Good, better, BEST!

Good, better, BEST!

Πέθανε σαν σήμερα το 2005. Χωρίς αμφιβολία, ήταν ο πρώτος «σούπερσταρ». Ονομάστηκε «Μπιτλ». Έβαλε 239 γκολ, κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, τη «Χρυσή Μπάλα», γράφτηκαν έξι βιογραφίες για τη ζωή και την καριέρα του. Ψηφίστηκε ο 8ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα. Ανήκει στο «Hall of Fame» του βρετανικού ποδοσφαίρου. Και λοιπόν; Τι σημαίνουν άραγε όλα αυτά; Ίσως και τίποτα. Όπως ο ίδιος δήλωσε, «αν δεν ήμουν τόσο όμορφος, ο κόσμος δεν θα είχε μάθει ποτέ το όνομα του Πελέ».

image

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΛΦΑΣΤ

Στις 22 Μαΐου 1946, στην ανατολική πλευρά της πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας και την εργατική γειτονιά του Γκρέγκαφ, η Ανν Μπεστ γέννησε το πρώτο παιδί της εξαμελούς οικογένειας της με τον Ντίκι Μπεστ. Ο Τζορτζ ήταν το μεγαλύτερο αγόρι και πολύ σημαντικός για τους γονείς του. Εκείνος το εισέπραττε και «ανταπέδιδε», κάνοντας τους χαρούμενους με τις επιδόσεις του στο σχολείο. Με τους βαθμούς του στην ηλικία των 11 πέρασε στο «Grosvenor High School», μακριά απ' τη γειτονιά του, όπου ξεκίνησε την επαφή του στα σπορ με το ράγκμπι, το μόνο άθλημα που παιζόταν στο σχολείο. Εκεί υπήρχε ένα πρόβλημα: δεν προλάβαινε να παίξει ποδόσφαιρο, αυτό που αγαπούσε τόσο, που η μητέρα του έλεγε ενθυμούμενη τα παιδικά του χρόνια, πως «για τον Τζορτζ τα πάντα ήταν μια μπάλα»! Ευτυχώς για όλους, οι γονείς του πήραν την απόφαση να τον μεταγράψουν στο «Lisnasharragh Secondary», όπου μπορούσε να παίζει ξανά με τους φίλους του, ο πιτσιρικάς Μπεστ βρήκε πάλι τον εαυτό του. Κι ήταν καλός...

Τόσο καλός, που το ταλέντο του έγινε γρήγορα αντιληπτό απ' την ομάδα της γειτονιάς του, την Glentoran του Γκρέγκαφ. Το 1961 τον κάλεσαν για δοκιμή, όμως δεν τους «γέμισε» το μάτι. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Μπομπ Μπίσοπ, τον σκάουτ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Μπέλφαστ. Εξαρχής διέκρινε κάτι ξεχωριστό στις κινήσεις του, στο στυλ του. Δεν έχασε χρόνο. Έστειλε ένα τηλεγραφικό μήνυμα στον Ματ Μπάσμι, τον προπονητή της ομάδας του, αποκαλύπτοντας του πως ανακάλυψε κάποιον ξεχωριστό...

image

«ΝΟΜΙΖΩ ΌΤΙ ΣΟΥ ΒΡΗΚΑ ΜΙΑ ΙΔΙΟΦΥΙΑ»

Άμεσα βρέθηκε στο Μάντσεστερ, όπου τον είδαν οι ιθύνοντες της ομάδας. Ο Τζόε Άρμστρονγκ, ο επικεφαλής του τμήματος σκάουτ των «κόκκινων διαβόλων», έδωσε το ΟΚ. Ο Μπεστ θα υπέγραφε σε ηλικία 15 ετών συμβόλαιο με την ομάδα Νέων του συλλόγου, εγκαταλείποντας το Μπέλφαστ. Στην αρχή προσπαθούσε, αλλά του έλειπε το σπίτι του, η γειτονιά του. Μόλις 2 μέρες αφού αφίχθη στο Μάντσεστερ, ένιωσε τέτοια απελπισία, που αποφάσισε μαζί με τον συμπατριώτη του κι επίσης επιλαχόντα απ' τη Γιουνάιτεντ, Έρικ ΜακΜόρμπι, να γυρίσουν στο Μπέλφαστ. Εκεί χρειάστηκε να επέμβει ο Μπάσμπι. Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του, που με τη σειρά του μίλησε στον μικρό. Χρειάστηκαν δυο εβδομάδες, όμως τελικά ο Μπεστ πείστηκε και επέστρεψε στο Ολντ Τράφορντ.

Δυο χρόνια μετά, το 1963, έγινε επίσημα επαγγελματίας. Λίγο μετά την έναρξη της σεζόν έκανε και το ντεμπούτο του, στις 14 Σεπτεμβρίου, απέναντι στη Γουέστ Μπρομ. Ήταν μόλις 17 ετών, δίχως παραστάσεις, όμως το ταλέντο του αρκούσε για να... «ξεφτιλίσει» τον σκληροτράχηλο Γκράχαμ Ουίλιαμς, που ανέλαβε το μαρκάρισμα του. Την υπερβολή του ρήματος δικαιολογεί η ατάκα που, σύμφωνα με τον θρύλο, του είπε τείνοντας του το χέρι για να τον συγχαρεί ο Ουαλός, μετά το τέλος του αγώνα: «Μικρέ, κάτσε λίγο ακίνητος να προσέξω το πρόσωπο σου. Σ' όλο το ματς βλέπω την πλάτη σου, έχει φύγει ο ασβέστης απ' την πλάγια γραμμή»!

Αυτό ήταν. Ανήκε πια επίσημα στην πρώτη ομάδα, ήταν επαγγελματίας. Ίσως και σταρ πριν την ώρα του, αφού με μόλις συμμετοχή στα πόδια του, όταν η Γιουνάιτεντ τον φώναξε να γυρίσει απ' το Μπέλφαστ, όπου είχε γυρίσει για τις διακοπές των Χριστουγέννων, για τη ρεβάνς του αγώνα με τη Μπέρνλι, η οποία την είχε διασύρει στον αγώνα της «Boxing Day», ο 17χρονος Μπεστ δέχθηκε, υπό τον όρο να γυρίσει αμέσως στο Μπέλφαστ μετά τη λήξη του αγώνα. Ο σύλλογος συμφώνησε κι εκείνος κατάλαβε ότι πλέον είχε αφήσει το στίγμα του. Μπήκε στο Ολντ Τράφορντ, έβαλε το πρώτο του γκολ, οδήγησε την ομάδα του σε μια μεγάλη νίκη με 5-1 και στην ανατροπή του σκορ του πρώτου αγώνα και αποθεώθηκε, μπαίνοντας στη λίστα ως το καινούργιο «Busby Babe». Μέχρι το τέλος της σεζόν '63 - '64 θα πραγματοποιούσε 26 εμφανίσεις και θα πετύχαινε έξι γκολ, όμως η Γιουνάιτεντ τερμάτισε δεύτερη, πίσω απ' τη Λίβερπουλ, ενώ αποκλείστηκε από τη Γουέστ Χαμ στα ημιτελικά του Κυπέλλου. Παράλληλα, ως ο πρωταγωνιστής της ομάδας Νέων, θα την οδηγούσε στην κατάκτηση του Κυπέλλου, το πρώτο απ' το δυστύχημα του Μονάχου το 1958.

Η απόδοση του κυμαινόταν εξαρχής σε πολύ υψηλά επίπεδα, αναγκάζοντας τους αμυντικούς να επιστρατεύουν κάθε μέσο για να τον σταματήσουν. Το ίδιο συνέβαινε και στην προπόνηση των «κόκκινων διαβόλων», όμως ο Μπάσμπι δεν το σταμάταγε, καθώς πίστευε πως έτσι θα μπορούσε να ανταπεξέρχεται καλύτερα στις συνθήκες των αγώνων. Στην πρώτη του «γεμάτη» σεζόν με την ομάδα (59 συμμετοχές, 14 γκολ) την βοήθησε να φτάσει στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, επίσης για πρώτη φορά μετά το Μόναχο. Ήταν ήδη «θρύλος» και άρχισε να γνωρίζει πρωτόγνωρη αποθέωση σε ηλικία μόλις 19 ετών...

image

ΕΚΑΝΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΠΑΣΜΠΙ

Την επόμενη χρονιά (’65 - ’66) σκόραρε για πρώτη φορά και μάλιστα δις σε ευρωπαϊκό αγώνα, στο Ντα Λουζ απέναντι στη Μπενφίκα. Τα πορτογαλικά media του έβγαλαν παρατσούκλι, «O Quinto Beattle», δηλαδή ο πέμπτος Μπιτλ. Αλλού τον αποκαλούσαν «Belfast Boy», Αυτό ήταν: είχε ήδη γίνει ο αγαπημένος των ΜΜΕ κι αυτό μόνο καλό δεν μπορούσε να είναι, ειδικά μετά τη «γλύκα» της αρχής... 1967, άλλο ένα πρωτάθλημα, 10 γκολ σε 45 παιχνίδια. 1968, 28 γκολ στο πρωτάθλημα, όμως και ήττα απ’ τη «μισητή» Σίτι στο Ολντ Τράφορντ και ο τίτλος δεν ντύθηκε στα «κόκκινα». Μικρό το κακό όμως. Ό,τι θα ακολουθούσε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών αρκούσε για να τον καθιερώσει στους «θρύλους» της ομάδας. Έτσι κι αλλιώς είχε δείξει με τα κατορθώματα του πως ήταν περίπου «Μεσσίας», σε μια κατά τ' άλλα σπουδαία βεβαίως ομάδα, αλλά βαριά τραυματισμένη, που έψαχνε τον τρόπο να ξανανεβεί εκεί, απ' όπου ο θάνατος την είχε ρίξει: απ' την κορυφή.

«Είναι το κεντρικό πιόνι σ΄ένα σκάκι - ένας παίκτης γεμάτος φαντασία, ένας ποδοσφαιριστής που με τη μαγεία του δημιούργησε κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα απίστευτο καπρίτσιο της μοίρας!». Αυτοί ήταν οι χαρακτηρισμοί που επεφύλασσαν οι «Times» του Λονδίνου, μετά την πρόκριση της Γιουνάιτεντ στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών επί της πολωνικής Γκόρνικ Ζάμπρζε. Στους «4» βρίσκεται απέναντι στη Ρεάλ, όπου ο Μπεστ σκοράρει και της δίνει τη νίκη στην Αγγλία, πριν την ασίστ του στον Μπιλ Φουλκς στο 3-3 του Μπερναμπέου, με το οποίο η πρόκριση στον τελικό 10 χρόνια μετά τα κλάματα και τον οδυρμό του Μονάχου ήταν γεγονός.

Πριν τον τελικό με τη Μπενφίκα στο Γουέμπλεϊ, ο Μπεστ χαλάρωσε περνώντας το βράδυ της παραμονής με μια κοπέλα που δεν είχε ξαναδεί. Στον τελικό, όντας πια στην παράταση (1-1), κάνει μια απίστευτη κούρσα, προσποιείται στον τερματοφύλακα, τον ρίχνει κάτω και σπρώχνει τη μπάλα στα δίχτυα. Δυο γκολ ακόμα «γράφουν» το 4-1 και στέλνουν τον Ματ Μπάσμπι, τους παίκτες και τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ στον «ουρανό» για να πανηγυρίσουν μαζί με τον Ντάνκαν Έντουαρντς, τον Έντι Κόλμαν, τον Τόμι Τέιλορ και τους υπόλοιπους που έχασαν τη ζωή τους στις 6 Φεβρουαρίου 1958, και για τους οποίους ο επιζών Μπάσμπι πάλεψε για να τους αφιερώσει την κορυφή στην οποία δεν πρόλαβαν να φτάσουν όπως και όσες φορές θα μπορούσαν.

Τότε ο Μπεστ πήρε τη «Χρυσή Μπάλα». Την επόμενη χρονιά (55 συμμετοχές, 22 γκολ), μαζί με τον Λο και τον Τσάρλτον έφτασαν στην κατάκτηση του 11ου τίτλου του Μπάσμπι πριν αποσυρθεί, όμως είδε και την «κατηφόρα» που απλωνόταν μπροστά του.

image

ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ

«Αφήστε τον ήσυχο. Μην του δίνετε οδηγίες. Το παιδί είναι ξεχωριστό»! Αυτή ήταν η άποψη του Μπάσμπι για τον Μπεστ, καθώς και η συμβουλή του στον Γουίλφ ΜακΓκίνες, όταν αποσύρθηκε - προσωρινά- το 1969 και του παρέδιδε τον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η ομάδα έπρεπε να προπονείται για να μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο μ' αυτόν, ώστε να καταφέρουν «θαύματα». Ο ίδιος πίστευε πως «ώρες - ώρες εγώ κουβαλάω ολόκληρη την ομάδα στο γήπεδο». Σ' αυτά, που τελικά συντελέστηκαν, ο ρόλος του Georgie ήταν εξέχων. Πλέον όμως τα κατορθώματα του ερχόντουσαν παράλληλα με τις ατασθαλίες της άστατης αυτοκαταστροφικής ζωής.

Πράγματι όμως ήταν ξεχωριστός: 23 γκολ τη σεζόν ’69 - ’70, έξι μαζεμένα μάλιστα απέναντι στην Νόρθάπτον Τάουν. Στο έκτο πάλι «ξάπλωσε» τον τερματοφύλακα Κιμ Μπουκ και περπάτησε με τη μπάλα μέσα στο τέρμα. «Ήταν πολύ καλός για μένα», παραδέχθηκε ο Μπουκ. Γι΄αυτή τη βραδιά τιμήθηκε στη Ντάουνινγκ Στριτ απ’ τον πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον, που ήταν δεδηλωμένος θαυμαστής του. 22 γκολ τη σεζόν ’70-’71, 27 την αμέσως επόμενη, όμως τα τρόπαια έπαιρναν διαφορετικό δρόμο απ’ αυτόν που οδηγούσε στο Ολντ Τράφορντ. Ο Μπεστ όμως άλλαζε, όντας τόσο ξεχωριστός απ' τους άλλους, που σε μερικές στιγμές έδινε την εντύπωση πως παίζει μόνος του: απ' το 1971 οι αποβολές ήταν σε εβδομαδιαία βάση, μέχρι που το Δεκέμβριο η FA τον τιμώρησε με χρηματικό πρόστιμο και η διοίκηση της Γιουνάιτεντ με «καμπάνα» δυο εβδομάδων, γιατί έχασε το τρένο για το Στάμφορντ Μπριτζ και τον αγώνα με την Τσέλσι, καθώς είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ με την πασίγνωστη ηθοποιό, Σινέντ Κιούσακ. Τον Ιανουάριο του 1972 αποβλήθηκε στον αγώνα με την Τσέλσι και δεν εμφανίστηκε στην προπόνηση για μια ολόκληρη εβδομάδα, την οποία αφιέρωσε στην Μις Μεγάλη Βρετανία 1971, Καρολίν Μουρ και στα «ποτάμια» ουίσκι, σαμπάνιας, τζιν και κρασιού τα οποία συνόδευαν την παρέα της...

«Ήμουν ένας νεαρός άνδρας, αγαπούσα τη ζωή και τη ζούσα μέχρι τα άκρα. Κέρδιζα πάρα πολλά λεφτά, έκανα κάτι που αγαπούσα, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο, έμενα στα καλύτερα ξενοδοχεία, μετά τα παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα μπορούσα να έρχομαι στο Λονδίνο για να χαλαρώνω, να βρίσκω κανένα μ**νί και να περνάω καλά, οπότε νόμιζα πως έτσι είναι η ζωή!», όπως θα έλεγε αρκετά αργότερα σε συνέντευξη του στο ραδιόφωνο του BBC...

Τη σεζόν 1972 - 1973, ενώ είχε ανακοινώσει την απόσυρση του απ' το ποδόσφαιρο στα 26 του, τελικά το μετάνιωσε. Εμφανίστηκε ξανά στο Ολντ Τράφορντ, έφτιαξε κλίκα με τους παλιούς και δεν μίλαγαν στους νέους, λιγότερο ταλαντούχους παίκτες. Η ομάδα έπαψε να τον υπολογίζει και τον έβαλε στη λίστα παικτών προς πώληση για 300.000 λίρες. Ο Μπεστ εξαφανίστηκε για όλο τον Δεκέμβρη και πήγε στο Λονδίνο, όπου κάθε μέρα γυρνούσε από το ένα κλαμπ στο άλλο μεθυσμένος. Γύρισε στο Μάντσεστερ, όμως δεν ησύχαζε με τίποτα. Επανήλθε σε κανονικούς ρυθμούς προπόνησης τον Απρίλιο, όμως περισσότερες ώρες πέρναγε στα μπαρ παρά στο σπίτι του ή στο γήπεδο. Άλλωστε παραδέχθηκε ζωντανά σε εκπομπή πως «πολλά πράγματα και κυρίως το ποτό δεν μου επέτρεπαν να είμαι σε καλή φυσική κατάσταση»...

Αγωνίστηκε για τελευταία φορά με τα χρώματα της Γιουνάιτεντ κόντρα στην ΚΠΡ την Πρωτοχρονιά του 1974 στο Λόφτους Ρόουντ, όπου οι «κόκκινοι διάβολοι» έχασαν με 3-0. Ο αγανακτισμένος Ντόχερτι, που είχε αναλάβει προπονητής, τον έδιωξε απ' την ομάδα, αφού εμφανίστηκε μεθυσμένος στην προπόνηση μετά από 3 μέρες! Στο τέλος της σεζόν '73 - '74, όταν η Μάντσεστερ βίωνε έναν εξευτελιστικό υποβιβασμό στη δεύτερη Εθνική, η αστυνομία συλλάμβανε τον Μπεστ για κλοπή της γούνας, του διαβατηρίου και του μπλοκ επιταγών της Μάρτζορι Γουάλας, που ήταν η καινούργια του «παρέα».

Φεύγοντας απ' τη Γιουνάιτεντ το 1974 ουσιαστικά εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο. Έπαιξε στα πέρατα της γης, απ' τη Νότια Αφρική στη Σκωτία κι απ' το Μεξικό στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ, με «οδηγό» τα χρήματα που θα του εξασφάλιζαν πολύ ουίσκι, αναρίθμητες γυμνές πανέμορφες γυναίκες και ξέφρενα γλέντια σε ακόλαστα πάρτυ, τα οποία διαδεχόντουσαν μεθυσμένα πρωινά μακριά απ' τα γήπεδα της προπόνησης. Μέχρι το 1984, όταν αποσύρθηκε σε ηλικία 37 ετών, ποτέ ξανά δεν θα ήταν ο εαυτός του...

image

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ

«Γεννήθηκα με ένα σπουδαίο χάρισμα κι μ' αυτό καμιά φορά έρχεται και μια αυτοκαταστροφική τάση. Όπως ήθελα, κάθε φορά που έβγαινα στο γήπεδο να κατατροπώσω όποιον έβρισκα μπροστά μου, έτσι ένιωθα την υποχρέωση να τους κατατροπώσω όλους όταν βγαίναμε για να πιούμε».

Ο Μπεστ είχε γίνει ο πρώτος ποδοσφαιριστής που απασχολούσε παράλληλα τα ταμπλόιντ που κουτσομπόλευαν όσα συνέβαιναν στην σόου - μπίζνες. Λάμβανε περισσότερα από 1000 γράμματα θαυμαστριών κάθε βδομάδα. Ό,τι φορούσε ήταν μόδα, οι συλλλεκτικές φιγούρες, οι φανέλες του, οτιδήποτε είχε να κάνει μ' αυτό γινόταν ανάρπαστο. Όλα αυτά αρκούν ακόμα και σήμερα, που τόσα ξέρουν και τόσα ακούνε εκκολαπτόμενοι αστέρες για να προσέχουν την καριέρα τους και να μην παίρνουν τα μυαλά τους «αέρα». Εκείνη την εποχή όμως, για τον Μπεστ, ήταν αδύνατο να διαχειριστεί τόση φήμη και δόξα. Ήταν ένα σεμνό παιδί απ' το Μπέλφαστ και ήθελε μόνο να παίζει ποδόσφαιρο. Σύντομα κατάλαβε πως μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα , εξίσου ή και πιο όμορφα. Είχε την εμφάνιση, είχε τα χρήματα, ήταν ένας χαρακτήρας απ' αυτούς που όλες οι γυναίκες θα ήθελαν δίπλα τους, μέχρι να τον δουν να παίρνει «αλλιώς» τις στροφές και να τις χτυπάει, να τις κακομεταχειρίζεται... Αυτό καταγγέλλει η δεύτερη γυναίκα του, Άλεξ Πέρσεϊ, την οποία παντρεύτηκε το 1995 και χώρισε το 2004. Εκείνη ήταν που στο βιβλίο της, με τίτλο «Bestie», αποκάλυψε πως ο Μπεστ άσκησε βία πάνω της παραπάνω από μια φορά, όπως έκανε και με όλες τις γυναίκες με τις οποίες είχε ερωτικές επαφές παράλληλα ή προηγουμένως στη ζωή του, όπως επίσης και ότι είχε συλληφθεί για σεξουαλική παρενόχληση εις βάρος μιας σερβιτόρας...

Αλκοολικός στο μεγαλύτερο διάστημα της ενήλικης ζωής του, δίχως να μπορεί να ελέγξει τη δόξα και τη λατρεία που ολόψυχα του πρόσφεραν οι «μαγεμένοι» απ' όσα έκανε στο γήπεδο. Μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε κι αυτό έκανε: τις είχε όλες. Μπορούσε να πίνει λίτρα ουίσκι και δεκάδες μπύρες στην καθισιά του κι αυτό έκανε: επινε τα «πάντα». Κυρίως μετά τη Γιουνάιτεντ πήρε για τα καλά την «κάτω βόλτα». Το 1984 έκανε Χριστούγεννα στη φυλακή, λόγω οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ. Το 1990 εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή «Wogan» του BBC μεθυσμένος σε σημείο που παραπατούσε, μπέρδευε τα λόγια του κι επαναλάμβανε προς τον παρουσιαστή «Τέρι, μου αρέσει πολύ να γαμάω!».

Τον Μάρτιο του 2000 ο Μπεστ διαγνώστηκε με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια. Το 2002 έκανε μεταμόσχευση, όμως το 2003 είχε εγκλωβίσει πάλι τη ζωή του σε ένα μπουκάλι κρασί. Το 2004 συνελήφθη πάλι να οδηγεί μεθυσμένος, κάτι που του στέρησε το δίπλωμα για 20 μήνες. Ήταν εμφανώς εκτός ελέγχου, σ' ένα βούρκο απ' τον οποίο ουδείς μπορούσε να τον βγάλει.

image

ΗΤΑΝ ΜΟΛΙΣ 59 ΕΤΩΝ

Συνέχιζε να πίνει ασταμάτητα. Το μόσχευμα πλέον είχε απορριφθεί απ' τον οργανισμό του, ενώ πλέον είχε πρόβλημα με τα νεφρά του. Αρχές Οκτώβρη του 2005 μπήκε στο νοσοκομείο, απ' όπου έδωσε μια φωτογραφία στη δημοσιότητα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «News of the World» με τον ίδιο ξαπλωμένο στο κρεβάτι, συνοδευόμενο για τις επιπτώσεις του αλκοολισμού και με το μήνυμα «μην πεθάνετε σαν εμένα». Η καρδιά του Μπεστ σταμάτησε να χτυπά σαν σήμερα, 25 Νοεμβρίου 2005, από πολλαπλή οργανική ανεπάρκεια.

Σύμπας ο ποδοσφαιρικός κόσμος τον αποχαιρέτησε αποθεώνοντας το ταλέντο του. Ο Μαραντόνα παραδέχθηκε ότι ο Μπεστ τον ενέπνεε όταν ήταν νέος, ο Καντονά ευχήθηκε όταν πεθάνει να του έχει φυλάξει «θέση» στην ομάδα του ο Μπεστ, όχι ο Θεός. Ο Πελέ και ο Κρόιφ υποκλίθηκαν στην προσωπικότητα του «Belfast Boy». Στον πρώτο αγώνα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά το θάνατο του, υποδεχόταν τη Γουέστ Μπρομ, κόντρα στην οποία είχε κάνει ντεμπούτο. Εκεί, ο Μπόμπι Τσάρλτον, ο γιός του Μπεστ, Κάλουμ, παλιοί του συμπαίκτες και παίκτες των φιλοξενούμενων που τον είχαν αντιμετωπίσει στο ντεμπούτο του πήγαν στο κέντρο του γηπέδου μαζί με τους παίκτες του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον και τήρησαν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του.

Στην κηδεία του, στις 3 Δεκεμβρίου (που μεταδόθηκε ζωντανά απ' το BBC One), πατεράδες πήραν μαζί τα παιδιά τους για να τους διηγηθούν τις ιστορίες του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Μπέλφαστ και μόλις έφτασε στο αεροδρόμιο, που αργότερα πήρε το όνομα του, επικρατούσε ήδη το αδιαχώρητο από 100.000 Βορειοϊρλανδούς. Κασκόλ της Εθνικής Ιρλανδίας, σημαίες, λουλούδια, πανό με σύνθημα το περίφημο «Maradona good, Pele better, George Best», παιδιά απ' τις ακαδημίες της Κρέγκαφ Ρέιντζερς, της πρώτης του ομάδας ως πιτσιρικάς, ακολούθησαν τη νεκρώσιμο ακολουθία εν μέσω βροχής. Η οπαδός Ανόνα Μάτσετ ήταν εκεί για τον σύζυγο της: «Ο άντρας μου, Έρνεστ έχει πεθάνει, όμως αν ζούσε, όπου κι αν βρισκόταν, θα ταξίδευε για να έρθει στην κηδεία του Μπεστ. Ήταν τέτοιος θαυμαστής του, που επέλεξε το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ να σπουδάσει, μόνο και μόνο επειδή ο Τζορτζ έπαιζε τότε στη Γιουνάιτεντ»!

image
image

ΑΤΑΚΕΣ

Ίσως είναι κοινότυπο, ίσως απλά να πρόκειται για λόγια που πασπαλίστηκαν με λίγη απ' τη «χρυσόσκονη» όλης της ζωής του Georgie. Η αλήθεια είναι πως μέσα απ' τα λόγια του έρχεσαι λίγο πιο κοντά στον τρόπο σκέψης του. Γίνεται ελάχιστα πιο κατανοητός, είναι σαν να τα ακούς ζωντανά και καταλαβαίνεις αυτό που λένε, πως «οι άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν τον κόσμο να γελάσει είναι αυτοί που έχουν βιώσει έντονα πόνο και δυστυχία.

«Σταμάτησα να πίνω. Αρχικά, όταν κοιμάμαι», σχολίαζε λοιπόν σε τόνο black humor, όταν ρωτήθηκε, μεγάλος πια, αν μπορεί να διαχειρίζεται τον εθισμό του στο αλκοόλ. Δεν ήταν όμως ο μόνος εθισμός που είχε στη ζωή του. Το ποδόσφαιρο είχε ίση αξία στην κλίμακα που τα μέτραγε, κάνοντας τον να λέει πως «θα αντάλλαζα όλη τη σαμπάνια που έχω πιεί στη ζωή μου με ένα παιχνίδι στο πλευρό του Έρικ Καντονά στο Ολντ Τράφορντ» και να (φαίνεται πως) το εννοεί απολύτως.

Βέβαια, όποιος διατηρεί τις αμφιβολίες του για το παραπάνω, ίσως κάνει και καλά, αν θυμηθεί τον Μπεστ να παραδέχεται πως πράγματι, «το 1969 προσπάθησα να κόψω το ποτό και τις γυναίκες και τα κατάφερα. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου»! Η υπερβολή είναι εκεί για να καταδείξει σε μια φράση όλη την ψυχοσύνθεση ενός αρτίστα του ποδοσφαίρου, που διάλεξε για αιώνιους συντρόφους τα φαντάσματα που τον κατέστρεφαν. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά: «Έδωσα πάρα πολλά λεφτά σε ποτά, γυναίκες και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα». Συγκεκριμένα για τις γυναίκες, με το χιούμορ που τον διέκρινε, είχε πει: «I used to be missing a lot - Miss Canada, Miss United Kingdom, Miss World»! Για το αγαπημένο του αλκοόλ, όταν, κληθείς να σχολιάσει την εξέλιξη της μετάγγισης αίματος που έκανε μετά τη μεταμόσχευση ήπατος, σχολίασε: «Ήμουν μέσα για 10 ώρες και ήπια 40 pints. Έσπασα το προηγούμενο ρεκόρ μου για 10 λεπτά»!

Κι αν ο ίδιος ήταν αμφιλεγόμενος, σαν προσωπικότητα, αντίστοιχα δύσκολο ήταν για τους άλλους να του δίνουν συμπαθείς: «Ο Κέβιν Κίγκαν; Είναι πάρα, πάρα, μα πάρα πολύ τυχερός, που κατάφερε να παίξει ποδόσφαιρο και να γίνει γνωστός στο σπορ σε μια εποχή που υπήρχε σοβαρή έλλειψη προσωπικοτήτων»! Συνολικά, απέναντι στη Λίβερπουλ, μόνο «καλοσύνες» είχε να ξεστομίσει: «Αν με βάζατε να διαλέξω ανάμεσα στο να ντριμπλάρω 5 παίκτες και να σκοράρω απ' τα 40 μέτρα μέσα στο Άνφιλντ, ή να πηδήξω την Μις Κόσμος, θα δυσκολευόμουν πολύ να απαντήσω. Ευτυχώς, τα έχω κάνει και τα δυο»! Για τον Μπόμπι Τσάρλτον, με τον οποίο αγωνίστηκαν πλάι - πλάι για καιρό στους «κόκκινους διαβόλους», ερχόμενοι όμως σε τέτοια ρήξη προς το τέλος, που ο Βορειοϊρλανδός δεν παρευρέθηκε στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που διοργάνωσε η Μάντσεστερ για να τον τιμήσει: «Θα ήταν απίστευτα υποκριτικό αν ερχόμουν, αφού κι εγώ, κι εκείνος κι όλοι θα ήξεραν πως δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτα»!

Ή για τους παίκτες της Άρσεναλ επί Αρσέν Βενγκέρ, όταν στην περίφημη «Μάχη του Μπουφέ», μετά τη νίκη της Γιουνάιτεντ στις 24 Οκτωβρίου 2004 επί των «κανονιέρηδων» στο Ολντ Τράφορντ, με την οποία τερματίστηκε το αήττητο σερί των 49 νικών, ο Σέσκ Φάμπρεγας είχε πετάξει πίτσα (!) προς τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσόν και ο Αρσέν Βενγκέρ είχε καταφερθεί με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του Φαν Νίστελρόι: «Έτσι κάνουν τα παιδιά- πετάνε φαγητό. Εμείς όμως δεν έχουμε μάθει να κάνουμε έτσι, δεν είναι μάχη αυτό. Εμείς είμαστε αληθινοί άντρες. Στην εποχή μου, θα τους είχαμε δέσει σαν τα λουκάνικα»!

Έλεγε ό,τι ήθελε, γιατί, εκτός του ότι δεν τον ένοιαζε τι θα πουν οι άλλοι, πίστευε βαθιά πως το επώνυμο του τον χαρακτήριζε: ήταν ο καλύτερος, γιατί να φοβηθεί;

image
image
image
image
image
image
image
image
image
image
image
image
image