Η ελληνική TV στην εποχή του web, του Netflix και του on demand

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Η ελληνική TV στην εποχή του web, του Netflix και του on demand
Γιατί παρακολουθούμε ακόμα αναλογική τηλεόραση και είναι τελικά ψέμα ότι είμαστε παραδοσιακοί τηλεθεατές; Γιατί περιμένουμε να ξεκινήσει κάτι, όταν είμαστε στην εποχή του on demand; Είναι πιο σημαντικό το lead in από το περιεχόμενο;

Στο blog μου εδώ στη φιλόξενη gazzetta (θηλυκό κι όχι ουδέτερο παρακαλώ) αποφεύγω συστηματικά να αναφέρομαι στην καριέρα μου στην τηλεόραση είτε αυτή έχει να κάνει με το πίσω από τις κάμερες είτε με αυτό που βλέπετε. Απέφυγα ηθελημένα να σχολιάσω ό,τι κατά καιρούς γράφεται για το Ράδιο Αρβύλα ή το Βινύλιο προσπαθώντας να κρατάω διαχωρισμένα τα «κουτάκια» της σταδιοδρομίας μου στα ΜΜΕ, ειδικά όταν κάποια είναι απολύτως προσωπικά και σε άλλα είμαι μέλος μιας ομάδας με επικεφαλής και διακριτούς ρόλους.

Η φετινή σεζόν είναι μια περίεργη τηλεοπτική χρονιά για μένα, μια που λόγοι που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν, με φέρνουν και μας φέρνουν σε μια απόσταση από την τηλεοπτική μετάδοση εκπομπών από τα συνηθισμένα κανάλια. Καλό ή κακό, προσωρινό ή μόνιμο θα φανεί στην πορεία του χρόνου, αλλά έδωσε μια σπρωξιά και σε εμάς που προερχόμαστε από μια άλλη τηλεοπτική παραγωγική γενιά να ασχοληθούμε με εναλλακτικούς τρόπους διάδοσης της δουλειάς μας. Τα δεκαεξάχρονα παιδιά μου μπορεί να το αντιμετωπίζουν αυτό με τη θυμηδία και την αγανάκτηση των νέων μπροστά στον παρωχημένο θείο, «που έκατσε λίγο με τη νεολαία να πει κανένα χωρατό» αλλά η αλήθεια παραμένει ότι είναι αρκετά διαφορετικά Μέσα η παραδοσιακή τηλεόραση μέσω digea, η Nova, η Cosmote, το YouTube, το Netflix, το Hulu και κάθε τρόπος on demand προβολής τηλεοπτικού περιεχομένου.

Τα «ελεύθερα» τηλεοπτικά κανάλια αντλούν τη βιωσιμότητα και τον πλούτο τους από τα διαφημιστικά πακέτα της αγοράς ή από το εύρος των επιχειρηματικών ασχολιών του ιδιοκτήτη τους που τον κάνουν να πρέπει να έχει οπωσδήποτε στην κατοχή του έναν ή και παραπάνω τηλεοπτικούς σταθμούς. Αφήνοντας ασχολίαστο το δεύτερο τρόπο βιωσιμότητας, τα διαφημιστικά πακέτα εξαρτώνται προφανώς από τα νούμερα τηλεθέασης που με τη σειρά τους εξαρτώνται από τις μετρήσεις τηλεθέασης. Για να είμαι ακριβέστερος από τη μια και μοναδική μέτρηση τηλεθέασης. Όπως συνέβαινε δηλαδή και στη δεκαετία του ‘90. Το αν είναι λογικό ας το αφήσουμε στην κρίση του κάθε τηλεθεατή –αναγνώστη. Επειδή όμως κρίνονται επαγγελματικές καριέρες ας ξεκαθαρίσουμε ένα δυο πραγματάκια πάνω σε αυτό. Όσο πιο αργά μέσα στην ημέρα προβάλλεται ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, τόσο περισσότερη σημασία έχει το ποσοστό τηλεθέασης που «παραλαμβάνει» από το προηγούμενο πρόγραμμα, το διαβόητο lead in που έχει μάθει ακόμα και η θεία μου στο χωριό σε αντίθεση με άλλα σημαντικά της ζωής της στοιχεία που αγνοεί. Έτσι λοιπόν εξηγείται η ίδια ακριβώς εκπομπή συνεντεύξεων, με τον ίδιο παρουσιαστή, τα ίδια σκηνικά, την ίδια τηλεσκηνοθεσία, τη μια χρονιά να προβληματίζεται με ποσοστά 8%-11% και την αμέσως επόμενη να θριαμβεύει με ποσοστά 25%+. Τόσο απλά.

Το σημαντικότερο όμως που θα ήθελα να παρατηρήσω είναι το εξής. Το λεγόμενο δυναμικό κοινό, οι τηλεθεατές δηλαδή που η αγορά κρίνει ότι έχουν την αγοραστική δύναμη, σχετικά πρόσφατα διευρύνθηκε από τις ηλικίες 15-44 στο 15-54 απολύτως λογικά σε σχέση με την πραγματικότητα. Το επίσης αναντίρρητο είναι, ότι πολύ μεγάλο ποσοστό εύρωστων και άρα εμπορικά ενδιαφέροντων νοικοκυριών είναι πλέον συνδρομητές μιας τηλεοπτικής συνδρομητικής πλατφόρμας. Έτσι Cosmote και Nova έχουν μια real time απεικόνιση του ποιο κανάλι και ποιο πρόγραμμα παρακολουθούν οι δεκάδες χιλιάδες συνδρομητών τους. Αν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω για το αν «επικοινωνούν» τα συνδρομητικά box μας με τη μητρική πλατφόρμα θα ρωτήσω απλά το εξής. Τι κάνουμε όταν χάνεται το σήμα του δέκτη μας δορυφορικού ή δικτυακού; Τηλεφωνούμε στην τεχνική υποστήριξη. Κι εκείνοι τι κάνουν; Στέλνουν ένα σήμα. Ευχαριστώ, πάμε παρακάτω. Το στατιστικό εργαλείο λοιπόν του τεράστιου δείγματος το αγνοούμε και προσφεύγουμε στην ετυμηγορία συγκεκριμένου αριθμού νοικοκυριών. Τόσο απλά.

Γιατί να βλέπουμε «παραδοσιακή» TV ;

Οτιδήποτε κυκλοφορεί σε σειρά και ταινία είναι σαφές ότι μπορούμε να το δούμε –απολαύσουμε με παραπάνω από έναν τρόπους. Ίσως όχι την πρώτη στιγμή που εκπέμπεται ως περιεχόμενο, αλλά τώρα πια σε πολύ κοντινούς χρόνους με διαφορά το πολύ μιας ώρας. Και χωρίς συχνές διακοπές για διαφημίσεις ε; Ένας καλός λόγος να παρακολουθήσω τηλεοπτικό περιεχόμενο είναι οι αθλητικές μεταδόσεις των οποίων είμαι ρέκτης. Στην Ελλάδα του 2020 βεβαίως αν η ομάδα δεν «αγαπάει» το κανάλι ή τους δημοσιογράφους που μεταδίδουν, μπορεί είτε να αλλάξει μέθοδο προβολής είτε να παροτρύνει τους οπαδούς να παρακολουθούν τα ματς από άλλη συνδρομητική υπηρεσία. Έτσι κι αλλιώς αυτές οι μέθοδοι οδηγούν τον ελληνικό επαγγελματικό αθλητισμό στην οικονομική ανυπαρξία ή την από αλλού εξάρτηση.

Οι ειδήσεις, οι ψυχαγωγικές εκπομπές, τα τηλεπαιχνίδια, οι ειδησεογραφικές εκπομπές και τα πολιτικά magazino θα ήταν ένας λόγος παραδοσιακής τηλεθέασης αλλά όλα μαζί είναι μη μετρήσιμα, αν τα μετράμε και τα αναδεικνύουμε επιτυχημένα ή αποτυχημένα σε περιβάλλον που δεν βρίσκεται το κυριότερο πλήθος τηλεθεατών.

Οι βασικοί πάντως λόγοι που ακόμα βλέπουμε αναλογική τηλεόραση είναι η γήρανση του πληθυσμού, οι χαμηλές ακόμα διαθέσιμες ταχύτητες internet και οι υψηλές τους τιμές μαζί με τις γηραλέες εναπομείνασες τηλεοράσεις. Αν το καλοσκεφτείτε πολλές φορές άλλα πράγματα βλέπουμε στην «καλή» τηλεόραση του καθιστικού και άλλα στην πιο «πρόχειρη» της κρεβατοκάμαρας.

Να τα εμπιστευτούμε όλα στον αλγόριθμο;

Αν μετά τους SEO friendly ιστότοπους πάμε και στη Google friendly τηλεόραση προφανώς κινδυνεύουμε να μετακινηθούμε από τη μια μονοπωλιακή κατάσταση στην άλλη. Ποια είναι πιο αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας πάνω κάτω το γνωρίζουμε ήδη αλλά δε δημοσιοποιείται εύκολα. Η σύνδεση πάντως αναλογικού περιεχομένου και ψηφιακών συνηθειών ακόμα και τώρα «διαβάζεται» εύκολα, μια που οι τηλεθεατές σχολιάζουν on line αυτό που παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο! Κι όχι απλά σχολιάζουν έναν αγώνα μπάσκετ ή ποδοσφαίρου αλλά μια τηλεοπτική σειρά ή μια ταινία. Διάσπαση προσοχής ή ψηφιοποιημένη τηλεθέαση; Σε κάθε περίπτωση όσοι παράγουμε τηλεοπτικό περιεχόμενο πολλάκις πέφτουμε στην παγίδα να ρωτάμε: «τι λένε για μας;» αντί να ασχολούμαστε με το παραχθέν αποτέλεσμα.

Η viral ελληνική τηλεόραση

Τελικά η επιτυχία ενός τηλεοπτικού προγράμματος δεν είναι οι τηλεθεατές που το παρακολουθούν ή το να μπορεί να είναι η τηλεόραση ανοικτή στο σαλόνι χωρίς να «ενοχλεί» κανένα μέλος της οικογένειας. Επιτυχία είναι πόσοι θα μιλήσουν για αυτό που προβλήθηκε. Όχι τι θα πουν αλλά πόσοι θα μιλήσουν και πόσοι και πως θα αναπαράξουν αυτό που μεταδόθηκε. Έτσι θα δημιουργηθεί ένα virality και με την αμερικάνικη λογική του «there is no bad publicity» αυτό που ξεκίνησε χαμηλά, μπορεί να ανέβει σταδιακά μέχρι να επικρατήσει στην αγορά της τηλεοπτικής μέτρησης που είναι «υποχρεωμένη» να ακολουθήσει. Τόσο απλά.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.