Γιάννης Τσαρούχης: Ανάμεσα σε χειμώνες και καλοκαίρια

Γιάννης Τσαρούχης: Ανάμεσα σε χειμώνες και καλοκαίρια

Gazzetta team

Η αναζήτηση του στο Διαδίκτυο τον βρίσκει προφυλαγμένο στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη και στη σιγουριά των δικών του συμπερασμάτων, αποφθεγμάτων. Αν θες να βρεις εικόνες του -όχι τους πίνακες του- θα τον δεις δίπλα στον Κουν, τον Μινωτή, την Κάλας, τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τον Χατζιδάκι... Κι αν τον δεις μόνο του, θα δεις τη μελαγχολία, την αποφασιστικότητα, την κούραση, τη σοφία που κέρδισε πριν του τη δώσει ο χρόνος. Πάνω απ' όλα όμως θα δεις αγίους και “αγίους”, τον άγιο Σεβαστιανό και τους άντρες, ευλογημένους και καταραμένους από το κάλλος, στα καφενεία, με τη στολή του ναύτη, στρατιώτες, αγνούς έφηβους με καθαρό βλέμμα. Ο ερωτισμός του Καβάφη στη στενάχωρη αλήθεια του Τσαρούχη. Ο Τσαρούχης που ήταν ο Έλληνας του 20ου αιώνα και δεν ενσάρκωνε το δισυπόστατο που δημιουργήθηκε μετά την Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του '21, αλλά το είχε απέναντι του και επέλεγε ποιο θα ακολουθήσει. Επαναστάτης. Κλασικός. Δύση. Ανατολή. Φουστανέλα. Κοστούμι. Πρόοδος. Συντήρηση. Γι' αυτό και ήξερε πάντα τι θα πει, πώς θα το πει και δεν νοιαζόταν για συνέπειες, αντιδράσεις, απαντήσεις. Από μικρό παιδί ζωγράφιζε και τα χρώματα είχαν ταυτότητα ελληνική, καθαρότητα, ενταγμένα στο αστικό τοπίο. Ένας δικός μας Αντρέι Ρουμπλιώφ, ένας Δομίνικος Θεοτοκόπουλος μέσα από τα βιώματα της δύσκολης, ανελέητης, καθημερινότητας, μέσα από το βρεγμένο χώμα και τις αυλές με το γιασεμί, με αύρα θαλασσινή και αέρα καθαρό, αμόλυντο…

image

Τα σπίτια, τα μαθήματα, οι μεγάλες εκθέσεις

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στο Πασαλιμάνι. Ο τόπος, που μεταφέρεται σε μικρότερες διαστάσεις φυσικά, έχει σημασία στη ζωή του γι' αυτό και αυτοβιογραφούμενος αναφέρεται στα σπίτια του. Σ' εκείνο που έζησε με τους γονείς του, στο άλλο της θείας του, στο σπίτι που μετακόμισαν αργότερα, στο σπίτι της Κηφισιάς, της Ερμού, της Κυψέλης, του Κολωνακίου, του Παρισιού... Είναι τα σπίτια με το ειδικό περιβάλλον που βάζει στα έργα του. Από μικρός παίρνει μαθήματα από ζωγράφο ειδικευμένο σε παιδιά, ξέρει τα μωσαϊκά στο Δαφνί, δουλεύει με νεροχρώματα τοπία, νεκρές φύσεις και κτίρια και από το 1928 είναι σπουδαστής της ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τους Θωμόπουλο, Ιακωβίδη, Γερανιώτη, Μπισκίνη, Βικάτο. Εκθέτει στο “Άσυλο Τέχνης ως ασπούδαχτος και εκεί γνωρίζει τους Πέτρο Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά, Στρατή Δούκα, Αγγελική Χατζημιχάλη, με την οποία συνδέεται με στενή φιλία και μέσω εκείνης έρχεται σε επαφή με το Λύκειο των Ελληνίδων. Συνδέεται επίσης με την Έλλη Παπαδημητρίου που διευθύνει το κατάστημα “Λαϊκή Τέχνη” και σχεδιάζει για εκείνη αντικείμενα λαϊκού πολιτισμού που θα δοθούν στους τεχνίτες για υλοποίηση. Επίσης, κάνει παρέα με την Εύα Σικελιανού, τον Σωτήρη Σπαθάρη, που του μαθαίνει τα μυστικά της ψαρόκολλας, ενώ ένας καρβουνιάρης από το Αϊβαλί του μαθαίνει πλάγιο τόνο στην ψαλτική. Το 1932 γράφεται στο εργαστήριο του Κώστα Παρθένη, όπου εκεί μιλούν για τη μοντέρνα τέχνη και τον Σεζάν, ενώ ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος του γνωστοποιεί τη δουλειά του Ματίς, τον οποίο θα λατρέψει. Παράλληλα, για πολλά χρόνια είναι μαθητής του Κόντογλου, τον οποίο απορρίπτει ολοκληρωτικά, το 1934, διότι ο Τσαρούχης θέλει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού, ενώ ο Κόντογλου διακατέχεται από τη μανία της αγιογραφίας και την απεικόνιση δραματικών θεμάτων. Τον ίδιο χρόνο συνεργάζεται με τον Κουν για την “Ερωφίλη” του Χορτάτζη, γράφει σουρεαλιστικά ποιήματα επηρεασμένος από κείμενα του Νταλί και το 1935 φεύγει για το Παρίσι, για τον Πικάσο, τον Ματίς, τη μοντέρνα τέχνη.

Η πρώτη ατομική έκθεση γίνεται στην Αθήνα το 1938, σε ένα μαγαζί στην οδό Νίκης. Οι κριτικές διίστανται. Ζει μποέμικη ζωή, πουλά ενίοτε έργα και άλλοτε ζωγραφίζει καρέκλες, ενώ ουσιαστικά ζει από το θέατρο. Το 1953 υπογράφει συμβόλαιο με τον Ιόλα για να κάνει έκθεση στη Νέα Υόρκη. Αντί του Τσαρούχη, εκθέτει στον Ιόλα ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ενώ ως συνυποψήφιος με τον Μπουζιάνη και τον Κοντόπουλο για το βραβείο “Guggenheim” προτιμάται ο Μπουζιάνης. Το 1958 όμως εκθέτει με τον Μόραλη και τον γλύπτη Σώχο στο ελληνικό περίπτερο στην Μπιενάλε Βενετίας, αλλά κάνει και 200 κοστούμια (!) για την όπερα “Μήδεια” του Κερουμπίνι στην Όπερα του Ντάλας, όπου και αρχίζει μια στενή φιλία με τη Μαρία Κάλλας. Σταθμός στη δουλειά του η σχέση του με τον Τεριάντ, ο οποίος προσπαθεί να τον πείσει να ζωγραφίζει και μόνο. Θα βρεθεί ξανά στο Παρίσι στη διάρκεια της χούντας. Ζωγραφίζει τον “Μεγάλο Ναύτη”, τον Θεόφιλο ως Μεγαλέξανδρο, τις “Τέσσερις Εποχές” με μοντέλα γυναίκες, το “Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού”, το “Τσάμικος και Ζεϊμπέκικο”. Κάνει παρέα με την Ντε Νόμπιλι, σχεδιάζει κοστούμια και μαθαίνει την τεχνική του Βαν Εϊκ, την οποία τελικά δεν ακολουθεί. Γίνεται απολύτως φυτοφάγος. Οι μεγάλες εκθέσεις έρχονται στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, ενώ σκηνοθετεί και σκηνογραφεί τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη (1977) που παίζονται σε πάρκινγκ της οδού Καπλάνων. Το 1982 το σπίτι του στο Μαρούσι γίνεται ίδρυμα και το 1985 αρρωσταίνει από Πάρκινσον. Πεθαίνει το 1989.

νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται από το έργο του

image

“Έκανε τα πάθη του τέχνη”

Ο Τσαρούχης, όπως και κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται από το έργο του. Τα λόγια, γι' αυτόν, φίλων του είναι αναγνώριση, εγγύηση και διάδοση των όσων έφτιαξε, όρισε και πρόσφερε. Τρεις απ' αυτούς φιλοτεχνούν με απλά υλικά -λόγια- το πορτρέτο του ανθρώπου που τον αποκαλούσαν διδάσκαλο κι ας μην ακολουθούσε -όπως έχει πει ο ίδιος- ο κόσμος τα διδάγματα του. Δεν ήταν άγιος, κι ας τον περνούσαν για τέτοιον. Οι άγιοι ήταν μάρτυρες, αυτός δεν χρειάστηκε να το κάνει. Ήταν ο κόσμος όλος και τα κομμάτια του μας τα έδινε μέσα από την τέχνη και τη σοφία του. Οι Τάσος Ζωγράφος, Άσπα Στασινοπούλου, Άγγελος Σκούρτης, σε αυτή την ιδιαίτερη προσωπογραφία. Ο πρώτος μέσα από το βιβλίο “Βιογραφία Τάσου Ζωγράφου-Σκηνικό ζωής” (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα) και οι δύο μέσα από συνέντευξη στην Μαρία Μαραγκού.

Ο Τάσος Ζωγράφος, που έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνογραφία, έχοντας τελειώσει με την περιπέτεια της Μακρονήσου, καλείται ως βοηθός του Τσαρούχη από την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Τζαβαλά Καρούζο που θα ανέβαζαν στο θέατρο “Ντορέ” τους “Εκατομμυριούχους της Νάπολης” του Ντε Φιλίπο. Θυμάται ο Ζωγράφος. “Και λόγω Παπαθανασίου, Καρούζου, ιδεολογίας και εξοριών μου είπαν να πάω να δουλέψω. Επιχειρηματίας ήταν ο Ανδρέας Μαρουλίδης, γνωστός από το ΕΑΜ, δικός μας άνθρωπος. Όταν κάποτε τρόμαξα να πάρω τα λεφτά μου από αυτόν και είπα στον Τσαρούχη Α , ρε Γιάννη, είναι και αριστερός, γαμώ το, μου απάντησε Καλέ και η Ασφάλεια άνθρωποι είναι, λάθη κάνουνε. Ο Ζωγράφος λέει πως “σ' αυτή τη δουλειά έμαθα για πρώτη φορά επακριβώς τι είναι η σκηνογραφία. Ακριβώς ποια πρέπει να είναι η απόσταση του αντικειμένου που φτιάχνεις από τον θεατή. Ακριβώς τον ρόλο του αντικειμένου προκειμένου να εξυπηρετήσει το κείμενο. Να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Τα έμαθα όλα αυτά σε ένα έργο. Από τον Τσαρούχη”.

Από τη συνέντευξη της Άσπας Στασινοπούλου και του Άγγελου Σκούρτη, καλλιτεχνών, εικαστικών, σταχυολογούμε τις πιο “αποκαλυπτικές” για τον Τσαρούχη δηλώσεις. “Ναι, ήξερε τα πάντα, κατανοούσε και εκτιμούσε τους καλλιτέχνες ό,τι και αν έκαναν”. (Σκούρτης). “Νομίζω ότι ο Τσαρούχης ήταν ο πιο σύγχρονος από όλους τους καλλιτέχνες της γενιάς του γιατί έκανε τα πάθη του τέχνη”. (Στασινοπούλου). “Ήταν άνθρωπος που κουβέντιαζε πολύ και σε αντιμετώπιζε σαν ισότιμο, άσχετα ότι εκείνος ήξερε τόσα πολλά”. (Σκούρτης). “Το τεράστιο προσόν του Τσαρούχη ήταν ότι επέτρεπε στον εαυτό του να γοητευτεί από οτιδήποτε αξίζει, να είναι ευάλωτος”. (Στασινοπούλου). “Ο Τσαρούχης είναι η Ελλάδα που χάσαμε, ως συμπεριφορά, λιτότητα, απλότητα”. (Σκούρτης).

Ίσως η μορφή του αντηχεί τα “Τείχη” του Κ. Π. Καβάφη.

image

Προκλητική κειμενολεζάντα

Ο Τσαρούχης άγιος; Όχι βέβαια. Το στεφάνι κρέμεται σε τοίχο ραγισμένο. Ακουμπά -το στεφάνι- σε επιφάνεια που έχει το χρώμα του δέρματος, διάστικτη από καφεκόκκινες κηλίδες. Ο σκελετός του γεμάτος λουλούδια. Ποιος ξέρει ποιο χέρι τα τοποθέτησε. Ο ίδιος στέκεται από κάτω και μπροστά από τον τοίχο. Πίσω από τον δεξιό ώμο τρία φύλλα ξύλινα, βαμμένα πράσινο σκούρο, αυτό που αναμειγνύεται με το αδιαπέραστο μπλε. Το πουκάμισο του είναι σε αδιαπέραστο μπλε και το δεξί χέρι στα πλευρά σε ορθή γωνία. Ο Τσαρούχης και το κουρασμένο βλέμμα, το ανυπόμονο, αυτό που συστήνεται άμεσα και η έκφραση του σαν να ρωτάει “λοιπόν, ήρθα. Έχετε κάτι να μου πείτε;”. Δεν καταλαβαίνεις αν σε βρίσκει ή τον βρίσκεις. Αν είσαι εντός των τειχών ή εκτός. Αν τον συναντάς σε μυθιστορηματικό σκηνικό του Ταχτσή ή στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες του Ελύτη. Ίσως η μορφή του αντηχεί τα “Τείχη” του Κ. Π. Καβάφη. Ίσως ετοιμάζεται να εισέλθει στου παραδείσου τα συντρίμμια, ίσως εξέρχεται αυτών. Ποιος ξέρει. Θα μπορούσε να ναι σε διάλειμμα γυρισμάτων ταινίας του Φελίνι. Το πιο πιθανό να έχει βρεθεί εκεί που η Παναγία ψάχνει την άνοιξη της. Αυτός ψάχνει το κάλλος -εσωτερικό, εξωτερικό- του Ιησού στους ανθρώπους. Μόνο στους άνδρες υπάρχει. Άγιος ο Τσαρούχης; Όχι. Ποτέ. Απλώς τον πήραν γι' άλλον απ' αυτόν που ήταν πραγματικά: Ένα Μάης ανάμεσα σε χειμώνες και καλοκαίρια.

Οι πίνακες του τεκμήρια αλήθειας, αθωότητας, αμαρτίας!

image

Η καθημερινότητα ποζάρει για τον Γιάννη Τσαρούχη

Οι πίνακες του Τσαρούχη είναι τεκμήρια αλήθειας, αθωότητας και αμαρτίας! Αγία Τριάδα, ομοούσια και αδιαίρετη. Όταν κοιτάς του “άντρες του Τσαρούχη” τους βλέπεις γυμνούς, άνετους, εκτεθειμένους στην απέκδυση της ημέρας. Συνήθως είναι φαντάροι, ναύτες, κύριοι στα κασμίρια τους σφιγμένοι. Βλέπεις αγγέλους, αρσενικούς και όχι άφυλους. Μυθικά πλάσματα που σε κοιτούν στα μάτια, σε περιεργάζονται ανυστερόβουλα. Άγιοι Σεβαστιανοί με κοντό λευκό σορτσάκι και άρβυλα. Η αλήθεια είναι το φως και η σκιά που χρησιμοποιεί ο Τσαρούχης. Ο Τσαρούχης δεν ζωγραφίζει, εξομολογείται. Το αόρατο χώρισμα μεταξύ θεατή και του ίδιου του προσφέρει την απόσταση που χρειάζεται για ανυψώσει και να προστατέψει την ηδονή και το κάλλος των σωμάτων από την ευτέλεια. Του δίνει τον χώρο για να εκφραστούν οι άνθρωποι του δίχως άγχος, να ξαλαφρώσει η ψυχή τους. Η αμαρτία τους εκδηλώνεται ή θα εκδηλωθεί σε χρόνο ενεστώτα και η αθωότητα σε μέλλοντα. Ο Τσαρούχης γράφει πάνω σε κρύσταλλο και στερεώνει τη γραφή του με το βάρος που αφήνει το βλέμμα του στην επιφάνεια. Η γραμμή του είναι καθαρή και ο τρόπος που γεμίζει τον καμβά δίνει στα μοντέλα του τη δυνατότητα να κρατηθούν στην τραχιά επιφάνεια της πραγματικότητας. Στους πίνακες του δεν υπάρχει τίποτα το ιερό, παρά μόνο ταπεινότητα, νοσταλγία, κόπωση, μελαγχολία. Είναι το σημάδι της αντοχής στο πέρασμα του χρόνου, στις αναπόφευκτες, ευλογημένες κακουχίες, στα πάθη που δεν εκπληρώθηκαν ή ξοδεύτηκαν άδικα, είναι η παράδοση στον χρόνο και την εξέλιξη που βίαια σπρώχνουν τα πάντα μπροστά. Ο Τσαρούχης συμβάδιζε με την εποχή του, δεν ήθελε να είναι μπροστά απ' αυτήν. Όλα στο “τώρα” γίνονταν, εγγράφονταν... Ο Τσαρούχης φρόντιζε να πάρει το μέγιστο από τα χρώματα και τα σχήματα που του έδινε η καθημερινότητα και το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό. Τίποτα απ' όσα θα δεις στους πίνακες του δεν είναι ξένο. Υπάρχει στη συνείδηση μας, υπάρχει και πάντα θα ποζάρει για τον Γ.Τ. [Αυτά είναι τα αυθόρμητα λόγια, οι αυτόματες φράσεις-σκέψεις, ενός ερασιτέχνη θεατή του έργου του Γιάννη Τσαρούχη].

Ο Τσαρούχης δεν έχει όρια

image

Λόγια, εν δυνάμει απεικονιστικές στιγμές

Ο Τσαρούχης είναι σαν την έρημο, σαν τον ωκεανό: Δεν έχει όρια. Το έργο, τα λόγια, η στάση ζωής, το Όλον, είναι πεδίο που συνεχώς διευρύνεται. Συνεπώς, η λεπτομέρεια που αναλύουμε εδώ, μόνο με τα λόγια του μπορεί να ζωηρέψει και να μας αφήσει κάτι από το μοναδικό αποτύπωμα του. Το 1976 μίλησε στον Γιώργο Χρονά. Αφορμή “Οι Ποδηλάτες” (1936). Ο χρόνος έκανε τη σοφία του Γ.Τ λόγο αποφθεγματικό, δηλαδή άφθαρτο, αρυτίδωτο. Ορίστε μερικές προφορικές και εν δυνάμει απεικονιστικές στιγμές:

Με διέφερε πάντα η ομορφιά της ζωής που ξεχειλά και ξεπερνά μιαν αστεία ρομαντική μεταμφίεση. Ό,τι μπορούσε να με θυμώσει, όταν δούλευα στο θέατρο, στη ζωή με συγκινούσε και ήταν για μένα ένα αγαπητό θέμα.

Το σχέδιο και η ζωγραφική απ’ το φυσικό, μου έμαθαν σιγά σιγά πως ο άνθρωπος είναι ζώο γεωμετρικό και δεν μπορεί να πείσει τους άλλους παρά όντας γεωμετρικός.

Για να αποφύγουμε το ρατσισμό δεν αρκεί να φερόμαστε καλά στους κατώτερους λαούς αλλά ν’ αποφεύγουμε τους υπερβολικούς θαυμασμούς για τους κατώτερους λαούς και την υπερβολική περιφρόνηση για τον εαυτό μας. Όλοι οι λαοί μπορεί να είναι κατώτεροι και ανώτεροι και το πρόβλημα περιορίζεται στο ναχωμε το θάρρος να καθορίσουμε τι είναι ανώτερο και τι κατώτερο. Αυτό το θάρρος λείπει από την εποχή μας, χωρίς όμως να έχουνε εξαφανιστεί οι φανατισμοί για πράγματα ελάχιστα εξακριβωμένα.

Οι σωστές αρμονίες του χρώματος είναι ένα σίγουρο μέσο επιτυχίας στη ζωγραφική, αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτό που θεωρώ οπτική απάτη πρέπει να συνδυάζεται με το σωστό τόνο. Η συνύπαρξη των δύο μπορεί να μας οδηγήσει στην τέλεια ζωγραφική, στην αρχαία ελληνική όπως νομίζω. Αλλά και σε μια κακή ζωγραφική γεμάτη μάταιες δυσκολίες. Η ζωτικότης και η αξία ενός ζωγράφου έγκειται στο ν’ αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, αμέσως χωρίς να χάνει καιρό.

Δεν υπήρξα ένας σκηνογράφος επαγγελματίας όπως οι παλιοί της Αναγεννήσεως αλλά και μετά ως τον 19ο αιώνα. Άρχισα να ασχολούμαι με τη σκηνογραφία από 16 ετών. Δυο πράγματα με επηρρέασαν σ’ αυτό. Η παράσταση της Αϊντας στο Στάδιο από την Σαμπανιέβα και κυρίως το “Ξιφίρ-Φαλέρ” που κατά τύχη είδα σε τόσο μικρή ηλικία και ένας τεχνίτης που ήξερε ένα σωρό κόλπα πατροπαράδοτα και έβαζε πάνω απ’ όλα την τιμή του επαγγέλματος του που ήταν κι η τιμή του πολιτισμού.

Ευχαριστίες

Ευχαριστούμε το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη για την παραχώρηση της άδειας χρήσης στα έργα, τη φωτογραφία του Γιάννη Τσαρούχη όπως και αυτής του εργαστηρίου του. Η άδεια στα έργα αφορά αυτά με αρ. ευρετηρίου 578, 448, 687 και 1167. Οι εικόνες παρέχονται αποκλειστικά και μόνο για το αφιέρωμα του gazzetta.gr. Τα Πνευματικά δικαιώματα (Copyrights) ανήκουν στο Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.

Πηγές

-Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), λέσχη αθανάτων, “Ελευθεροτυπία” (2009)

-Περιοδικό “Οδός Πανός”, τχ. 45 (1989)