Το τρίτο στεφάνι: Στην αυλή των θαυμάτων

Το τρίτο στεφάνι: Στην αυλή των θαυμάτων

Gazzetta team

Η Ελλάδα κάποτε μεγάλωνε με αγιόκλημα, βασιλικό και... μπουγαδόνερα. Σε εσωτερική αυλή πρόχειρα χτισμένων σπιτιών. Σπιτιών... Τέλος πάντων. Ένα δωμάτιο, άντε δύο, κοινόχρηστη τουαλέτα και τα λόγια, οι ανάσες να μπλέκονται μεταξύ τους. Οι ματιές να διασταυρώνονται και την ίδια στιγμή να απωθούνται. Σε αυτό τον μικρόκοσμο, οι γυναίκες κυριαρχούσαν. Ζούσαν, αγωνιούσαν, προσδοκούσαν, φαντάζονταν πώς θα είναι το αύριο και δεν ξεχνούσαν ποτέ το χθες. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι σαν εύπλαστο σώμα. Καθετί την επηρέαζε. Καθετί τη διαμόρφωνε και άφηνε ανολοκλήρωτη τη μορφή της. Οι τροχοί της Ιστορίας πέρασαν με βία πάνω από το “κορμί” της και μόνο σκόνη, συντρίμμια, βρεγμένο χώμα και η συντροφιά των κοινών ανησυχιών έμενε στην καρδιά της. Η Ελλάδα πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν όσα έλεγαν οι γυναίκες μεταξύ τους και όσα έκαναν οι άντρες. Για μας που έχουν μεγαλύτερη σημασία οι γυναίκες γιατί αυτές θα μας πουν αυτά που έκανα οι άντρες. Απλά, άμεσα, με τη γλώσσα του μικροαστού που δεν ξέρει προς τα πού να τραβήξει, έτσι λαϊκά με όλα τα συναισθήματα του απλού ανθρώπου “φορτωμένα” στις λέξεις και τις φράσεις. Τότε, που ο γάμος και η επαγγελματική αποκατάσταση ήταν πάνω απ' όλα, ακόμη και από τον θάνατο. Τότε, θα μπορούσες να μπεις σαν τον κλέφτη στην αυλή των θαυμάτων και να ακούσεις την Εκάβη και τη Νίνα να σου διηγούνται πώς ζήσαμε, επιζήσαμε και πώς δεν θα σταματήσουμε ποτέ, μα ποτέ, να ονειρευόμαστε τον γάμο, τη σωτηρία μας. “Το τρίτο στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή είναι τα ιερά δεσμά της νεότερης Ελλάδας!

image

Στοιχεία ταυτότητας Κ.Τ

Το εν λόγω βιβλίο φέρει έντονο το αποτύπωμα του δημιουργού του. Το αν έκανε καλό αυτό ή όχι στην υποδοχή και την αποτίμηση του θα το δούμε παρακάτω. Ας δούμε όμως τα στοιχεία ταυτότητας του Κώστα Ταχτσή. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο συγγραφέας ήταν επτά ετών κι εκείνος μεγάλωσε με τη γιαγιά του στην Αθήνα. Αργότερα έγινε μεγάλη συζήτηση ότι από εκείνη δανείστηκε την περσόνα της Εκάβης. “Μεγάλωσα στην Αθήνα με μια βασανισμένη, μισότρελη γιαγιά που διαμόρφωσε καθοριστικά τον ψυχισμό μου”, έλεγε αργότερα σε συνεντεύξεις του.

Γράφτηκε στη Νομική αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1947 κατατάχτηκε στον στρατό και έφτασε στον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Κατόπιν εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Λούρου. Στο διάστημα 1954-1956 ασχολήθηκε με τα μαθήματα αγγλικών και μετά άφησε την Ελλάδα μέχρι το 1964. Όσα χρόνια έζησε στο εξωτερικό έκανε διάφορα επαγγέλματα: ναυτικός, βοηθός σκηνοθέτη, μάνατζερ, πωλητής σε εμπορικό και σιδηροδρομικός υπάλληλος. Ήδη είχε εμφανιστεί στα γράμματα από το 1951 με την ποιητική συλλογή “Ποιήματα”. Ακολούθησαν άλλες τέσσερις συλλογές με γνωστότερες τη “Συμφωνία του Μπραζίλιαν” (1954) και το “Καφενείο το Βυζάντιο” (1956). Αυτή την περίοδο γνωρίζεται και κάνει παρέα με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Ανδρέα Εμπειρικό, Γιάννη Τσαρούχη. Με τον τελευταίο υπήρχε σχέση αγάπης-μίσους. “Η γενιά μου έμαθε απ' αυτόν, μέσα από το φίλτρο της ιδιοσυγκρασίας και της ιδιοφυΐας του, όσα δεν προλάβαμε, λόγω ηλικίας, να μάθουμε από πρώτο χέρι”, θα πει αργότερα.

Πριν τη δικτατορία εντάσσεται στην παρέα του υπερρεαλιστικού περιοδικού “Πάλι” με τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Αλέξη Ακριθάκη, τον Γιώργο Μακρή, κ.α. Το ίδιο διάστημα εργάζεται ως διερμηνέας και κάνει τις μεταφράσεις του. Στη διάρκεια της χούντας υπογράφει τη “Δήλωση των 18” (διαμαρτυρία κατά της λογοκρισίας) και διώκεται. Το 1972 κυκλοφόρησαν “Τα ρέστα” και το 1979 μια συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων “Η γιαγιά μου Αθήνα”. Υπερασπίστηκε δημόσια τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, όντας ο ίδιος ομοφυλόφιλος και τραβεστί. Τον βρήκε νεκρό στο σπίτι του στον Κολωνό η αδελφή του στις 27 Αυγούστου 1988. Είχε στραγγαλιστεί. Η δολοφονία του δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

image

Η σιωπηρή αυτοτιμωρία μας

Λένε πως κάθε μεγάλος συγγραφέας έχει κι ένα έργο που τον συνοδεύει στο διηνεκές. Ο Τζόις τον “Οδυσσέα”, ο Κάφκα “Τη Δίκη”, ο Φώκνερ το “Η βουή και η μανία”, ο Ντοστογιέφσκι το “Έγκλημα και Τιμωρία”, ο Μπολάνιο το “2666”. Αλλά και Έλληνες, ο Καζαντζάκης με την “Ασκητική”, ο Παπαδιαμάντης με τη “Φόνισσα”, ο Ροϊδης με την “Πάπισσα Ιωάννα”, ο Ελύτης με τον “Άξιον Εστί”... Για τον Ταχτσή αυτό είναι “Το τρίτο στεφάνι”.

Τι σημαίνει όμως “τον συνοδεύει;”. Σημαίνει ότι είναι μέρος της ταυτότητας του. Όχι μόνο της λογοτεχνικής-καλλιτεχνικής, αλλά και της οντολογικής. Στην ουσία το εν λόγω έργο ορίζει το όλον του συγγραφέα. Είναι ο συγγραφέας. Η σύνδεση όμως έργου-δημιουργού, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι σχηματική. Ο Ταχτσής δεν παρουσιάζει (μόνο) κάτι νέο λογοτεχνικά-φιλολογικά, αλλά φέρνει στην επιφάνεια και κάτι “νέο” ιστορικά, κοινωνιολογικά. Οι ηρωίδες σύμβολα, η Εκάβη και η Νίνα, περιγράφουν τον βίαιο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, την αναμόρφωση και τον επαναπροσδιορισμό της. Οι δυο γυναίκες είναι όλοι αυτοί που έμειναν στη μέση της Ιστορίας και χωρίς να μετέχουν στη συλλογική αντίσταση, παρά μόνο να ξοδεύουν άσκοπα τον εαυτό τους στην ατομική υπεράσπιση του ατόμου (τους), άφησαν να περάσουν τα γεγονότα από πάνω τους. Όχι γιατί αποφάσισαν να παραιτηθούν ή να προδώσουν, αλλά γιατί δεν έμαθαν να έχουν άλλη στάση ζωής. Το έργο έρχεται σε αντίστιξη με τον Ταχτσή διότι ο ίδιος ήταν δραστήριος, “πάλευε” στη ζωή, δεν συμβιβαζόταν και υπερασπιζόταν με τον τρόπο του την ύπαρξη του και την ύπαρξη των άλλων. Σε αυτό το σημείο όμως συντελείται η αρμονία των δύο μερών του ίδιου ατόμου! Το βιβλίο που εκδόθηκε “ιδίοις αναλώμασι”, όπως αναγράφεται και στο εσώφυλλο, με δικά του έξοδα δηλαδή, ήταν όλα όσα υπάρχουν, προϋπάρχουν στον Ταχτσή, αυτά που έκαναν στην άκρη για να προχωρήσει τολμηρά ο ίδιος. Με “Το τρίτο στεφάνι” έδειξε την κρυμμένη πλευρά του, την κρυμμένη πλευρά μιας κοινωνίας που ήθελε (και ήταν) να δείχνει δυνατή. Με αυτό το έργο ο Ταχτσής αποκάλυψε την κρυμμένη, αδικαιολόγητη ενοχή μας, τη σιωπηρή αυτοτιμωρία μας.

τρέμω να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα με το Τρίτο στεφάνι

image

“Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι μου κόστισε αυτό το βιβλίο”

Το βιβλίο στηρίζεται σ' ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα τους και τα ήθη τους ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Αυτό ήταν που σοκάρισε και στάθηκε ως το πρωτοποριακό στοιχείο του έργου. Ποτέ πριν στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα μυθιστόρημα δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και τον βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης. Υπάρχουν, φυσικά, πάμπολλοι διάλογοι στη λογοτεχνία που αποτυπώνουν τον προφορικό λόγο των ηρώων. Όμως αυτοί αποτελούν απλά παρένθεση στην αφήγηση και χρησιμεύουν στο να ζωντανέψουν τη διήγηση και να προσδώσουν αληθοφάνεια στους ήρωες. [...]

Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένεια του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειες μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. “Που να μη λειώσουν τα κόκαλα σου!”, “Θου Κύριε φυλακήν των στόματι μου!”, κ.α. Στον Ταχτσή όμως οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα αλλά και το ταλέντο να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. Με την υπερβολή που διέκρινε και τον ίδιο αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θα αφήσει και τι θα κρατήσει από το υλικό του. Ο Ταχτσής είχε πει στον Μένη Κουμανταρέα, σχετικά με τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί συγγραφέας του ενός βιβλίου, πως “τρέμω να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα με το Τρίτο στεφάνι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι μου κόστισε αυτό το βιβλίο. Το έχω πληρώσει με τη μισή μου ζωή”.

image

Πίνακας της μεταπολεμικής κοινωνίας

Ο Ταχτσής δημιουργεί ένα καινοφανές ύφος που παραπέμπει σ' αυτό που κάποτε αόριστα αποκαλούμε ρωμιοσύνη. Έχοντας στα νιάτα του ταξιδέψει πολύ, κυρίως στην Αυστραλία και την Αμερική, και έχοντας μετέλθει ένα πλήθος βιοποριστικές δουλειές, μπορεί να δει καθαρότερα τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα των αστικών κέντρων, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Μέσα από έναν κλαυσίγελο αφηγείται πράγματα σοβαρά ακόμα και τραγικά με όπλο το πανταχού παρόν χιούμορ. Έχοντας ζήσει έξω, έχει αφομοιώσει του κώδικες της αγγλοσαξονικής πεζογραφίας, κυρίως της αμερικάνικης του 20ου αιώνα και τους εφαρμόζει με επιδεξιότητα στο ελληνικό περιβάλλον και πραγματικότητα. Έτσι μέσα από την κοινότοπη ιστορία δύο γυναικών, οι οποίες κινούν τα νήματα της μοίρας των αρσενικών, δίνει έναν πίνακα της μεταπολεμικής κοινωνίας με φλας μπακ στην εποχή των Βαλκανικών, της Μικρασίας και άμεσες αναφορές στην εποχή Μεταξά, την Κατοχή, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό τοπίο. Τα ιστορικά γεγονότα περνάνε μέσα από τη ζωή των ηρώων του κατορθώνοντας να απογειώσει τη ζωή αυτή σε συλλογικό δράμα. Μπαινοβγαίνουν νέοι της ΕΟΝ και της ΕΠΟΝ, ελασίτες, χίτες, φαντάροι του Αλβανικού, ταγματασφαλίτες, Εγγλέζοι αξιωματικοί, Νεοζηλανδοί, μαυραγορίτες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Ένας ιστορικός ή ένας κοινωνιολόγος μπορεί κάλλιστα ν' αντλήσει συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής των Νεοελλήνων, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Γκόγκολ ή ο Τολστόι μας μαθαίνουν την κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης, ο Φλωμπέρ τη γαλλική επαρχία, ο Μπαλζάκ το Παρίσι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το έπος της ανερχόμενης τάξης, αυτής που αργότερα βαφτίστηκε με το επίθετο “μικροαστική”. Όντας και ο ίδιος γόνος μιας τέτοιας οικογένειας είχε στα χέρια του ατόφιο το υλικό που το διαχειρίστηκε έξυπνα και βιωματικά, κατορθώνοντας αρκετές φορές να αρθεί πάνω απ' αυτό και να το δει μακροσκοπικά. Με μια τέτοια αρματωσιά διατηρεί ζωντανούς τους χαρακτήρες. Την Εκάβη, τη Νίνα, τον Δημήτρη, τον Θόδωρο, μπορούμε να τους μυριζόμαστε σαν να έχουμε φάει και κοιμηθεί μαζί τους.

image

Το έργο πήρε μαζί τον δημιουργό!

Ο Ταχτσής κέρδισε από “Το τρίτο στεφάνι” και “Το τρίτο στεφάνι” απ' αυτόν. Ίσως από τις ελάχιστες περιπτώσεις που το έργο, ενώ αυτονομείται γυρνά στον δημιουργό του. Σαφώς και όλα τα λογοτεχνικά (και όχι μόνο) έργα είναι βιωματικά. Άλλα σε μεγάλο και άλλα σε μικρότερο βαθμό. Εντούτοις, όταν το έργο ολοκληρώνεται, χαράζει τη δική του πορεία. Εδώ, όμως, το έργο πήρε μαζί τον δημιουργό και ο χρόνος δικαίωσε και τους δυο. Η επίδραση του βιβλίου ήταν τόσο ισχυρή στον Ταχτσή που τον “παγίδεψε” στο “σώμα” του. Η μοναδικότητα του όμως τον εκτόξευσε στο πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων κι ας έγινε συνώνυμο της ζωής του. Ακόμη και σήμερα “Το τρίτο στεφάνι” πρωτοπορεί, μια και το ύφος, η γλώσσα, ο κόσμος που ανέδειξε δεν τα βλέπεις στη σημερινή λογοτεχνική παραγωγή. Ναι, η γλώσσα των νέων λογοτεχνών είναι πιο αληθινή και δεν απέχει από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Μολαταύτα, η εποχή δεν της δίνει καμία ομορφιά, καμία γοητεία, εν αντιθέσει με αυτήν του Ταχτσή. Επιπλέον, ο Κ.Τ κατάφερε να περάσει την εποχή του στη σφαίρα της διαχρονικότητας, μια και έκανε τους ήρωες και την ιστορία τους τόσο καθημερινές που ξέφυγαν από το πλαίσιο της περιόδου που “γεννήθηκαν”. Ο Ταχτσής δεν ανέδειξε μόνο τη μεσαία-μικρομεσαία τάξη, αλλά κράτησε τη συμπεριφορά της όπως ήταν και την ενέταξε σε ένα μυθοπλαστικό καλούπι που μυρίζει γιασεμί, απορρυπαντικό και στέκεται γερά πάνω στην αγωνία της αποκατάστασης, της επιβίωσης.

-Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το επίμετρο του Μένη Κουμανταρέα στην νέα έκδοση “Το τρίτο στεφάνι” των εκδόσεων Γαβριηλίδη (2009) και το άρθρο της Όλγας Σελλά “Ο Κώστας Ταχτσής γοητεύει ακόμη” (εφ. “Καθημερινή”)