Τσάρλι Τσάπλιν: “Αλητάκος” για πάντα

Τσάρλι Τσάπλιν: “Αλητάκος” για πάντα

Τα φώτα της ράμπας σβήνουν. Το σκοτάδι “καταπίνει” τη σκηνή του θεάτρου, τη μεγάλη οθόνη του σινεμά, το προσκήνιο ενός μικρού κόσμου. Καθώς οι θεατές προχωρούν σιγά σιγά προς την έξοδο, ο χώρος αρχίζει να κομματιάζεται, καθίσματα, τοίχοι, πόρτες, όλα στον αέρα και στη δίνη της εξαφάνισης. Ματαιότητα. Χάος. Αναπόφευκτη θυσία στη λήθη, πέρασμα σε κάτι νέο, αδιάφορο, αποστειρωμένο, κενό περιεχομένου. Η διαδικασία αποθήκευσης αναμνήσεων ξεκινά από το μηδέν, μέχρι που ο τελευταίος άνθρωπος, λίγο πριν το άνοιγμα της πόρτας εξόδου, αισθάνεται κάποιον πίσω του. Σταματά και βλέπει τον τελευταίο ηθοποιό στη σκηνή, στο πανί του κινηματογράφου, να σκύβει και να μαζεύει την ψυχή που κατέθεσε πριν λίγο. Ο ιδρώτας, το αίμα, η σάρκα του, θα μείνουν για πάντα στο μικρό, σχεδόν αόρατο τμήμα του προσκηνίου και όταν τα φώτα της ράμπας ανάψουν ξανά, τότε μια συμπαγής, εκτυφλωτική, ασάλευτη στήλη φωτός θα καταλάβει τον χώρο που χάθηκε. Θα τον γεμίσει ξανά και το όνομα αυτού που είδε το τιμωρητικό γέλιο του χρόνου και της αδικίας των ανθρώπων, θα αντηχήσει παντού και θα “ντύσει” μια εποχή με το άφθαρτο είδωλο ενός “αλητάκου”. Κοντό, φθαρμένο καπέλο, μπαστούνι, φαρδύ παντελόνι, μεγάλα παπούτσια, μικρό μουστάκι, πονηρή ματιά κι ένα χαμόγελο που θα κάνει τον ήχο να σταματήσει. Ο μηχανισμός εγγραφής αξέχαστων στιγμών θα ξεκινά πάντα από το ένα, όχι το μηδέν. Τσάρλι Τσάπλιν, σε χαιρετούμε.

image

Η κοσμοθεωρία του έγινε εικόνα

Ο Τσάρλι Τσάπλιν πέθανε τα Χριστούγεννα του 1977. Στον ύπνο του. Ήρεμα, ειρηνικά, ανέφεραν τα ΜΜΕ. Οι “New York Times”σημείωναν ότι “έκανε το φιλμ μορφή τέχνης” συμπέρασμα που σίγουρα θα τον χαροποιούσε. Ο ανομολόγητος σκοπός κάθε αληθινού καλλιτέχνη. Η μοναδική φιλοδοξία που δικαιολογεί το αμάρτημα της ματαιοδοξίας και στην περίπτωση του Τσάπλιν ήταν υπέρμετρη. Αυτή τροφοδοτούσε το Εγώ του, αυτή οδηγούσε τις άοκνες προσπάθειες του να επιβάλλει τον εαυτό του στον κόσμο του θεάματος, αυτή τον εξύψωσε στην επικίνδυνη περιοχή της αλαζονείας και της φιλαυτίας, αυτή του χάρισε τελικά το μεγαλείο, την καλλιτεχνική αθανασία, την υστεροφημία.

Η εικόνα “είπε” πολύ περισσότερα υπό τις οδηγίες, τις εμπνεύσεις, τις διαταγές του. Η απουσία ήχου ήταν πρόβλημα αλλά και τύχη, πρόκληση. Εντούτοις, η φαντασία και το όραμα του κατάφεραν να το κάνουν κάτι ασήμαντο (ενώ δεν ήταν). Για τον Τσάπλιν δεν είχε σημασία η αμεσότητα του πλάνου, αλλά η κατάσταση μέσα στην οποία το δημιουργούσε. Όταν τον βλέπουμε στον “Χρυσοθήρα”, για παράδειγμα, να τρώει τα κορδόνια από το παπούτσι του, δεν είναι το αυθόρμητο που μας κάνει εντύπωση, ούτε το “εξωπραγματικό” της ενέργειας του. Είναι ο τρόπος που επιλέγει να σώσει τον ήρωα του από την πείνα. Την ίδια στιγμή που προκαλεί το γέλιο, προκαλεί τον θαυμασμό, τη συμπόνια, την έκπληξη, την ευρηματικότητα. Ο θεατής διασκεδάζει και γελά με τον τρόπο που ο “αλητάκος” χειρίζεται μια πολύ δύσκολη συνθήκη, με τον τρόπο που καταφέρνει να επιβιώσει. Ο ήχος, λοιπόν, ήταν περιττός. Η κίνηση, ο συγχρονισμός σώματος-συναισθήματος και η διατήρηση της αθωότητας στο βλέμμα, ήταν όλα όσα χρειάζονταν για να κινητοποιηθεί η κοσμοθεωρία του Τσάπλιν. Η κάμερα δεν ακινητοποιούσε (μόνο) την εικόνα, αλλά έδινε ζωή στη λεπτομέρεια της, στο κομμάτι εκείνο που δεν θα απελευθερωνόταν από το μυαλό του Τσάπλιν αν δεν ερχόταν μπροστά στον φακό.

image

“Θα φύγω απ' αυτή τη δουλειά”

Ο Τσαρς Σπένσερ Τσάπλιν γεννήθηκε το 1889. Τα παιδικά χρόνια στο Λονδίνο είχαν το μόνιμο άχθος της φτώχειας. Γιος ηθοποιού που αγωνιζόταν να επιβιώσει, βρήκε την πρώτη του αξιόλογη δουλειά στον χώρο της ηθοποιίας στα 14. Προηγούμενα είχε περάσει με επιτυχία από διάφορα music hall και το 1910 ταξίδεψε με τον θίασο του Φρεντ Κάρνο στις ΗΠΑ για περιοδεία τριών ετών. Ανάμεσα τους ήταν και ο Σταν Λόρελ (αργότερα θα γινόταν κωμικό δίδυμο με τον Όλιβερ Χάρντι) ο οποίος περιέγραφε αργότερα τα αστεία του Τσάρλι στο πλοίο:

“Ο Τσαρλς έβαλε το πόδι του πάνω στα κάγκελα του πλοίου, κούνησε έντονα το χέρι του προς την ξηρά, παρωδώντας ανάλογες δραματικές χειρονομίες, και δήλωσε Αμερική, έρχομαι να σε κατακτήσω! Κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί θα έχει το όνομα μου στα χείλη του. Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν!”

Η μεγαλαυχία, ο κομπασμός, του Τσάπλιν, σύμφωνα με τον Λόρελ, ήταν καλαμπούρι, ωστόσο η αίσθηση της αλήθειας που άφηνε σύντομα θα γινόταν πραγματικότητα. Το 1913, στη Φιλαδέλφεια, ο διευθυντής της εταιρείας έλαβε τηλεγράφημα από τους αντιπροσώπους των στούντιο “Keystone”. Ήθελαν τον Τσάπλιν, αλλά δεν ήξεραν το όνομα του! Έγραφαν “υπάρχει κάποιος με το όνομα Τσάφιν ή κάπως έτσι στην επιχείρηση σας;”.

Ο Τσάπλιν ενθουσιάστηκε με την αμοιβή του, καθώς θα έπαιρνε την εβδομάδα 150 δολάρια. Μολαταύτα, δεν ένιωθε το ίδιο και για τις ταινίες του στούντιο. Έγραφε στον αδερφό του Σίντνεϊ: “Σκέψου Σιντ, 35 λίρες την εβδομάδα δεν είναι παίξε γέλασε. Θέλω να δουλέψω έτσι πέντε χρόνια και μετά θα είμαστε ανεξάρτητοι για μια ζωή. Θα αποταμιεύω σαν τρελός”. Στον συνάδελφο του Τσέστερ Κόνκλιν ήταν ξεκάθαρος. “Θα φύγω απ' αυτή τη δουλειά. Νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι κάτι περισσότερο από μια μανία”. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια γι' αυτόν. Όχι μόνο θα έμενε στον χώρο του θεάματος, αλλά θα έφτιαχνε έναν αξέχαστο, διαχρονικό ήρωα.

image

Ένας “αλήτης” γεννιέται

Η ανακάλυψη που θα του χάριζε, καλλιτεχνικά, τα πάντα έγινε ένα μήνα μετά το συμβόλαιο με την “Keystone”. Μετά από ασταθές ξεκίνημα, αυθόρμητα, τυχαία, κάνει δικό του το κοστούμι του ηθοποιού Ρόσκο “Fatty” Άρμπυκλ. Φαρδιά παντελόνια, μικρό στενό σακάκι και το ημίψηλο καπέλο του πεθερού του. Τότε αποφάσισε να προσθέσει “ένα μικρό μουστάκι, το οποίο πίστευα ότι θα με μεγάλωνε (σ.σ ήταν 24 ετών) χωρίς να κρύβει την έκφραση μου”. Και συνεχίζει:

“Δεν είχα ιδέα για τον χαρακτήρα. Τη στιγμή όμως που ντύθηκα, τα ρούχα και το μακιγιάζ με έκαναν να νιώσω το άτομο που ήταν. Ξεκίνησα να το γνωρίζω και μέχρι να ανέβω στη σκηνή είχε γεννηθεί. Όταν βρέθηκα απέναντι στον Σένετ (σ.σ τον σκηνοθέτη) έπαιξα τον χαρακτήρα, βάδισα καμαρωτά, κούνησα το μπαστούνι και περπάτησα μπροστά του. Αστεία και κωμικές ιδέες περνούσαν από το μυαλό μου”.

Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Τσάρλι Τσάπλιν Τζούνιορ, είχε πει για τον “Αλητάκο”: “Απελευθερώθηκε από τα βάθη της ψυχής του πατέρα μου. Πραγματικά ήταν το άλλο εγώ του, το μικρό αγόρι που δεν μεγάλωσε ποτέ: κουρελιασμένο, παγωμένο, πεινασμένο, αλλά χωρίς να σταματά να κοροϊδεύει τον κόσμο”. [...] Ο Μπάστερ Κίτον (σπουδαίος ηθοποιός και ανταγωνιστής του Τσάπλιν) δήλωνε για την περσόνα του Τσάρλι: “Ο αλήτης του Τσάρλι κουβαλούσε τη φιλοσοφία του αλήτη. Αξιαγάπητος καθώς ήταν θα έκλεβε αν είχε την ευκαιρία. Ο δικός μου ήρωας ήταν εργαζόμενος και τίμιος”. Όπως και να χει οι φιλοδοξίες και οι ιδέες του Τσάπλιν απογειώθηκαν. Προσπάθησε να φτιάξει αστεία και μια ρουτίνα για τον χαρακτήρα του, όμως αντιλήφθηκε πως η παράσταση στις ταινίες δεν υπάρχει στην απομόνωση από τα κινηματογραφικά κάδρα, τον ρυθμό... γενικά απ' ό,τι συνθέτει μια ταινία. Έτσι, πήρε τον έλεγχο των ταινιών του. Έγινε σκηνοθέτης, σεναριογράφος και φυσικά αυτός που τις επεξεργαζόταν.

image

Από “Το χαμίνι” στα “Φώτα της ράμπας”

Ο Τσάπλιν γύρισε πολλές ταινίες, μικρού και μεσαίου μήκους, πριν ξεκινήσει η περίοδος της “United Artists” με τις μεγάλους μήκους. Εκεί είδαμε, σε όλο του το μεγαλείο, το ταλέντο, την ευφυΐα, το καλλιτεχνικό όραμα και την πρωτοπορία του μεγάλου κωμικού. Από τη φιλμογραφία του ξεχωρίζουμε δέκα ταινίες. Οι οκτώ ανήκουν στην “United Artists”. Ξεκινάμε με “Το χαμίνι” (Kid, 1921) της “First National”. Ίσως η πιο συγκινητική ταινία του. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Τσάπλιν, βουτηγμένα στη βία και στην κοινωνική αδικία, του έδωσαν αρκετό υλικό. Η σκηνή του αποχωρισμού του “Αλήτη” από το χαμίνι είναι μια κινηματογραφική αντανάκλαση της προσωπικής του εμπειρίας, όταν σε ηλικία επτά ετών αναγκάστηκε να αποχωριστεί την ψυχασθενή μητέρα του και να κλειστεί σε ίδρυμα. “Το χαμίνι” επρόκειτο να γυριστεί ως μικρού μήκους, αλλά ο Τσάπλιν κατόρθωσε να πείσει το διοικητικό συμβούλιο της “First National” και τη γύρισε μεγαλύτερη.

Το “Μια γυναίκα στο Παρίσι” (A woman in Paris, 1923) είναι ένας πειραματισμός του Τσάπλιν. Στο απόγειο της δημοτικότητας του ρισκάρει, αφού σκηνοθετεί μεν, αλλά δεν πρωταγωνιστεί. Η ταινία δεν έχει καθόλου κωμικά στοιχεία. Πρόκειται για μελόδραμα με την πλήρη έννοια του όρου, η πλοκή του οποίου δεν ξέφευγε από τα πρότυπα της εποχής. Τη διαφορά έκανε η προσέγγιση των ηρώων.

“Ο χρυσοθήρας” (The gold rush, 1925). Πριν την κάνει είχε γράψει πως “η επόμενη ταινία μου θα πρέπει να είναι ένα έπος!” και ήταν. Ουσιαστικά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία είναι εμπνευσμένη από τις αληθινές ιστορίες τυχοδιωκτών που είχαν προσληφθεί από τον ιό του “πυρετού του χρυσού”. Άνθρωποι που όργωναν στα τυφλά επικίνδυνες χιονισμένες περιοχές της Αλάσκας. Στον “Χρυσοθήρα” είδαμε αξέχαστες σκηνές, όπως τη χορογραφία ανθρώπων ζαλισμένων από την πείνα, το κυνήγι του “Αλήτη” από χρυσοθήρας που τον βλέπει σαν κοτόπουλο και η κλασική όπου μαγειρεύει τα παπούτσια και τρώει τα κορδόνια σαν να είναι μακαρόνια!

“Το τσίρκο” (The circus, 1928) ήταν από τις πιο δύσκολες ταινίες, αφού υπήρξαν πολλά προβλήματα στην παραγωγή του. Παρ' όλα αυτά, με απίστευτη ακρίβεια χορογραφεί το χάος μοιράζοντας με γεωμετρία το μελόδραμα και την κωμωδία. “Τα φώτα της πόλης” (City lights, 1931) είναι η πιο αγαπησιάρικη μεγάλου μήκους και εκείνη η οποία έχει επηρεάσει περισσότερο από κάθε άλλη μελλοντικούς κινηματογραφιστές, ανάμεσα τους ο Γούντι Άλεν. Οι “Μοντέρνοι καιροί” (Modern Times, 1936) χαρακτηρίστηκε ως “η τελευταία σπουδαία ταινία του βωβού κινηματογράφου”.

Φτάνουμε στο 1939, ξεκίνημα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και Τσάπλιν κάνει την πρώτη ομιλούσα ταινία του φορώντας για τελευταία φορά το μουστάκι του “Αλήτη”. Αν και δεν αισθανόταν άνετα μπροστά σε μικρόφωνα, έφτιαξε ένα αντιπολεμικό αριστούργημα. Ξεκίνησε να τη γυρίζει το 1937 και διανεμήθηκε στις αίθουσες το 1940. Ο Τσάπλιν αργότερα είπε ότι αν ήξερε την πραγματική έκταση των κτηνωδιών των ναζιστών δεν θα διακωμωδούσε τη δολοφονική τους παράνοια. Οκτώ χρόνια μετά έρχεται “Ο κύριος Βερντού” (Monsieur Verdoux, 1947). Η ιδέα ήταν του Όρσον Ουέλς, από τον οποίο την αγόρασε ο Τσάπλιν. Μαύρη κωμωδία. Πλέον έχει απομακρυνθεί από τον “Αλήτη”. Με “Τα φώτα της ράμπας” (Limelight, 1952) κάνει την αυτοκριτική του και κοιτάζει με νοσταλγία το ένδοξο παρελθόν του ως entertainer. Τέλος, με το “Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη” (A king in a New York, 1957) στρέφεται ενάντια στην Επιτροπή κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι.

image

Ο “κόκκινος” Τσάρλι

Το 1948 το FBI ξεκίνησε έρευνα για να διαπιστώσει αν ο Τσάρλι Τσάπλιν σχετίζεται με δραστηριότητες κατασκοπίας για λογαριασμό της ΕΣΣΔ. Το γεγονός ότι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών υποπτευόταν τον πιο διάσημο κωμικό της εποχής, δείχνει πως βρισκόταν σε σύγχυση. Όπως και να χει, είχε βρεθεί μπλεγμένος στα γρανάζια του “Μακαρθισμού”. Στα πρώτα χρόνια του “Ψυχρού Πολέμου, καθετί που θεωρούνταν ανατρεπτικό διώκονταν στις ΗΠΑ. Συμπεριλαμβανομένης της μοντέρνας τέχνης. Ο Τσάπλιν, βέβαια, δεν ήταν ποτέ κατάσκοπος ή κομμουνιστής. Ακόμη κι αν ήταν, σίγουρα δεν απειλούσε το αμερικάνικο έθνος. Αν τράβηξε την προσοχή του πανίσχυρου Τζέι Έντγκαρ Χούβερ (αφεντικό του FBI) ήταν λόγω της εξέχουσας θέσης που είχε στην κοινωνία ως πολιτιστικό είδωλο. Η υπόθεση Τσάπλιν δείχνει πώς κατασκεύαζαν οι διωκτικές αρχές την εικόνα του ανατρεπτικού και υπογραμμίζει τη σύνδεση των φόβων του με παραδοσιακές ανησυχίες και προκαταλήψεις.

Ο Τσάπλιν δέχτηκε επίθεση τόσο ως πολιτικά ανατρεπτικό άτομο, εξ αιτίας των αριστερίστικων απόψεων και σχέσεων του, όσο και για τη σεξουαλική του συμπεριφορά. Επιπλέον, δεν ήταν αμερικανός πολίτης και δεν είχε δείξει ενδιαφέρον να γίνει. Έτσι, το ξένο status συνδυασμένο με τις φαινομενικά απειλητικές απόψεις και την παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, πρόσφεραν την αφορμή σε αυτούς που ήθελαν να μετατρέψουν τη δημοφιλή εικόνα του Τσάπλιν σε αυτή του απεχθούς ανατρεπτικού. Οι “αποδείξεις” εναντίον του δεν κατασκευάστηκαν αν και οι αντίπαλοι του βασίστηκαν σε μισές αλήθειες και διαστρεβλωμένες εκφράσεις. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκε η εικόνα του “ανατρεπτικού” Τσάπλιν.

Η επίθεση εναντίον του τροφοδοτήθηκε και “νομιμοποιήθηκε” από τον φόβο (των κυβερνώντων) της προπαγανδιστικής δύναμης του κινηματογράφου και ενισχύθηκε από το στίγμα της υπονόμευσης που ακολουθούσε, τότε, το Χόλιγουντ. Οι έρευνες στον χώρο του θεάματος είχαν συμβολικό σκοπό στη διάρκεια του “Ψυχρού Πολέμου”, όμως στο τέλος “πλήγωσαν” τον Τσάπλιν. Το 1952, ενώ βρισκόταν με την οικογένεια του στην Ευρώπη για να προωθήσει “Τα φώτα της ράμπας, ο Γενικός Εισαγγελέας Τζέιμς ΜακΓκράνερι, αφού συμβουλεύτηκε το FBI, αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια επανεισόδου του επικαλούμενους “σοβαρές ηθικές επιβαρύνσεις” και ισχυρισμούς για σχέση με κομμουνιστές. Η επιστροφή του θα γινόταν δεκτή μόνο αν δεχόταν να υποβληθεί σε εξευτελιστική, ταπεινωτική διαδικασία. Δεν το δέχτηκε και δεν επέστρεψε στις ΗΠΑ.

image

Ανάγκη να κυριαρχήσει

Η πορεία του Τσάπλιν δεν είναι αφορά μόνο υπερβάσεις και ανάδειξη της δύναμης και του ταλέντου του. Έχει και τη σκοτεινή της πλευρά. Στο ντοκιμαντέρ που γύρισε το 2003, τίτλο “Charlie: The life and art of Charlie Chaplin”, ο Ρίτσαρντ Σίκελ, ένας από τους πλέον έγκριτους αμερικανούς κριτικούς κινηματογράφου και συνεργάτης επί τρεις δεκαετίες του περιοδικού “Time”, επιχείρησε να εισχωρήσει στην περίπλοκη και δύσκολη προσωπικότητα του Σαρλό μέσα από επίπονη δημοσιογραφική έρευνα, συνεντεύξεις με ανθρώπους που τον γνώρισαν ως καλλιτέχνη και ως ιδιώτη αλλά και σπάνιες σκηνές από ταινίες του.

Εκεί βλέπουμε όμως ότι ο τρυφερός “Αλήτης” των ταινιών του Τσάπλιν έρχεται σε σύγκρουση με ένα πολύ σκληρό άνθρωπο, διφορούμενο και δύσκολο στις σχέσεις του. Ο Τσάπλιν παντρεύτηκε τέσσερις φορές, απέκτησε 11 παιδιά, η ιδιωτική του ζωή συνοδεύτηκε από πολλά σκάνδαλα λόγω της λατρείας του για τις μικρές σε ηλικία γυναίκες και επίσης είχε πρόβλημα ακόμη και με το FBI όταν κατηγορήθηκε από την Τζόαν Μπάρι που διεκδίκησε από αυτόν την πατρότητα του παιδιού της. Έκανε τέσσερις γάμους, με τη Μίλντρεντ Χάρις, τη Λίντα Γκρέι, την Πολέτ Γκοντάρ και την Ούνα Ο' Νιλ, κόρη του συγγραφέα Ευγένιου Ο' Νιλ. Ο Σίκελ λέει για τον Τσάπλιν: “Από την αρχή κιόλας της καριέρας του δεν έκρυψε την ανάγκη του να κυριαρχήσει στο κοινό. Το εγώ του ήταν τόσο ισχυρό ώστε τελικά τον ξεπέρασε και έγινε ανάγκη. Όλες οι τραγωδίες και όλες οι επιτυχίες της ζωής του πηγάζουν από κει”.

Πηγές

-Charlie Chaplin, το χαμίνι σε 10 αριστουργηματικές ταινίες, “Το Βήμα”

-The New Yorker, “Charlie Chaplin's scandalous life and boundless artistry”

- “Booting a Tramp: Charlie Chaplin, the FBI, and the Construction of the Subversive Image in Red Scare America”, John Sbardellati and Tony Shaw. Source: The Pacific Historical Review, published by University of California Press.