Οι αγάπες του μαυροπίνακα! (vids)

Miltos+
Οι αγάπες του μαυροπίνακα! (vids)
Σχολικοί έρωτες, γραμμένοι στον πίνακα με κιμωλία. Τα «ρετρό ακούσματα» του Μίλτου του Νταλικέρη ξανάρχονται με γλυκές αναμνήσεις...

Για τα «ρετρό ακούσματα» αυτής της εβδομάδας, απέφυγα την -καθιερωμένη τελευταία- συζήτηση με τον φίλο μου τον Παππού. Φανταζόμουν τι θα μου έλεγε, το ήξερα: «Γράψε για γυναίκες, βάλε τραγούδια για έρωτες»! Μετά θα μου έστελνε καπάκι πέντε τραγούδια του Τουρνά, δύο του Χατζιδάκι, ένα του Πασχάλη, ένα του ...Μασχάλη, πιθανώς και κάποιο ακόμα, που στα μάτια μου θα έμοιαζε αψυχολόγητο, αλλά στα δικά του -εκείνα τα «χαμηλά μάτια» με τα οποία από την εφηβεία μας δικαιολογούσε την τάση των μαλλιών του να ψάχνουν τη μάνα γη- θα ήταν ό,τι έπρεπε για την περίσταση. Για κάθε περίσταση... Έτσι, αποφάσισα να γράψω για έρωτες, για έναν σχολικό έρωτα, για έναν πρώτο έρωτα, χωρίς τις μουσικές προτάσεις του φίλου μου. Έναν έρωτα που έχω συνδυάσει με δικά μου ακούσματα...

Η αλήθεια είναι πως το πρώτο δεν ήταν καν ...άκουσμα! Κάποιοι στίχοι σε μαυροπίνακα ήταν. Ένα λευκό χεράκι με κρινοδάχτυλα κρατούσε μια κιμωλία και μουντζούρωνε το μαύρο με άσπρο! Δεν ήξερα πού απευθυνόταν, δεν ήξερα ποιο ήταν το πραγματικό μήνυμα, ωστόσο από αυτό το αριστερό χεράκι η κιμωλία πέρασε στο δικό μου δεξί σαν σκυτάλη κι από εκεί στα πρώτα λευκά χαρτιά που μουντζούρωσα εγώ, στην προ υπολογιστών εποχή. Τότε που άρχισα να γράφω... Τι έλεγε ο μαυροπίνακας;

Every time you need me I`ll be here
Every time you leave me I`ll be near
Every time you hold me like you do
I`m so in love with you

Έκτοτε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, θυμάμαι το κορίτσι με την κιμωλία. Έκτοτε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, παίρνω τη σκυτάλη και τρέχω να προλάβω να γράψω τα δικά μου. Μια ρετρό ιστορία, κάποιους στίχους, ένα βιβλίο, ένα παραμύθι, μια ...ανοησία. Σαν να ξυπνά μέσα μου κάποιος δαίμονας που έχει για ξυπνητήρι αυτόν τον ήχο...

Το κορίτσι με την κιμωλία ήταν η εξαίρεση στον κανόνα μιας παλιοπαρέας, στην οποία κάθε φορά ερωτευόμασταν για πάντα. Είχα ερωτευτεί για πάντα! Με παίδεψε, την παίδεψα, την έπνιξα σε εκδηλώσεις λατρείας κι αφού είχα γερό στομάχι και χώνεψα τις αμέτρητες χυλόπιτες που απέκρουσαν τις -κατά κύματα- επιθέσεις μου, κάποια στιγμή, επιστρέφοντας από μια μονοήμερη εκδρομή, βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι μέσα στο πούλμαν. Αγκαλιά οι ...τρεις μας, καθώς στις δύο θέσεις, εκτός από εμένα και το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου, «καθόταν» και το κλασικό πια ραδιοκασετόφωνο «Σάνυο» που μας συνόδευε (και) σε τέτοιες εκδηλώσεις. Συνένοχο σε αυτή την περίπτωση το «Σάνυο». Είχα γράψει μια κασέτα που έσταζε σιρόπια και κάπου εκεί ...λύγισε. Ακόμα θυμάμαι τα κλάσματα δευτερολέπτου, δευτερόλεπτα ή λεπτά, που υπό τους ήχους του τραγουδιού που ακολουθεί, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, εγώ χάθηκα μέσα σε εκείνα τα μεγάλα, απροσδιορίστου χρώματος μάτια και περίμενα μια αιωνιότητα μέχρι να αγγίξει αμήχανα η ...μύτη μου τη δική της.

Μετά, ενώ ένιωθα πως ο κόσμος όλος μου ανήκει, άρχισαν τα γυμνάσια. Μία κρύο, μία ζέστη, μία μέλι, μια κεντρί. Ίσως έφταιγε ο εγωισμός της, ίσως έφταιξα κι εγώ, προκαλώντας της ασφυξία με το πάθος μου, που προξένησε άλλα πάθη κι άλλα λάθη. Οι 2002 Τζι Αρ είχαν βγάλει ένα τραγούδι κουστουμάκι για την περίπτωσή μου, ωστόσο είχαν γράψει λάθος το όνομα: «Άννα»! Φυσικά, το τραγουδούσα παραφράζοντάς το. Αντικαθιστούσα το όνομα κι επειδή το δικό της ήταν τρισύλλαβο, αντικαθιστούσα κι αυτό με το υποκοριστικό της. Έκανα ό,τι με βόλευε για να τραγουδώ με πάθος «τη μια με ανασταίνεις, την άλλη με πεθαίνεις». Τουλάχιστον με το υποκοριστικό τη φώναζε η μαμά της. Κάτι ήταν κι αυτό...

Και μετά, ίσως επειδή την κούρασα, ίσως κι επειδή κουράστηκε να με παιδεύει, με χώρισε. Ένα μεσημέρι, χωρίς πολλά λόγια, με έναν μέτριο καφέ που πιο πικρό δεν είχα πιει, σε μια καφετέρια εννιά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου. Γύρισα με τα πόδια. Ούτε θυμάμαι πόσες ώρες έκανα χαμένος στις σκέψεις μου, χαμένος για χαμένος, χαμένος γενικά, αλλά είχε νυχτώσει όταν έφτασα. Πήγα και βρήκα τον Δεμπασκαλά στον καφενέ του Μπάφα. Δεν είπε «δεν πας καλά» όταν παράγγειλα «Κάπτεν Μόργκαν». Κατάλαβε ότι δεν πήγαινα, θα ήταν πλεονασμός να το πει. Κι επειδή ήξερε, έβαλε μια κασέτα του Τουρνά. Δεν ξέρω με ποιο ήπια περισσότερα «Κάπτεν» εκείνους τους μήνες που ακολούθησαν. Με τον ύμνο του χαμένου και πάντα ερωτευμένου, «Μην της το πεις» ή με τις πιο γλυκές «Στιγμές», όπου «ένας σωρός αιτίες, ένας σωρός με λάθη», δεν μας άφησαν «να χαρούμε την αγάπη»;

Με κανένα από τα δύο. Τα χειρότερα έρχονταν όταν έκλεινε τα βράδια η πόρτα της αποθηκούλας που είχα μετατρέψει σε καμαράκι, στην αυλή του πατρικού μου. «Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκα κι έκατσα να σου γράψω και μολυβιά δεν τράβηξα δίχως ν΄ αναστενάξω», έκλαιγε στο παλιό «Σάνυο» ο Νίκος Παπάζογλου κι αναστέναζα μαζί του. Αναστεναγμός και μολυβιά και να ΄μαι τώρα, με δική μου στήλη, μυθιστόρημα, παραμύθι κι άλλα που έρχονται. Κορίτσι με την κιμωλία, να είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι...

Μέχρι να ξεχάσω εκείνο τον μαυροπίνακα που μου έδειξε το δρόμο (προς τη δόξα και προς τη λόξα), εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Το νέο μου βιβλίο είναι παραμύθι και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications). Υποκλίνομαι στο πενάκι του Χρήστου Ζωίδη, ο οποίος ...ζωγράφισε κυριολεκτικά στην εικονογράφηση! O τίτλος είναι «Η τρύπια μπάλα που έγινε χρυσή». Περισσότερα, στο www.mvpublications.gr

Υ.Γ.2: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.