Άξιον Εστί: Εκεί που υπάρχουν όλα

Άξιον Εστί: Εκεί που υπάρχουν όλα

Το “Άξιον Εστί” είναι το χρέος του Ελύτη προς την Ελλάδα. Η οφειλή που μόνο ο λόγος του μπορούσε να πληρώσει. Το χρέος όμως δεν εξαφανίστηκε, αλλά ενσωματώθηκε στο ιερό (ποιητικό) σώμα. Τι είχε αφήσει όμως ανεκπλήρωτο ο έλληνας ποιητής; Την Αποκάλυψη του κόσμου στην ελληνική επικράτεια τη δεκαετία του '50. Ήταν απαράβατος όρος στο συμβόλαιο ζωής του Ελύτη με το γαλανό του ουρανού και της θάλασσας, το πράσινο των αιωνόβιων δέντρων και το καφέ της άχρονης γης. Ο μικρός ποιητής (πάντα μικρός) είχε λάβει περισσότερα απ' όσα είχε δώσει στη χώρα-χώρο του. Ήξερε ότι χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να γίνει αυτός που ήθελε. Τα μάτια του είχαν “κλέψει” χρώματα, μυρωδιές, ήχους καλέσματα, φως... Η συνείδηση του χωρούσε χαρές, πίκρες, έρωτες, απογοητεύσεις, κρυφές ελπίδες... Η καρδιά του χτυπούσε στον ρυθμό της αγωνίας και της προσμονής των άλλων. Η ψυχή του στεκόταν αμήχανη μπροστά στα παιδιά και τη φτώχεια κι αν χαμογελούσε με το παιχνίδι τους, πονούσε γιατί το οικόπεδο μες τις τσουκνίδες όπου έπαιζαν έδειχνε να είναι το απόλυτο αδιέξοδο. Το δάνειο αυτό έπρεπε να πληρωθεί και το αντίτιμο ήταν η Αποκάλυψη. Όχι μονοσήμαντη όμως. Η Αποκάλυψη που οδηγεί στη Δημιουργία και σε έναν κόσμο που ξεκινά από το παρόν, περνά από το παρελθόν και φτάνει στο μέλλον (μας). Το “Άξιον Εστί” είναι το καθρέφτισμα του χρόνου. Εκεί που υπάρχουν όλα.

image

Μια δέηση...

Το καλοκαίρι του 1950 ο Ελύτης ταξίδεψε στην Ισπανία, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη εκείνης της χρονιάς μέχρι τον Μάιο του 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει να συνθέτει το “Άξιον Εστί”.
Να πώς περιγράφει ο ίδιος τη γέννηση ενός αριστουργήματος: “Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη μ' έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτός ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέση μου έδωσε το δεύτερο. Να δώσω δηλαδή σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί”. [...] Το 1958, μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το “Άξιον Εστί” στην “Επιθεώρηση Τέχνης”. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις “Ίκαρος”, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι “Έξη και Μία Τύψεις για τον “Ουρανό”.
Η λογοτεχνική κριτική αρχικά αδιαφόρησε, αλλά στη συνέχεια υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασική ακρίβεια της φράσης, ενώ η αυστηρή δόμηση του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που “δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης”. Τον εθνικό χαρακτήρα του έργου υπογράμμισαν πρώτοι ο Γιώργος Σαββίδης και ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Ειδικά ο Σαββίδης διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο “εθνικός”, συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.

image

Η κορύφωση της ποίησης

Η διαδρομή της μελοποίησης του “Άξιον Εστί” ξεκινά ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1961 στο Παρίσι. Στην οδό Fontaine au Roi. Ο ταχυδρόμος που φτάνει εκεί κρατά ένα βιβλίο. Τυλιγμένο. Παραλήπτης του ο Mikis Theodorakis, όπως διαβάζει στο γραμματοκιβώτιο. Η κορύφωση της ποίησης πλησιάζει...

Ο Ελύτης άρχισε να γράφει το “Άξιον Εστί” τον Νοέμβριο του 1950 στο Παρίσι και το ολοκλήρωσε το 1959. Δύσκολα χρονιά. Πολλά απ' αυτά τα πέρασε σ' ένα δωμάτιο όπου, όπως είχε πει το 1979 στη Βεατρίκη Σπηλιάδη στην “Καθημερινή”, “κουβάλησα ένα ράντσο, δανείστηκα μια πολυθρόνα, πήρα και το γραφείο μου, κλείστηκα εκεί και δούλευα. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχα ψυγείο να πιω δροσερό νερό. Από το απέναντι σπίτι μου φέρνανε συχνά μια καράφα”. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος του είχε δανείσει ένα παλιό ραδιόφωνο και ο Γιώργος Κατσίμπαλης χρήματα για τα πρώτα χρόνια.

Σαν μην έφταναν αυτά, όταν διάβασαν το έργο στο οποίο ολοκληρωτικά αφοσιωθεί, όλοι του επιτέθηκαν. “Ποίημα είναι αυτό; Αυτό είναι κατασκεύασμα!” του έλεγαν. “Χρειάστηκαν” παραδεχόταν ο ίδιος, “τρία χρόνια για να το δεχθούνε σίγα σιγά. Όχι, δεν ήταν καθόλου ρόδινα. Αλλά είχα αυτό το πείσμα και την πίστη στην ποιητική ιδέα. Θυμάμαι ότι έκανα βόλτες στη βεράντα και έλεγα: Θα έρθει εποχή που θα μιλάει κανένας για το Άξιον Εστί; Και βέβαια δεν το πίστευα. Επέμεινα όμως”. Με αυτή την ελπίδα έστειλε ο ποιητής στον Μίκη Θεοδωράκη ένα από τα 800 αντίτυπα με το έργο του, που τύπωσε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1960.

Ο μουσικοσυνθέτης έγραψε αργότερα πως το “ίδιο βράδυ είχα προσχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη: τη Γένεση και τα Πάθη. Ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων”. Η “Γένεσις”του ποιητικού έργου συμβόλιζε τη δική του μουσική αναγέννηση. [...] Το έργο του Ελύτη ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίσει για να αναβαθμίσει τις δημιουργικές του προσδοκίες. “Είναι ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης” έγραφε. Έτσι αποφάσισε να κουβεντιάσει με τον ποιητή το σχέδιο του. Βρήκε τον Ελύτη σε μια εποχή όπου έτεινε, όπως θα έγραφε ο ίδιος, “σε ευρήματα σταθερών μορφών που διευκολύνουν το ποίημα να περάσει από τον χώρο του βιβλίου στον χώρο της σκηνής, του θεάτρου, της μουσικής και του τραγουδιού. Ίσως να είμαστε στην αρχή μιας αντίληψης διαφορετικής για την ποιητική δημιουργία”. Αντιλαμβανόταν ότι το λεκτικό του “Άξιον Εστί” “είναι συχνά εντελώς απρόσφορο στην απλή μελωδία. Τα νοήματα του, υπερτοποθετημένα σε πολλαπλά επίπεδα, είναι δύσκολο ν' αναπτύσσονται και ν' αποδίδουν στο χρονικό περιθώριο που τα ακούς”. Αλλά χάρηκε για την πρόταση Θεοδωράκη κι έτσι ο τελευταίος αποφάσισε να αποχωρήσει.

image

Η συνομιλία με τον κόσμο τούτο

Τι είναι αυτό που κάνει το “Άξιον Εστί” αξιομνημόνευτο και άφθαρτη προμετωπίδα στο σύνολο του έργου του Ελύτη; Η συνομιλία του με τον κόσμο τούτο. Δεν υπάρχει κανένα υπονοούμενο, τίποτα διφορούμενο, καμία παρερμηνεία, ούτε κάτι πομπώδες και ψεύτικο. Η πρόθεση του ποιητή ήταν αυτή και για να κάνει την επιθυμία πραγματικότητα έφτασε εκεί που δεν μπορούσε! Εκπλήρωσε την προφητεία-εντολή του Καζαντζάκη και όταν πάτησε στην κορυφή, είδε έναν κόσμο μικρό, μέγα, για πάντα.

Ο Ελύτης κατάφερε να λύσει το μυστήριο της φύσης και να απαντήσει στο διαχρονικό ερώτημα “γιατί ο άνθρωπος;” Ο διάλογος των δύο πλευρών φυσικά δεν “στριμώχνεται” σε τυποποιημένη πρόζα μηδέ σε λόγο πεζό, μονότονο. Η βάση του είναι αισθητηριακή και φορέας του τα συναισθήματα. Τα πλούσια, αρίφνητα συναισθήματα που μένουν αλησμόνητα και εξηγούν, αποκαλύπτουν τον γενέθλιο τόπο που μας περιβάλλει. Με αυτά αποκαθιστά πανανθρώπινες έννοιες όπως Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Ομορφιά... Με αυτά κατανοεί τα μηνύματα της φύσης, είναι σίγουρος για όσα μεταφέρουν και με τόλμη, δίχως φόβο και πάθος τα τοποθετεί στο λευκό χαρτί απαντώντας έτσι στα κελεύσματα τους.

Το εντυπωσιακό είναι ότι σε αυτή τη συνομιλία ο αναγνώστης δεν παρατηρεί μόνο, αλλά μετέχει κιόλας. Πώς; Η πίστη του ποιητή τον κάνει συμμέτοχο, κοινωνό σε αυτό το μυστήριο που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν πρόκειται όμως για θρησκοληψία, ούτε για ανάγκη εξομολόγησης. Είναι η ανάγκη του δημιουργού να επικοινωνήσει με τον μέγα Δημιουργό μέσα από το μοναδικό, πολύτιμο δώρο που του δόθηκε: τον λόγο. Ο Ελύτης το κάνει αντίδωρο και η ευλογία της Θείας Κοινωνίας επιστρέφει στον δωρητή της. Ο λόγος του ποιητή και ο Λόγος Του γίνονται ένα και σε αυτή την ιδιότυπη ιερουργία ο αναγνώστης γίνεται ταπεινός ακόλουθος, προσκυνητής...

image

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

Το ποιητικό κείμενο διαρθρώνεται σε τρία μέρη: “Η ΓΕΝΕΣΙΣ”, “ΤΑ ΠΑΘΗ”, “ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ”. Οι τρεις τίτλοι είναι δηλωτικοί της πρόθεσης του Ελύτη. Η πιο όμορφη ιστορία του κόσμου ειπωμένη ποιητικά. Πρώτα “Η ΓΕΝΕΣΙΣ”.

Ο ποιητής-δημιουργός δίνει ζωή πρώτα στον άνθρωπο και τον καλεί να ανακαλύψει τον κόσμο που φτιάχνεται μαζί του. Μέσα απ' αυτόν μιλά και ο ίδιος και από την αρχή δηλώνει πως “Η ψυχή μου ζητούσε σηματωρό και κήρυκα”. Ο Ελύτης είναι ξεκάθαρος: Τίποτα δεν είναι δεδομένο και πρέπει να παλέψεις για να το αποκτήσεις. Όχι την ύλη όμως, αλλά όσα προηγούνται αυτής. Την ομορφιά της φύσης πρέπει να τη δεις, να τη συλλάβεις με τη ματιά σου και να την κρατήσεις μέσα σου. Τους ήχους του ανέμου, της θάλασσας δεν πρέπει απλώς να τους ακούσεις, αλλά να νιώσεις τον παλμό και την ενέργεια που κλείνουν μέσα τους. Τα χρώματα της φύσης, το φως του ήλιου δεν πρέπει μόνο να τα αισθανθείς, αλλά να δεις τον πυρήνα της ζωής που κρύβεται μέσα τους. Το νερό της βροχής μην το αφήσεις να γλιστρήσει από πάνω σου, αλλά γίνε η κοίτη του για να μαζευτεί το πολύτιμο υγρό που καθαρίζει και αποκαθιστά το λευκό. Μην δέχεται την ερημιά ως απέραντο, σιωπηλό τοπίο, αλλά φαντάσου και άγγιξε όσα περιμένουν το φως της αστραπής για να φανούν και να ζήσουν. “Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή/καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει”. Να σαι έτοιμος όταν θα συναντήσεις Εκείνον για να εκπληρώσεις αυτό που αυτός άφησε ανολοκλήρωτο. Εσύ να γίνεις Αυτός και μαζί σου “ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!”

image

ΤΑ ΠΑΘΗ

Ο άνθρωπος του Ελύτη αφού γίνει ένα με τον κόσμο που τον περιβάλλει έχει μία πορεία να ακολουθήσει: αυτή των παθών. Όσο κι αν ο δρόμος που θα πάρει μοιάζει με αυτόν του Υιού του Θεού, τίποτα ανεξήγητα ιερό δεν υπάρχει. Χρέος του να κουβαλήσει τη μοίρα των ανθρώπων μέχρι το τέλος της ζωής του. Για τον Ελύτη όλα ξεκινούν από και με τη γλώσσα. “Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική” και γίνεται το όχημα που κινεί τα πάντα ανά τους αιώνες. Ταυτόχρονα αποτίει φόρο τιμής στον Όμηρο, από τον οποίο καταγόμαστε. Στη θάλασσα, τις ελιές, τις ευωδιές της ελληνικής φύσης βρίσκονται οι ήχοι, η πάλη και τα ιερά των Ελλήνων. Σε αυτό το σημείο ξεκινούν οι δοξαστικές στήλες του ποιητή. Η διάρθρωση της στιχουργικής έκφρασης έχει τη μορφή αναγραφόμενου μηνύματος πάνω σε τύμβο-μνημείο που μένει ασάλευτο. Οι στίχοι σαν να έχουν χαραχτεί ακολουθώντας γρήγορο ρυθμό με έντονη κορύφωση. Στα “ΠΑΘΗ” όμως ο Ελύτης γίνεται ακόμη πιο προσωπικός παρουσιάζοντας εμβόλια επεισόδια από τη θητεία του αλβανικό μέτωπο το '40. Στην ουσία είναι χορικά και οδηγούν στη θεματική του επόμενου στιχουργικού πεδίου. Έτσι, η νιότη και η μάχη για επιβίωση θα ακολουθηθούν από την αδικία και τη βαρβαρότητα. Η μοναξιά θα γίνει ευλογία και δύναμη για να δρέψει ο άνθρωπος τη ζωή του, ενώ η πάλη θα συνεχιστεί να μη χάσει ό,τι έχει στην καρδιά του. Η μνήμη θα γίνει η “άκαυτη βάτος” και φάρος που θα προειδοποιεί γι' αυτούς που “ήρθαν ντυμένοι «φίλοι»/αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/το παμπάλαιο χώμα πατώντας”. Οι τελευταίες φρικαλεότητες των κατακτητών θα ρίξουν το μουντό, βαρύ σκηνικό που κρύβει τη Δικαιοσύνη που μετ' επιτάσεως ζητά ο άνθρωπος. Ωστόσο, θέλει να ξαναβρεί την αλύγιστη ματιά που κοιτάει βαθιά μέσα στο μέλλον και δεν φοβάται τίποτα, ούτε το εκτελεστικό απόσπασμα. Τέλος, όταν θα είναι “Σε μια χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι”, θα είναι “Το χέρι του θανάτου αυτό που χαρίζει τη Ζωή”. Η θυσία του ανθρώπου θα γίνει το απόλυτο τίμημα, αλλά “ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα”.

image

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

Το τελευταίο μέρος είναι η ποιητική αποτίμηση του κόσμου τούτου. Ο Ελύτης γίνεται αυτός που τα “πανθ' ορών” και σαν αερικό περνά από την Ελλάδα. Τον δικό του κόσμο. Με ξίφος και ασπίδα το “Άξιον Εστί” ορίζει τι “εστί”άξιον. Ξεκινά με το φως και τη στεριά, τη γοργόνα, σύμβολο από το DNA του μύθου της Ελλάδας και τους ανέμους. Τους ονοματίζει και σημειώνει δίπλα τους το κρασί, το ξύλινο τραπέζι, το κύμα και τα νησιά μας. Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος, η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη, η Κως, η Ίος, η Σίκινος. Τότε, βλέπει τη Μυρτώ που στέκεται αντίκρυ του πελάγους. Η εξέλιξη της μέρας φτάνει ως το αρχαίο δέντρο, ενώ η φύση “χωνεύει” τον ουρανό. Το χώμα “Άξιον Εστί” και τα λουλούδια, τα οικόσιτα της Νοσταλγίας. Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί, ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος, το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο. Η στιγμή που η Άνοιξη θα “εκραγεί” φτάνει και τα κορίτσια είναι το οξυγόνο της ζωής. Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα, η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή, η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια. Αναπόφευκτα, η σκέψη, η προσμονή γ' αυτόν που λείπει θα εισβάλει και τα καράβια θα ξεπροβάλλουν. Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι, ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα, το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια. Το κύμα αγριεύει, θεριεύει γίνεται ορατό από παντού και ο χαλασμός του κόσμου αξίζει. Σε αυτό το σημείο ο άνθρωπος λαμβάνει εντολή να γίνει ο Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι/στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι. Αυτός, η αντίφαση της ζωής και Αυτός που μπορεί να δει το πριν της οπτασίας, τα βουνά, το πριν του κόσμου. Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός, ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος, ο Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος. Μαζία και τ' αστερόεντα δέντρα, Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά, το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος, ο Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι. Το τελευταίο που βλέπει και άξιο είναι να δούμε και να το προσπαθήσουμε, είναι το αναίτιο δάκρυ των παιδιών, τον δικό μας φάρο (σημείο αναφοράς), το τριζόνι, την τύψη μας. Τέλος, “ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει/από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει”. Οι νεκροί, οι αναστημένοι, ξέρουν το “ΝΥΝ” και το “ΑΙΕΝ” του κόσμου, ξέρουν το τώρα και το πάντοτε. Ξέρουν πως “Αιεν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!”

Πηγές

-Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Εκδόσεις Ίκαρος

-Οδυσσέας Ελύτης, “λέσχη αθανάτων”, Ελευθεροτυπία