Μαρία Κάλλας: Η ντίβα

Μαρία Κάλλας: Η ντίβα

Ο κόσμος της όπερας όταν πέθανε η Μαρία Κάλλας δεν έχασε απλώς μια πολύ καλή σοπράνο. Έχασε (σχεδόν) τα πάντα! Η αιφνιδίως αποθανούσα, στα 53 της, εν αντιθέσει με τη λαϊκή αντίληψη και σοφία περί απόλυτης μοναξιάς στο τελευταίο ταξίδι, πήρε μαζί της όλα όσα έδωσε στην τέχνη της. Η περίπτωση της καταρρίπτει τον μύθο της παντοδυναμίας της φρόνιμης χρήσης της φωνής. Ναι, δεν ήταν μόνο αυτή που την έκανε να ξεχωρίζει. Η Κάλλας ήταν η προσωποποίηση της performance στο λυρικό θέατρο. Δεν ερμήνευε, καθήλωνε, μεταμόρφωνε, γοήτευε, προκαλούσε... Σε ανάγκαζε να αποδεχθείς το χτισμένο μεγαλείο της. Δεν μπορούσες να μην της αναγνωρίσεις τη μοναδικότητα της προσωπικότητας της. Η θέληση και το πείσμα την οδηγούσαν και όλα γίνονταν εφικτά. Η Μαρία Κάλλας ήταν και είναι η απόλυτη ντίβα της όπερας. Η χρήση χρόνου ενεστώτα οφείλεται στην αύρα, το πνεύμα και την κληρονομιά της, που την κρατούν ανέγγιχτη από τη φθορά. Μοναδική. Αυτόφωτη. Πάντα λαμπερή.

image

Ανανέωσε το μπελ κάντο

Η Κάλλας, λίγο πριν πεθαίνει, είχε πει σε φίλους της, το καλοκαίρι του '77, πως ανησυχούσε για την υγεία της. Ωστόσο, συνεργάτες της έλεγαν ότι είναι καλά και ότι ετοίμαζε την αυτοβιογραφία της. Ο βίος της πολυκύμαντος, με απίστευτες μεταπτώσεις. Αντανακλούσε την ουσία της ζωής και της τέχνης μια και αμφότερες εκκινούν από το αυθόρμητο, το αναπάντεχο και είναι χρέος του ανθρώπου να αφεθεί στο ρεύμα και να μην τσακιστεί. Πολύ περισσότερο αν είσαι καλλιτέχνης, αφού το σημείο που κινεί τα πάντα πρέπει να μετουσιωθεί σε λόγο επιδραστικό, αναμορφωτικό. Η ίδια έλεγε ότι “όπου κι αν είμαι, όλα είναι εξημμένα”. Δεν είχε άδικο. Εξάλλου, από το ξεκίνημα της καριέρας της, κατά κάποιο τρόπο, προκαλούσε έντονα συναισθήματα και καταστάσεις. Σε αυτήν οφείλεται η ανανέωση του μπελ κάντο, το οποίο, μέχρι την εμφάνιση της, είχε ξεχαστεί. Τα λόγια των Μπελίνι, Ντονιτσέτι, Ροσίνι (σ.σ ιταλοί συνθέτες) είχαν “βαλτώσει”. Πέρα από την εποχή που γράφτηκαν δεν υπήρξε άξιος μεσολαβητής να τα “ταξιδέψει”. Θεωρούνταν πολύ δύσκολα, ανιαρά μουσικά, ανάξια να αναβιώσουν. Η Κάλλας απέδειξε το εσφαλμένο της μέχρι τότε κυρίαρχης θεώρησης. ΄Εδειξε ότι μπορούσαν να τραγουδηθούν, ότι οι μελωδίες και τα διακοσμητικά συνοδευτικά στοιχεία δεν ανήκαν μόνο σε βιρτουόζους μουσικούς. Η Κάλλας έφτιαξε νέο ρεπερτόριο για τραγουδίστριες όπως η Τζόαν Σάθερλαντ και Μπέβερλι Σιλς.

image

Ήθελε να τραγουδά τα πιο δύσκολα κομμάτια

Η Κάλλας δεν ήταν εύκολος συνεργάτης. Όταν της έλεγαν ότι είναι ευέξαπτη, η απάντηση της ήταν άμεση και αφοπλιστική: “Πάντα θα είμαι όσο δύσκολη χρειάζεται για να πετύχω το καλύτερο”. Όσοι δούλεψαν μαζί της συμφωνούσαν ότι εργαζόταν σκληρά, ακούραστα, πρόθυμη να κάνει πρόβα όσες φορές χρειαστεί. Στην αρχή της καριέρας της ερμήνευσε 16 ρόλους σε μια σεζόν! Το ενδιαφέρον της για το μπελ κάντο αναπτύχθηκε το 1948 στη Βενετία. Τότε κλήθηκε να ερμηνεύσει, σε διάστημα πέντε ημερών, ώστε να αντικαταστήσει την άρρωστη τραγουδίστρια, τον δύσκολο ρόλο της Ελβίρα στο έργο του Μπελίνι “I Puritani”. Τα κατάφερε.

Η Μαρία Άννα Σοφία Σεσίλια Καλογεροπούλου, όπως ήταν το όνομα της, γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1923 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς της είχαν φτάσει στις ΗΠΑ λίγους μήνες νωρίτερα. Ο πατέρας της ήταν φαρμακοποιός. Πήγε σε δημόσιο σχολείο και από την ηλικία των εννιά ετών τραγουδούσε για τους συμμαθητές της.

Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν ευχάριστα καθώς οι γονείς της καυγάδιζαν ενώ ζήλευε τη μεγαλύτερη αδελφή της. Η Μαρία ήταν κοντόχοντρη, εν αντιθέσει με την αδελφή της που ήταν γοητευτική και απολάμβανε την εύνοια των γονιών τους. Η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα όταν η Μαρία ήταν 13 ετών. Είχε κερδίσει υποτροφία για τη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής και ένας από τους καθηγητές της ήταν η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, διάσημη Ισπανίδα σοπράνο. Η ίδια θυμάται ότι η Κάλλας ήταν “χοντρή αλλά έβγαζε τέτοια δύναμη, τέτοιο συναίσθημα, τέτοια μοναδική ερμηνεία σε ό,τι τραγουδούσε. Ήθελε να τραγουδά τα πιο δύσκολα κομμάτια. Από παιδί η δύναμη της θέλησης της ήταν τρομακτική”.

image

Η απόρριψη δύο πρωταγωνιστικών ρόλων

Η Κάλλας πριν κλείσει τα 15 ερμήνευε τη Σαντούτσα στην «Cavalleria Rustican» (σ.σ όπερα του Μασάνι).Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε το επίσημο ντεμπούτο της στη σκηνή της Λυρικής στην Αθήνα. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Δοκίμασε την τύχη της στην «Metropolitan Opera» την περίοδο που γενικός διευθυντής ήταν ο Έντουαρντ Τζόνσον. Της προσφέρθηκαν οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι στη «Madama Butterfly» του Πουτσίνι και στην όπερα του Μπετόβεν «Fidelio». Απέρριψε και τους δύο. Γιατί; Διότι δεν μπορούσε να ανεχθεί την κακή σωματική της κατάσταση (υπέρβαρη) για τον πρώτο και το γεγονός ότι για τον δεύτερο έπρεπε να τραγουδήσει στα αγγλικά. «Όπερα στα αγγλικά είναι ανόητο. Κανείς δεν το παίρνει σοβαρά» είχε δηλώσει.

Η επίσημη πρώτη εμφάνιση στις ΗΠΑ παραλίγο να γίνει στο Σικάγο αλλά ακυρώθηκε για οικονομικούς λόγους. Το 1947 της δόθηκε συμβόλαιο να εμφανιστεί στη Βερόνα, στην Ιταλία. Παρουσιάστηκε στην περίφημη «Arena» για την «La Gioconda» του Ποντσιέλι. Εκεί, γνώρισε έναν από τους μέντορες της, τον διευθυντή ορχήστρας Τούλιο Σεραφίν. Την πήγε στη Βενετία όπου και ερμήνευσε ρόλους στους οποίους απαιτούνταν δραματική φωνή. Ιζόλδη στην όπερα του Βάγκνερ, Τουραντό στην όπερα του Πουτσίνι, τη Βρουγχίλδη (Brunnhilde) στις «Βαλκυρίες», κ.α.

image

Στον “ναό της όπερας”

Η πορεία άρχισε να χαράζεται και να πετάει σπίθες. Ένταση, ομορφιά, δουλειά, φιλοδοξία, πάθος... Όλα στο μέγιστο. Η Κάλλας πλησίαζε τη Σκάλα του Μιλάνου, στόχος κάθε τραγουδίστριας όπερας. Η φωνή της αντήχησε εκεί το 1949 όμως δεν ήταν στην κανονική περίοδο. Θα γινόταν μέλος του “ναού της όπερας”, όπως αποκαλείται η Σκάλα, το 1951 και θα ερμήνευε μόνο πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σημαντικές όπερες. Επιπλέον, κατάφερε να μην μοιράζεται μέρος του μισθού της με ισχυρό καλλιτεχνικό γραφείο.

Η Κάλλας έθελξε και φυσικά θριάμβευσε με τις ερμηνείες της σε σπάνιες όπερες που τα ιταλικά σπίτια δεν είχαν ακούσει. “Ορφέας και Ευρυδίκη”, “Άλκηστις” και “Μήδεια”. Στην τελευταία, σκηνοθετημένη από τον Λουκίνο Βισκόντι, υπό τη διεύθυνση του Λεόναρντ Μπέρνστιν, πραγματικά συγκλόνισε. Της προσφέρθηκε συμβόλαιο στη Met της Νέας Υόρκης το 1952, αλλά η συνεργασία δεν ευοδώθηκε μια και αρνούνταν να ταξιδέψει χωρίς τον άντρα της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος δεν μπορούσε να πάρει βίζα.

image

Η καταξίωση και η ιδιαίτερη φωνή

Η φήμη και η αξία της μεγάλωνε. Το όνομα της γινόταν γνωστό και εκτός Ιταλίας. Νότια Αμερική, Μεξικό, Αγγλία (Λονδίνο). Αδυνάτισε (έχασε 32 κιλά!) και πλέον η ομορφιά της δεν μπορούσε να κρυφτεί. Με ύψος 1.73μ., μεγάλα ζυγωματικά, περιλήφθηκε στις πιο όμορφες παρουσίες στη λυρική σκηνή. Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να λείψουν από τις κατακτήσεις της. Το ντεμπούτο της πραγματοποιήθηκε το 1954 στην όπερα του Σικάγο. Ερμήνευσε τη Νόρμα όπως και δύο χρόνια αργότερα στη Met. Η Κάλλας είχε εδραιωθεί και κάθε της εμφάνιση προκαλούσε μεγάλες ουρές στα εκδοτήρια εισιτηρίων. Το κοινό δεν πτοούνταν από τις αυστηρές κριτικές για τη χροιά της φωνής και κάποια λάθη στη τεχνική της. Την υποδεχόταν εκστατικά για τη δεξιοτεχνία, την προσωπική έκκληση και την αυθεντικότητα των απεικονίσεων της.

Η φωνή της Κάλλας ήταν ιδιαίτερη και δύσκολα αναγνωρίσιμη από τους ειδικούς. Δεν ανήκε στο κλασικό πρότυπο της λυρικής. Ήταν τεχνητή και διαρθρωνόταν σε τρία επίπεδα. Στα ψηλά είχε την τάση να είναι σκληρή, ακόμη και διαπεραστική, ενώ στις πολύ ψηλές νότες κάτι περισσότερο από διαπεραστική. Στα μεσαία έβγαζε έναν καλυμμένο ήχο ή γινόταν βελούδινη. Στις χαμηλότερες εγγραφές γινόταν πάλι αιχμηρή. Τεχνικά, συχνά έκανε συναρπαστικά πράγματα με τον τονικό χρωματισμό. Μπορούσε να τραγουδήσει μια φθίνουσα χρωματική κλίμακα εκπληκτικά. Μερικές φορές όμως, η φωνή δεν ανταποκρινόταν ομαλά στις απαιτήσεις της.

image

Τίποτε λιγότερο από την τελειότητα

Η κατάκτηση της κορυφής ζαλίζει και το μόνο που βλέπεις μπροστά σου είναι το μεγαλείο. Η Κάλλας είχε κερδίσει όλες τις μεγάλες όπερες, όμως η συμπεριφορά της δημιουργούσε προβλήματα. Στο Σικάγο της επιδόθηκε μήνυση στα παρασκήνια ενώ ήταν στη σκηνή. Κατηγορήθηκε ότι αθέτησε τη συμφωνία με την Κρατική Όπερα της Βιέννης λόγω αμφιβολιών σε μισθολογικά ζητήματα. Ακύρωσε αυτή με την Όπερα του Σαν Φρανσίσκο λίγο πριν ξεκινήσει η σεζόν επικαλούμενη ασθένεια. Η εταιρία προχώρησε σε δίωξη εναντίον της. Σε γκαλά στη Ρώμη τραγούδησε το μέρος που άνοιγε τη Νόρμα αλλά αρνήθηκε να συνεχίσει εξαιτίας λαρυγγίτιδας. Στη Met τσακώθηκε για τις ημερομηνίες και το ρεπερτόριο και το συμβόλαιο της ακυρώθηκε. Δεν εμφανίστηκε σε προγραμματισμένες παραστάσεις στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου και στην Αθήνα.

Παρ' όλα αυτά, δεν πτοούνταν για την κακή φήμη που την ακολουθούσε. Η Κάλλας ήξερε πολύ καλά τον εαυτό της και τι ήθελε. Ήξερε γιατί είχε κατακτήσει το μεγαλείο: ήταν ο προορισμός της. Η απάντηση που έδινε αφορούσε την τελειότητα. Την έψαχνε, την κυνηγούσε, τη δημιουργούσε. Σε συνέντευξη της στο περιοδικό “Life”, το 1959, έλεγε: “Για μένα, η τέχνη της μουσικής είναι μεγαλοπρεπής και δεν μπορώ να ανεχθώ να της φέρονται άθλια. Όταν τη σέβονται και οι καλλιτέχνες που την υπηρετούν γίνονται σεβαστοί, τότε και γω θα δουλέψω σκληρά δίνοντας πάντα τον καλύτερο μου εαυτό. Δεν θέλω να σχετίζομαι με κατώτερη διοίκηση, διεύθυνση, ερμηνεία”.

image

Η φωνή “έσβηνε”

Οι διαμάχες, οι περισσότερες τουλάχιστον, δεν σέρνονταν για πολύ καιρό. Συνήθως βρισκόταν συμβιβαστική λύση και η Κάλλας επέστρεφε. Για τις εταιρίες ήταν δύσκολο να αγνοήσουν και να παρατήσουν μια καλλιτέχνιδα πολύτιμη για την όπερα και τα ταμεία τους. Το 1965 επαναπροσλήφθηκε στη Met. Ερμήνευσε Tosca. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η σοπράνο ανακοίνωνε κατά καιρούς ότι σκεφτόταν να τραγουδήσει σε διάφορα μέρη. Ενθουσιασμός προκαλούνταν στον μουσικό κόσμο, όμως οι σκέψεις έμεναν ανεκπλήρωτες. Το 1973, μαζί με τον φίλο της, τενόρο, Τζουζέπε ντι Στέφανο, δοκίμασαν την τύχη τους στην διοργάνωση όπερας. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.

Η Κάλλας δεν απογοητευόταν εύκολα και την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον ντι Στέφανο να κάνουν παγκόσμια περιοδεία. Ξεκίνησαν από το Αμβούργο, ενώ εμφανίστηκαν στο “Carnegie Hall” τον Φεβρουάριο του 1974. Το κοινό ανταποκρίθηκε και τα σχόλια του ήταν κάτι παραπάνω από επαινετικά. Οι κριτικοί όμως εντόπισαν ότι δεν είχαν μείνει και πολλά από τη φωνή της παρά το γεγονός ότι οι ερμηνείες παρέμεναν αξεπέραστες. Μετά την περιοδεία δεν υπήρξαν άλλες δημόσιες εμφανίσεις. Εντούτοις, μεγάλωσε τη λίστα των ηχογραφήσεων.

Όσον αφορά την προσωπική ζωή, παντρεύτηκε τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, 20 χρόνια μεγαλύτερο της, το 1949. Χώρισαν το 1959 καθώς είχε ερωτευτεί τον Αριστοτέλη Ωνάση. Η σχέση τους τερματίστηκε όταν ο Έλληνας εφοπλιστής παντρεύτηκε την Τζάκι Κένεντι.

image

Ακούραστη θεραπαινίδα της τέχνης της

Η Κάλλας υπήρξε ολοκληρωμένη καλλιτέχνις από τα πρώτα της βήματα. Όπως σημειώνει ο Κυριακός Π. Λουκάκος στην «Οδό Πανός», τχ. 170, η Κάλλας ακτνοβόλησε μεν με υπέρλαμπρη φλόγα, αλλά ως απόκλιση από τους κανόνες φρόνιμης χρήσης του εργαλείου της φωνής. Και, φυσικά, ό,τι συνιστά την αξιοθαύμαστη μοναδικότητα του φαινομένου αυτού ως εξαίρεσης σε κανόνα, αποτελεί ταυτοχρόνως και τον γενεσιουργό όρο της αναίρεσης του από την εν τέλει ανυπέρθετη ισχύ του κανόνα αυτού, τίμημα τραγικό αλλά αδήριτο για τη φυσική «ύβρη» που συνιστά η αγνόηση του κανόνα. Αυτή η υπέρβαση είναι που επιβράχυνε σημαντικά τη σταδιοδρομία της πέραν από τις όποιες απόπειρες απόδοσης της κάμψης της σε πτυχές της προσωπικής της ζωής. Η ίδια αυτή αγέρωχη υπέρβαση ορίων που αποτέλεσε τον υπερβατικό όρο της ανάδειξης της, αποτέλεσε και τον βασικό λόγο της πτώσης της, γεγονός που καθιστά την περίπτωση της, κατά γενική παραδοχή, μη ενδεικνυόμενη ως πρότυπο για την εκπαιδευτική διαδικασία. Κι όμως, ο μύθος της δεν πλήττεται ούτε από αυτή τη διαπίστωση. Η ίδια διακήρυττε ότι οι όποιες απορίες για εκείνην ως καλλιτέχνιδα βρίσκουν την απάντηση τους στην πολύτιμη κληροδοσία της δισκογραφίας της.

Η φωνή, λοιπόν. Η δική της, ξεχωριστή φωνή. Αυτή έκανε και κάνει τη διαφορά στην περίπτωση της Μαρία Κάλλας. Σε αυτήν εντοπίζονται οι ιδιαιτερότητες, το υποκριτικό της ταλέντο και η προσωπικότητα της. Αυτή πιστοποιεί τον προορισμό της που δεν ήταν άλλος από το να υπηρετεί την τέχνη της. Μια ακούραστη θεραπαινίδα που δεν ζήτησε τίποτα από την τέχνη της και αυτή τη έδωσε τα πάντα.

Πηγές

- nytimes

- «Οδός Πανός», τχ. 170