Κατερίνα Γώγου: Με λένε Οδύσσεια*

Κατερίνα Γώγου: Με λένε Οδύσσεια*

Η γυναίκα που ακούει στο όνομα “Κατερίνα” περπατά στη μεγάλη λεωφόρο των ματαιωμένων ονείρων, των ακυρωμένων πράξεων. Είναι βράδυ. Λίγο πριν το κλείσιμο των καταστημάτων. Τα ρολά δεν κατεβαίνουν γιατί δεν ανέβηκαν ποτέ. Σαν στόματα που χάσκουν οι βιτρίνες “στάζουν” μέταλλο ευγενές, που στο στιγμιαίο κλείσιμο του ματιού οξειδώνεται και ο ήχος του ενοχλεί. Το πεζοδρόμιο λευκό που έγινε γκρίζο. Ο δρόμος ποτέ δεν είχε χρώμα. Οι λάμπες αναβοσβήνουν και στο μεγάλο πολυκατάστημα η επιγραφή “Κατανάλωσε-ζήσε” μένει μόνιμα φωτισμένη. Η Κατερίνα στρέφει το βλέμμα της εκεί και “πετά” τη θυμωμένη της ματιά. Συνεχίζει την πορεία της και στα χέρια κρατά μια χούφτα λέξεις. Τις αφήνει να πέσουν και οι σπίθες τους φωτίζουν τη σιλουέτα της. Ντυμένη στο μαύρο και το κόκκινο. Οι λέξεις μεγαλώνουν και γίνονται άνθρωποι, δικοί της άνθρωποι αλλά απόμακροι. Όταν το τσεκούρι της μοναξιάς τους την απειλεί, δεν φοβάται. Πάει με τα χίλια πάνω του και γίνεται κομμάτια. Αυτό που μένει είναι η παρακαταθήκη της. Λόγια που “έσκασαν” μέσα της, που δεν πρόλαβε να τα πει, αλλά να τα γράψει. Με αυτά φτιάχνει μια άλλη λεωφόρο -ας είναι πάλι η Πατησίων- και βαδίζοντας πάνω-κάτω προειδοποιεί: “Στο μυαλό είναι ο στόχος/το νου σου ε;”. Ναι, Κατερίνα Γώγου, ναι...

image

“Πάμε όμορφη μου, πάμε...”

Η Κατερίνα... Το όνομα της οικείο, συνηθισμένο, γενναιόδωρη προσφορά. Σαν τάμα που εκπληρωνόταν επί τη εμφανίσει της εικόνας της. Όσες φορές κι αν τη δω, είτε στον κινηματογράφο είτε σε φωτογραφίες, θα βλέπω στα μάτια της την αρετή και την τόλμη της αέναης προσπάθειας. Το γαμώτο για μια κοινωνία διαφορετική, για γειτονιές ελεύθερες όπου οι φίλοι της θα έχουν όσο κόκκινο θέλουν, για ένα κόσμο που η συντροφιά του συντρόφου δεν θα της (μας) λείπει. Πώς, λοιπόν, να μην την προσφωνώ με το μικρό της όταν τη βλέπω να κοπιάζει για το αυτονόητο και να οργίζεται όταν αυτό γίνεται δυναστική ουτοπία. Κι αυτή εκεί, να μην παραιτείται, να μην εγκαταλείπει και να μη φοβάται. Θα ήταν επίδειξη καθωσπρεπισμού και σοβαροφάνειας το “Κυρία Γώγου” ή “η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου”, αφού αυτή νοιαζόταν (και νοιάζεται) για μας. Μας απλώνει το χέρι και μας “διατάζει” την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανήσουμε, να ζυγιαστούμε, να μην ξεπουλήσουμε το τομάρι μας. Όταν την έχανες, γιατί η Κατερίνα εξαφανιζόταν, το είχε ανάγκη, την αναζητούσες, κι αν έκανες μια βόλτα στα Εξάρχεια, το Μεταξουργείο, το Μετς, την Ομόνοια, ίσως την πετύχαινες, ξημέρωμα, σε ένα καφενείο να καπνίζει και να κοιτά μέσα από βρώμικα, θολά τζάμια να βρει εσένα τον σύντροφο και αγγελιοφόρο των μηνυμάτων της. Το μόνο που περίμενε από σένα ήταν να την κοιτάξεις με ειλικρίνεια και να μη διστάσεις να της πεις “πάμε όμορφη μου, πάμε...”

image

Να καταλάβει χώρο το διαφορετικό

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1940. Από πολύ μικρή, ως παιδί θαύμα, δούλεψε σε παιδικούς θιάσους και στη συνέχεια επαγγελματικά στον κινηματογράφο και το θέατρο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες (“Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο”, 1959, “Άπονη ζωή”, 1964, “Δεσποινίς διευθυντής”, 1964, “Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα”, 1965, “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση”, 1971, κ.α), ενώ στο θέατρο έπαιξε από επιθεώρηση μέχρι τραγωδία (θίασος Κουν). Πήρε βραβεία (σ.σ όχι ότι τους έδωσε σημασία) όπως αυτό της καλύτερης ερμηνείας στην ταινία “Το βαρύ πεπόνι”. Το ίδιο και για την “Όστρια”και μοιράστηκε αυτό του σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο. Πρωταγωνίστησε και στην “Παραγγελία” του Παύλου Τάσιου.
Η καλλιτεχνική της ζωή, αυτή που δεν μπορούσε να ορίσει, να κατευθύνει, δεν έχει μεγάλο εύρος. Προφανώς δεν το επιδίωξε. Ταλέντο υπήρχε, η ικανότητα να μεταμορφώνεται εμφανής, αξιοπρόσεχτη σε μικρούς ρόλους, έντιμη, στιβαρή παρουσία. Η φιλοδοξία της όμως δεν ήταν να γίνει ένα ακόμη “λαμπρό αστέρι” που θα καιγόταν από τη δημοσιότητα και την πανίσχυρη ματαιοδοξία της κατασκευασμένης εικόνας. Όχι. Ακόμη και στην εποχή της ανεμελιάς του Φίνου, αυτή έβλεπε τη μεγάλη εικόνα, αυτή που υπήρχε έξω από τα στούντιο. Ανησυχούσε και δεν υπήρχε τίποτα να την καθησυχάσει. Το γιατί ξεκίνησε να γράφει ποιήματα κανείς δεν το ξέρει, εξάλλου η αρχή της δημιουργίας είναι μυστικό που ξέρει μόνο ένας, ο δημιουργός. Μολαταύτα, η προηγούμενη εικασία-ερμηνεία δεν απέχει και πολύ από τη σωστή απάντηση και αυτό το αποδεικνύει ο λόγος της που ήταν και η μεγάλη της πράξη.
Το βιογραφικό της, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι αυτό που περιμένει κανείς. Να έχει δηλαδή “σωστές αποστάσεις”, να μοιράζεται η ζωή της αρμονικά και σε ίσα μέρη μέχρι να φτάσει το τέλος, ο θάνατος. Η ποίηση “ζούσε” μέσα της και την όρισε. Όταν το κατάλαβε, προσπάθησε, και κατάφερε, να ορίσει αυτή την ποίηση. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τετριμμένο, ούτε με περίπτωση “αντιγραφής” του παραδείγματος Ρεμπώ. Η δράση της, η συμμετοχή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι εκκινούσε από την ανάγκη να αναδειχθεί, να “μιλήσει” και να καταλάβει χώρο το διαφορετικό, το εκτός νόμων και κανόνων παράδειγμα. Στις συνθήκες που μεγάλωνε και ωρίμαζε, αυτό δεν ήταν απλά κάτι ασυνήθιστο, αλλά κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο και η αληθινή ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς.

image

Πρώτα η έκρηξη

Ας πάμε όμως στο τέλος για να βρούμε τη Γώγου και από κει να περπατήσουμε τον δρόμο της. Η αυτοκτονία πρώτα. Σε πρώτο πλάνο. Κοντινό και ο λόγος του Γιώργου Χρονά να αφηγείται.
Την Τετάρτη το απόγευμα, 6 Οκτωβρίου 1993, μία είδηση στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις έδινε μία άλλη διάσταση στις κόρνες, στις αφίσες και στα μεγάφωνα των προεκλογικών συγκεντρώσεων -οι εκλογές θα γινόντουσαν σε 4 ημέρες. “Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, 53 ετών, βρέθηκε νεκρή την Κυριακή, αλλά μόλις χθες διαπιστώθηκε η ταυτότητα της”, έλεγαν οι εκφωνητές λίγο πριν να μεταδώσουν το δελτίο καιρού της επόμενης μέρας.
Την Πέμπτη το πρωί η είδηση του θανάτου της πέρναγε στις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων, φωτογραφίες, βιογραφικά και αποσπάσματα από διάφορες συνεντεύξεις της. Έλεγε, το 1986, η Κατερίνα: “Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια ούτε τα πρόσφατα... Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη, ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναι στη Ζωή... Έγραφα γιατί ήταν μία αναγκαιότητα για μένα. Μία κίνηση για να μην αυτοκτονήσω... Τώρα μου χει περάσει. Δεν θέλω ν' αυτοκτονήσω, έχω φύγει από αυτό... Αισθάνομαι ασφαλής γιατί βγαίνω και μιλάω χωρίς να χω τίποτα, χωρίς ν' ανήκω πουθενά...”. Το 1991 έλεγε: “Έχω ένα παράπονο... Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα, εγώ...”. [...] Αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη το ίδιο με την Αθήνα. Εκεί σε έναν καυγά γι' αυτήν μαχαιρώθηκε ένα αγόρι. 30 Αυγούστου 1991. Το 1986 μήνυσε τον Αρκουδέα για άγριο ξυλοδαρμό στο θέατρο Λυκαβηττού από την αστυνομία. “Είμαστε φτιαγμένοι από εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών” έλεγε σε μια συνέντευξη της. Σήμερα στις 3μ.μ. Γίνεται η κηδεία της στο Α' νεκροταφείο, γράφουν οι εφημερίδες, 7 Οκτωβρίου 1993. Έγραψε τα βιβλία “Τρία κλικ αριστερά”, “Ιδιώνυμο”, “Ξύλινο παλτό”, “Νόστος”, “ Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών”, το ανέκδοτο “Ρόδον”. [...] Ξένε, άγνωστε διαβάτη αυτού του νεκροταφείου, εδώ, σ' αυτό το μνήμα αναπαύεται η Κατερίνα Γώγου. Ξένε, αυτή η πόλη κάτω, τώρα, ξέρει γι' αυτήν. Τα ανήσυχα παιδιά ξέρουν γι' αυτήν πως έκανε μια ροκ εν ρολ αυτοκτονία, άλλη μια ροκ εν ρολ βουτιά.

image

Οι εικόνες στο φόντο της ζωής της

Το πλάνο ανοίγει και στο φόντο οι κινηματογραφικές εικόνες της Κατερίνας από τον Αντώνη Μποσκοϊτη. Η σκανταλιάρα συμμαθήτρια της Βουγιουκλάκη-Παπασταύρου στο “Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο” του Σακελλάριου, που εγκαινίασε το νεοσυσταθέν φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1960. Η τεντιμπόισσα κόρη της Αρώνη στο “Μια τρελή τρελή οικογένεια” λίγα χρόνια αργότερα. Η αγράμματα Παγώνα, υπηρέτρια του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Μάρως Κοντού στο βραβευμένο διεθνώς “Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα” του Γιώργου Τζαβέλλα. Η χαζούλα χίπισσα, κόρη της Καίτης Πάνου και του Λάμπρου Κωνσταντάρα και εγγονή της Σμάρως Στεφανίδου στο “Ο τρελός τα 'χει 400” του Κώστα Καραγιάννη. Η αδελφή του Βέγγου, που έκρυβε το παράνομο ραδιόφωνο κάτω από την μπλούζα της στο αντιμιλιταριστικό “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;” του Ντίνου Κατσουρίδη. Ανέμελα χρόνια, τέλος! Από κει και πέρα, μεταμορφώνεται στην σπαρακτική Τούλα μέσα στην ανέλιξη του μικροαστισμού που ακολούθησε τον μεταπολιτευτικό μεγαλοϊδεατισμό, στο “Βαρύ πεπόνι” του Παύλου Τάσσιου. Κατεβάζει ποτήρια γεμάτα ούζο και το κόκκινο των χειλιών της γίνεται αίμα που μπλέκεται με τα δάκρυα της, στην “Παραγγελιά”, πάλι του Τάσσιου.

image

Λόγια πρόκες σε ένα σώμα διάτρητο

Τα λόγια όμως ανατρέπουν την παντοδυναμία της εικόνας και το παλιό γίνεται νέο και πάλι κυρίαρχο. Αναδημιουργία και το τοπίο που χάνεται ξαναζωντανεύει. Ο χώρος ανήκει, πια, στην Κατερίνα. Στέκει μόνη εν μέσω κακογραμμένων ποιητικών πράξεων σε μια βαθιά “αντιποιητική” εποχή, κοινωνία. Οι λέξεις της καρφώνονται σαν πρόκες, όπως “απαιτούσε” ο Μανόλης Αναγνωστάκης, πάνω σε ένα (κοινωνικό) σώμα διάτρητο και βασανισμένο από την αγριότητα που προηγήθηκε. Κι αν πονάνε, την ίδια στιγμή “ξυπνάνε” -προσπαθούν- τα κοιμισμένα κορμιά και θέλουν να τα δουν να στέκονται περήφανα και μαχητικά απέναντι στη νέα βαρβαρότητα. Απέναντι στην καπιταλιστική-καταναλωτική κοινωνία που αργά και σταθερά διαβρώνει συνειδήσεις, την κομματοκρατία που κάνεις τις ιδέες τόσο ρευστές που χάνουν το βάρος τους και “κρύβονται” μέσα σε άναρθρες κραυγές δικαίωσης “εδώ και τώρα”.
Η μοναξιά θεριεύει. Γίνεται μέσο καταστολής και υποταγής και το γκλομπ του αστυνόμου γίνεται ύπουλο μήνυμα που στοχεύει στο μυαλό. Εξάλλου δεν υπάρχει κάτι άλλο να στοχεύσει η κάθε είδους εξουσία. Τα χτυπήματα στο πρόσωπο, το στήθος, τα πόδια, τα χέρια, έχουν γίνει μόνιμες πληγές που κλείνουν και εγκλωβίζουν ένα κομμάτι μας. Αυτό που μπορεί να μας σώσει είναι η οργή, το πάθος και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, ένας αδιαμεσολάβητος ρομαντισμός που μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι και νιώθουμε, πονάμε, κλαίμε, χαιρόμαστε, αγαπάμε, πολεμάμε... Αυτός είναι ο χώρος δράσης της ποιήτριας, το προσκήνιο της και είναι έτοιμη να παίξει κάθε ρόλο. Της μάνας, της ακτιβίστριας,της ερωμένης, του παιδιού, της φίλης, της συζύγου, του χορού αρχαίας τραγωδίας που με μία μόνο φωνή (τη δική της) φωνάζει και ζητά όχι άλλες άδικες θυσίες. Στο τέλος, ήρεμη θα απευθυνθεί στην κόρη της, τη Μυρτώ, και θα της πει: “Θα 'ρθει καιρός που θ' αλλάξουν τα πράγματα. Να το θυμάσαι Μαρία”.

image

Να ξυπνήσει τους ενοίκους της Γης

Η ποίηση της δεν είναι χαρούμενη αλλά δεν είναι μόνο στενάχωρη. Βγάζει πίκρα, πόνο, οργή, θλίψη, αλλά υπάρχει και νοσταλγία. Δεν αφήνει τον εαυτό της να πέσει στη λήθη. Δεν θέλει να ξεχάσει. Γι' αυτό και δεν αφήνει την αισιοδοξία να την εγκαταλείψει. Όταν το μυαλό της πάει πίσω, η ελπίδα είναι ζωντανή. Θέλει έναν κόσμο ανατρεπτικό, ηθικότερο, καλύτερο. Αυτό όμως είναι κρυμμένο βαθιά και πρέπει να ψάξει για να το φέρει στην επιφάνεια. Αγωνίζεται γράφοντας. Θυμάται τον Μάη του '68 και μόνο η αναφορά σ' αυτόν, έστω και φευγαλέα, δείχνει ότι το έρεβος δεν την έχει σκεπάσει ολοκληρωτικά. Γι' αυτό και το “άσπρο”, το χρώμα γενικά, υπάρχει κι αλλού. “Έχω νοικιάσει ένα κάτασπρο Όλτσμομπιλ καμπριολέ αυτοκίνητο. Με μπλε και ροζ ρίγες”.
Η Κατερίνα κάτι περίμενε, σε κάτι ήλπιζε, σε κάτι πίστευε. Όταν τη ρωτάνε “Τι κάνεις Κατερίνα;” απαντά “ακούω”. Το “ακούω” είναι αγωνία αλλά και η πίκρα της γιατί τελικά δεν άκουσε αυτό που ήθελε. Φωνάζει, ψιθυρίζει για όσα την απογοήτευσαν και την έκαναν αλλάξει, να επιλέξει το μαύρο και το κόκκινο. Θέλει να ξυπνήσει τους ενοίκους της γης, όμως “Αργά και μεθοδικά/μας αλλοιώνουνε”. Όταν χάνει το μυαλό της, τους συνανθρώπους της, τότε βρίσκεται σε αδιέξοδο. Μένει μόνη και βυθίζεται στις ουσίες (αλκοόλ, ναρκωτικά) και στην τρέλα της. Τρέλα που δεν την απέφευγε. Καταλάβαινε ότι οι πραγματικοί τρελοί είναι έξω από το τρελοκομείο. Οι φτωχοί, άστεγοι, οι πεινασμένοι. Φλέρταρε με την αυτοκτονία. Ηθελημένα. “Γιατί έζησα πάλι; Μανούλα...”
Από το κάδρο της (ποιητικής) ζωής της λείπει ο πατέρας της. Η αναφορά σε αυτόν έχει σημασία καθότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Στην ουσία είναι ο πρώτος εχθρός που αντιμετωπίζει μια και η συμπεριφορά απέναντι της δεν ήταν καλή. Ένας βολεμένος αστός (διευθυντής στο υπουργείο Γεωργίας) που δεν συμπαθούσε τους κομμουνιστές και τη φόβιζε. Δεν την αγάπησε και της “γέννησε” το μίσος που αναγκαστικά έμαθε να χειρίζεται. Προσπάθησε να τον βρει, αλλά πάντα την απομάκρυνε. Την έμαθε τι σημαίνει προδοσία. “Πατέρα, πες μια κουβέντα, μίλα μου”.

image

“Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε”

Η “Κ.Γ” έγραψε για τη δική της Οδύσσεια. Τι άλλο ήταν η ζωή της; Από τη στιγμή που γεννήθηκε έψαχνε μια Ιθάκη να ακουμπήσει. Οι αντιστάσεις της δεν τη βοήθησαν να αντέξει τους δαίμονες και τις Σειρήνες. Γι' αυτό λυπάται τον εαυτό της που ηττήθηκε. Αυτό που την πόνεσε περισσότερο ήταν πως στη μάχη που έδωσε δεν είχε πολλούς συμπολεμιστές. Έμεινε μόνη της.
Η αυτοκτονία της με χάπια στις 3 Οκτώβριου του 1993 φαντάζει σαν πράξη μικρόψυχη, δεν είναι όμως έτσι. Ήταν η ύστατη προσπάθεια να ακουστεί. Η Κατερίνα θυσίασε τον εαυτό της για να την προσέξει έστω κι ένας. Δεν είχε να χάσει τίποτα και το αναφέρει:

Όποιος δεν έχει τίποτα μονάχα αυτός ξέρει το τίποτα.
Καμιά κουβέντα από κανέναν άλλο.
“...τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε...” (στο τέλος του Με λένε Οδύσσεια)

Ο Νίκος Κούνδουρος είχε πει ότι “Η Κατερίνα πέθανε αγρίμι όπως έζησε και σαν αγρίμι”. Αγρίμι στη συμπεριφορά μπορεί, στα λόγια ίσως, το βλέμμα όμως και η στιγμή που παλεύει να κρατήσει μια εικόνα του μέλλοντος ήταν ο χτύπος μιας καρδιάς που σπαρασσόταν και ήθελε να αγαπήσει, να σώσει, να σωθεί, να ζήσει. Μια ψυχούλα ήταν η Κατερίνα.

*Τίτλος του έβδομου βιβλίου της. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη

-Στοιχεία αντλήθηκαν από το τεύχος 145 του λογοτεχνικού περιοδικού “Οδός Πανός”