Για να ξαναγίνει ομάδα η Εθνική, σημασία είχε το ταξίδι

Για να ξαναγίνει ομάδα η Εθνική, σημασία είχε το ταξίδι

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Για να ξαναγίνει ομάδα η Εθνική, σημασία είχε το ταξίδι

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος ακούει την αναφορά των ποδοσφαιριστών στο ταξίδι τους στην Αυστραλία το καλοκαίρι του 2016 και εξιστορεί όσα έγιναν στο παρασκήνιο της Εθνικής από τότε μέχρι σήμερα προκειμένου αυτή να ξαναγίνει ομάδα και να φτάσει ένα βήμα πριν από την επιστροφή στην τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης.

Θυμάμαι τόσο έντονα, σαν να συνέβη μόλις χθες, τον εκνευρισμό που με είχε πλημμυρίσει στις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2016 στη θέα των φωτογραφιών που πόσταραν στα social media πολλά από τα μέλη της αποστολής της Εθνικής που είχαν ταξιδέψει στην Αυστραλία για εκείνη την περιοδεία που είχε αποφασιστεί κυρίως για λόγους οικονομικούς, δηλαδή προκειμένου να δημιουργήσει η ΕΠΟ έσοδο για το ταμείο της πάνω που ζούσε με το σοκ της μη συμμετοχής στην τελική φάση του Euro 2016.

Με εξόργιζαν οι τουριστικές αναρτήσεις ποδοσφαιριστών, διότι, βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση τους, σκεφτόμουν ότι αντί να ντρέπονται που βρίσκονται σε τουριστική τουρνέ αντί να βρίσκονται στη Γαλλία για να συμμετέχουν στο Euro αυτοί έβρισκαν νόημα να κάνουν δημόσιο χαβαλέ με τις φωτογραφίες τους και συνέχιζαν να δίνουν τροφή για τρολιές περί “Εθνικής Μυκόνου”. Για καλή τύχη της Εθνικής, αλλά και του εθνικού ποδοσφαίρου γενικότερα, δεν είχαν ταξιδέψει όλοι με τουριστική συνείδηση στην Αυστραλία. Γι' αυτό και εκείνο το ταξίδι έχει αναδειχθεί σε βασικό σημείο αναφοράς των ποδοσφαιριστών κατά τη διάρκεια της πορείας που ολοκληρώθηκε το βράδυ της Τρίτης με το Ελλάδα – Γιβραλτάρ στο Καραϊσκάκη. Γι' αυτό αναφέρονται πάντα στο “ταξίδι στην Αυστραλία που μας έκανε πολύ καλό”, κάθε φορά που τους ρωτούν δημοσίως πώς κατόρθωσαν να ξαναγίνουν ομάδα.

Για καλή τύχη της Εθνικής είχαν συνεχίσει να είναι μέλη της ο Τοροσίδης, ο Παπασταθόπουλος, ο Τζαβέλλας, ο Σάμαρης, ο Καρνέζης, ο Μανιάτης, ο Τζιόλης, δηλαδή παιδιά που είχαν προλάβει να πάρουν την χαρά της συμμετοχής σε μια μεγάλη διοργάνωση και ακριβώς γι' αυτό τον λόγο είχαν φρικάρει με τη σκέψη ότι αντί να βρίσκονται στην Γαλλία για να συμμετέχουν στην μεγαλύτερη ευρωπαϊκή έκθεση ποδοσφαίρου βρίσκονταν για μια “αρπαχτή” στην Αυστραλία.

Εχω αναφερθεί ξανά σε αυτή την ιστορία, την οποία θα διηγηθώ πολύ συνοπτικά, προκειμένου να σε βάλω στο νόημα στην περίπτωση που δεν είχε τύχει να την διαβάσεις/ακούσεις. Το ταξίδι εκείνο έγινε μέσα σε ένα μεταγραφικό καλοκαίρι μείωσης των ελληνικών υπεραξιών στο ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού οι Ελληνες ποδοσφαιριστές κατάλαβαν και ένιωσαν πώς είναι να μένεις στα αζήτητα, ή να καταφέρνεις με κόπο να συντηρήσεις τα κεκτημένα ή να περιορίσεις τη ζημιά. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων οι Ελληνες ποδοσφαιριστές είχαν ξεμείνει από προτάσεις επειδή είχαν μείνει εκτός μόδας, δηλαδή εκτός Euro 2016. Οσα ζούσαν εκείνο το καλοκαίρι βοήθησαν τους παλιότερους εκ των διεθνών να συνειδητοποιήσουν ότι όλα όσα άκουγαν από τους προηγούμενους, τους μεγαλύτερους, σχετικά με τις επαγγελματικές και ποδοσφαιρικές επιπτώσεις μιας ζωής της Εθνικής μακριά από τις διεθνείς διοργανώσεις, δηλαδή τα δικά τους βιώματα της προ 2004 εποχής, δεν ήταν ούτε θεωρητικά ούτε υπερβολές. Συνειδητοποίησαν ότι η Εθνική είναι ικανή να φτιάξει καριέρες ή να δώσει τεράστια ώθηση σε καριέρες, αλλά και να χαλάσει ή να χαντακώσει καριέρες και σίγουρα να δημιουργήσει το σοβαρό εμπόδιο της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης όταν αποτυγχάνει να δώσει το παρών σε μια μεγάλη διοργάνωση. Πόνεσαν, στην τσέπη και στο “εγώ”, πήραν το μάθημα μέσα από το πάθημα και κατάφεραν να μεταδώσουν αυτή τη σοφία στους μικρότερους. Με πολλή κουβέντα κατά την παραμονή της αποστολής στην Αυστραλία, με ώρες συζητήσεων ανάμεσά τους, με πρωταγωνιστές όλους τους προαναφερθέντες, οι οποίοι έκαναν πολλή δουλειά για να βάλουν και τους νεότερους στο νόημα.

Τι έκανε ο Μίκαελ Σκίμπε σε εκείνο το ταξίδι; Αντιλήφθηκε αρκετά από τα παραπάνω στη συναναστροφή με τους ποδοσφαιριστές. Προσπάθησε να προκαλέσει τον εγωισμό των ποδοσφαιριστών, αλλά δίχως υπερβολές. Και συνέχισε να κάνει τα, για εκείνον, αυτονόητα, τα βασικά. Απομόνωσε την Εθνική, που είχε ξαναγίνει πανηγύρι και κέντρο διερχομένων από το φθινόπωρο του '14 μέχρι το φθινόπωρο του '15, αλλά δίχως να βάλει τα συρματοπλέγματα που είχε τοποθετήσει ο Ρεχάγκελ και είχε συντηρήσει ο Σάντος. Ξανάβαλε κανόνες στους ποδοσφαιριστές, αλλά ήταν και παραμένει πιο ελαστικός από τον Οτο και τον Πορτογάλο. Τόσο, που καμιά φορά μοιάζει, στην χαλαρότητα και την ανεκτικότητά του, με τον Ρανιέρι. Επέτρεψε στους ποδοσφαιριστές να παίρνουν πρωτοβουλίες τόσο εντός αποδυτηρίων όσο και εντός τερέν, όπως έκανε ο Ρεχάγκελ και δεν έκανε ποτέ, ή έκανε σπάνια, ειδικά στο τερέν, ο Σάντος. Επανέφερε μια σειρά από “εργοστασιακές ρυθμίσεις” που είχαν καταργηθεί στον καιρό του Ρανιέρι, όπως το να παραδίδει το περιβραχιόνιο στον παίκτη με τον μεγαλύτερο αριθμό συμμετοχών και όχι μέσα από μια ψηφοφορία ή μέσα από την δική του βούληση. Στην μεγάλη εικόνα όμως την πολλή και κρίσιμη δουλειά, τα θεμέλια για να ξαναγίνει ομάδα η Εθνική τα έβαλαν οι ποδοσφαιριστές. Κι εκείνος είχε την ευφυΐα να τους επιτρέψει να το κάνουν και να τους ενθαρρύνει.

Ο Σκίμπε έκανε μια σειρά από καλά πράγματα από την 7η Ιουνίου 2016 (η νίκη στην Αυστραλία) μέχρι το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου 2017: απέκτησε επικοινωνία με τους προπονητές των συλλόγων και ζήτησε τη βοήθειά τους προκειμένου να παραλαμβάνει όσο το δυνατόν πιο έτοιμους και με περισσότερα ματς στα πόδια τους διεθνείς, κράτησε στην ομάδα σημαντικούς εκτός και εντός τερέν ποδοσφαιριστές παρόλο που δεν έπαιζαν στις ομάδες του, πίεσε για την επιτάχυνση στη διαδικασία “ελληνοποίησης” του Ζέκα, άφησε τον Χολέμπας να φύγει ή του έδειξε τον δρόμο για να φύγει από τη στιγμή που αυτός δεν συμβιβαζόταν με την ιδέα ότι δεν θα είναι πάντα βασικός, όπως έκανε και με τον Χριστοδουλόπουλο, τον οποίο είχε πάψει να προσκαλεί για παρόμοιους λόγους, παρακολουθούσε με φυσική παρουσία πολύ τακτικά αγώνες της Superleague για να πείσει ότι βλέπει όλους τους παίκτες και είναι εκεί για να διαλέξει και να προσκαλέσει κάθε ποδοσφαιριστή που το αξίζει, δεν ενέδωσε στις πιέσεις για να πάρει αποκλειστικά “ομοσπονδιακούς” βοηθούς και επέμεινε να φέρνει γερμανοαναθρεμένο και δίχως ελληνικές συλλογικές επιρροές βοηθό, κράτησε όσο μπορούσε αποστάσεις ασφαλείας από συλλόγους που θέλησαν να του στείλουν μηνύματα για να προσκαλέσει ή να χρησιμοποιήσει τον τάδε ή τον δείνα ποδοσφαιριστή, έμεινε μακριά από τους ατζέντηδες που επιχείρησαν να τον προσεγγίσουν για να γίνουν οι εκλεκτοί του και να επηρεάσουν τις επιλογές του. Και φυσικά είχε και ορισμένα καλά βράδια στους αγώνες, ειδικά στους εκτός έδρας με Βέλγιο και Βοσνία, όπως και στο φιλικό με την Ολλανδία. Εφτιαξε κάποια καλά και αποτελεσματικά – λειτουργικά αγωνιστικά σχέδια, είχε στιγμές καλών επιλογών από τον πάγκο κατά την εξέλιξη αγώνων.

Στην μεγάλη εικόνα ο Μίκαελ Σκίμπε δεν έκανε πολύ περισσότερα από τα βασικά και τα αυτονόητα. Αποδείχθηκε όμως αυτό που φανταζόμασταν, ότι στη δεδομένη στιγμή, τον Οκτώβριο του 2015 που προσγειώθηκε στην Ελλάδα, ήταν τα βασικά και τα αυτονόητα που έλειπαν από την Εθνική και δεν ήταν όσο εύκολη μοιάζει από μακριά αυτή η διαδικασία επαναφοράς των προηγούμενων ρυθμίσεων. Ο Σκίμπε είναι ένας πολύ πιο χαλαρός τύπος συγκριτικά με τον Ρεχάγκελ και τον Σάντος στην πειθαρχία, ένας προπονητής που ελέγχει και επηρεάζει το παιχνίδι περισσότερο από τον Οτο και λιγότερο από τον Σάντος, ένας επαγγελματίας που ζει πολύ περισσότερο στην Ελλάδα συγκριτικά με τον Ρεχάγκελ αλλά κρατά το ίδιο μεγάλη απόσταση από τον ελληνικό κόσμο του ποδοσφαίρου, και τελικά ένας προπονητής που έχει τα φυσικά χαρακτηριστικά για να έχει στα χέρια του Εθνική. Την αντιλαμβάνεται σαν ομάδα και όχι σαν διοργανώτρια του all star game που πρέπει να καλεί όσους γυαλίζουν στο μάτι των ποδοσφαιρόφιλων, δηλαδή ως ένα σύνολο που δεν πρέπει να αλλάζει κατά πλειοψηφία προκειμένου να διατηρεί τη συνοχή, την ομοιογένεια και τη νοοτροπία της και να ενσωματώνει εύκολα τον/τους καινούργιους, είναι πολύ καλός στην επικοινωνία με τους ποδοσφαιριστές και την διαχείρισή τους, είναι ένας πολύ καλός και ευγενικός τύπος γενικώς, ο οποίος γίνεται συμπαθής αλλά πού και πού έχει και μια γερμανικού τύπου έκρηξη προκειμένου να υπενθυμίζει ότι αυτός είναι το “αφεντικό” και να μην επιτρέψει να τον “πατήσουν” όσο τον Ρανιέρι.

Μέχρι εδώ όλα καλά: ο Σκίμπε πέτυχε το φυσιολογικό, να τερματίσει στη 2η θέση πίσω από μια πολύ ποιοτικότερη ομάδα και να προσπεράσει τον ρεαλιστικά βασικό αντίπαλο της Ελλάδας στην διεκδίκηση αυτής της θέσης, τη Βοσνία χάρη στις δύο παραπάνω ισοπαλίες που πέτυχε συγκριτικά με τους Βόσνιους, που είχαν δύο παραπάνω ήττες. Η Εθνική του Σκίμπε όμως βγήκε από αυτή την φάση με το επιπλέον όφελος της αυτοπεποίθησης που απέκτησε σχετικά με την ικανότητά της να στέκεται καλά απέναντι σε ισοϋψείς ή σε ανώτερες ομάδες, δηλαδή με το όφελος που είχε από τις εμφανίσεις της απέναντι σε Ολλανδία, Βέλγιο, Βοσνία. Πάνω σε αυτές τις παραστάσεις θα πατήσει για να χτίσει τα σχέδιά της για τα μπαράζ. Κι όταν μάθει ποιος θα είναι ο αντίπαλος, θα αρχίσει να προσωποποιεί και να συγκεκριμενοποιεί τα αγωνιστικά σχέδιά της. Ομως αυτό το θέμα και η προοπτική θα είναι το αντικείμενο ενός επόμενου σημειώματος. Μέχρι τότε, ας πάρουμε όλοι, με πρώτους τους ποδοσφαιριστές, μια ανάσα ανακούφισης συνειδητοποιώντας ότι η σημερινή Εθνική ξανάγινε ομάδα. Αυτή είναι μια επιτυχία πρώτα των ποδοσφαιριστών, που αφορά τους συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές και όχι γενικώς το ελληνικό ποδόσφαιρο, διότι αυτό παραμένει, διαχρονικά, αδιάβαστο από το 2004 μέχρι σήμερα. Χάρη σε αυτή τους την επιτυχία μπορεί να έχουν την τύχη της εμπειρίας ενός Μουντιάλ. Και τότε, χάρη σε αυτούς, μπορεί εμείς να ξαναβρούμε λόγους να καμαρώσουμε την Εθνική μας στην τελική φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Να καμαρώσουμε και να χαρούμε, είτε τους έχουμε βοηθήσει με τη στάση μας να φτάσουν μέχρι εκεί, είτε όχι.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.