ο Μαστρομανέλος κουβάλαγε. Τσίπουρο, αλλά αυτό ήξερε, αυτό κουβάλαγε! Μέχρι το μεσημέρι η δουλειά είχε προχωρήσει αρκετά. «Κοντεύουμε», είπε ο Πέτρος της Κουφής και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Αλλά δεν ήταν ιδρώτας. Ήταν οι πρώτες στάλες της βροχής. Οι Αλκυονίδες (όχι οι όρνιθες) είχαν τελειώσει. Μόλις είδε το μπουρίνι να πλησιάζει, ο Πέτρος έβαλε φωνή να μαζέψουμε τα εργαλεία και τα υλικά που είχαν απομείνει (μπετονιέρες, τσιμέντα, αμμοχάλικα και άλλα εδώδιμα αποικιακά) κάτω από το γεφύρι και να τα σκεπάσουμε για να μη βραχούνε. Ακολουθήσαμε τις οδηγίες του κατά γράμμα και μετά ακολουθήσαμε κατά γράμμα και εκείνες του Μαστρομανέλου, που πρόσταξε «πάμε για τσίπουρα στον καφενέ του Μπάφα μέχρι να σταματήσει. Κερνάει ο δήμαρχος, είπα»! Αφού είπε, πήγαμε...

Η βροχή, όμως, δεν σταμάτησε. Και το ρέμα του Μπάμπαλη φούσκωσε. Κι άρχισε να παρασέρνει στο διάβα του ό,τι έβρισκε. Μας παρέσυρε το ρέμα! Ποιες δεντρογαλιές και ποια μποστάνια! Μόλις βρήκε κόντρα στα μπάζα και στα υλικά που βρίσκονταν κάτω από το γιοφύρι, το νερό καβάλησε από πάνω κι απείλησε να πνίξει το μισό χωριό. Η Δωροθέα η Ζαβή για να κινηθεί πλέον δεν χρειαζόταν το «πι», αλλά εξωλέμβια. Το μποστάνι του Σφήνα κατηφόρισε μέχρι την πλατεία κι ο Μαστρομανέλος ισχυριζόταν πως το επόμενο πρωί βρήκε μια αρμαθιά πράσα έξω από το γκαράζι, που ήταν ...μισό χωριό μακριά από το γιοφύρι.

Η καταστροφή ήταν βιβλική. Τα σακιά με τα τσιμέντα πήξανε κάτω από το γιοφύρι, ενώ μια μπετονιέρα τη βρήκαμε μέρες μετά στον κάτω μαχαλά. Ο Γιωργομάκος, αντί να κάνει εγκαίνια, έψαχνε πού θα ρίξει τις ευθύνες και απειλούσε με ...ένορκη διοικητική εξέταση, λες και υπήρχε έστω ένας υπάλληλος του Δήμου, πέρα από τον ίδιο, που είχε την παραμικρή εμπλοκή στο κάζο. Τελικά, για να βγει από πάνω εξέδωσε μια ανακοίνωση στην οποία ενημέρωνε πως «οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν παραδειγματικά», πως «το έργο θα ολοκληρωθεί σε πείσμα των όσων κατηγορούν τη Δημοτική Αρχή μέχρι και για τα καιρικά φαινόμενα» και πως «η μελέτη για την κατασκευή της γέφυρας ήδη ανατέθηκε σε Αθηναϊκή τεχνική εταιρία εξειδικευμένη σε έργα αναλόγου βεληνεκούς», λες και το γιοφύρι της Ζάγανης ήταν η εκτροπή του Αχελώου. Για την ιστορία, ο εργολάβος που έχτισε τελικά το γιοφύρι της Ζάγανης σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ήταν... ο Πέτρος της Κουφής, ο δήμαρχος που το εγκαινίασε ήταν ο Γιωργομάκος και το τσίπουρο που ήπιαμε στα εγκαίνια ήταν του Μαστρομανέλου. Όσο για τη Δωροθέα τη Ζαβή; «Ακόμα φίδια κυνηγάω», έλεγε στο περιθώριο της τελετής των εγκαινίων.

Μέχρι να ξεχάσω εκείνες τις Αλκυονίδες ...όρνιθες και το ρέμα που μας παρασέρνει από τότε, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Το νέο μου βιβλίο είναι παραμύθι και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications). Υποκλίνομαι στο πενάκι του Χρήστου Ζωίδη, ο οποίος ...ζωγράφισε κυριολεκτικά στην εικονογράφηση! O τίτλος είναι «Η τρύπια μπάλα που έγινε χρυσή». Περισσότερα, στο www.mvpublications.gr

Υ.Γ.2: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.