Για το Σάμινα το μαχαίρι έφτασε Μάτι, αλλά όχι κόκαλο

Θάνος Σαρρής
Για το Σάμινα το μαχαίρι έφτασε Μάτι, αλλά όχι κόκαλο
Ο Θάνος Σαρρής θυμάται εικόνες από το ναυάγιο του Σάμινα και τα ερωτήματα που φέρνουν πάντα οι τραγωδίες στην Ελλάδα.

«Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο», έλεγε από την Πάρο ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Χρήστος Παπουτσής, λίγες μέρες μετά την τραγωδία του Σάμινα, τονίζοντας πως δεν παρατήρησε καμία έλλειψη στην επιχείρηση διάσωσης. Το είδα πάλι σε ένα κιτρινισμένο φύλλο εφημερίδας, ανεβασμένο στο Facebook.

Έχω ακούσει αρκετές φορές το ερώτημα από ανθρώπους που πρωτοταξιδεύουν στην Πάρο. «Πώς γίνεται ένα καράβι να πέσει πάνω στις Πόρτες;» Πρόκειται για δύο βραχονησίδες με ξεκάθαρη θέση, οι οποίες για τα καράβια είναι σταθερές. Ξαναδιαβάζοντας όμως μαρτυρίες και επαναφέροντας όλες αυτές τις εικόνες, θυμάμαι ξανά πως το βασικό θέμα δεν ήταν το πως το Σάμινα συγκρούστηκε στον βράχο.

Οι εικόνες. Μοιάζουν σαν να μην έγιναν ποτέ. Μαθητές τότε στην Πάρο, ήταν σαν να τις είδαμε σε κάποια ταινία τρόμου, η οποία γυρίστηκε στα μέρη που περπατούσαμε καθημερινά. Πρώτα το όρθιο σιδερένιο κήτος να χάνεται στο σκοτάδι και να το καταπίνει η θάλασσα. Έπειτα η κοπάνα από το σχολείο και η πανταχού παρούσα θλίψη. Νεκροί σε νάιλον στο διάβα σου. Στο εκκλησάκι, στον πολιτιστικό σύλλογο που είχαμε παρατήσει τα μουσικά μας όργανα και κάναμε πρόβες κάθε Σάββατο. Είχε γίνει πλέον νεκροτομείο. Άνθρωποι να γυρίζουν από το Κέντρο Υγείας στο Λιμάνι, στις πλατείες, χαμένοι. Θρήνος να ακούγεται από παντού και καμιά φορά να διακόπτεται από μια παραφωνία ανακούφισης, καθώς κάποιος είχε βρει τον άνθρωπό του. Συντρίμμια και κουφάρια να ξεβράζονται στις παραλίες και εμείς, να βοηθάμε με ό,τι μπορούμε. Ρούχα, τρόφιμα, στέγη. Όχι βέβαια όσο οι ντόπιοι και οι Αιγύπτιοι ψαράδες που βγήκαν στο μάτι του κυκλώνα με τις βάρκες για να σώσουν τους ναυαγούς με κίνδυνο της ζωής τους.

Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα βγαίνουν ξανά τα φαντάσματα. Προσπαθώ κάθε χρονιά να γράψω κάτι, μα δεν ξέρω τι και πώς. Οι μνήμες μπλέκονται με τα συναισθήματα και οι συνειρμοί ξεκινούν, οδηγώντας σε αυτά τα ερωτήματα που στην Ελλάδα έχουμε μάθει πάντα να ακολουθούν τις τραγωδίες. Γιατί το σάπιο καράβι ταξίδευε ακόμα; Γιατί δεν υπήρξε αντίδραση με τον προβλεπόμενο τρόπο σε περίπτωση ναυαγίου; Γιατί τα σωσίβια δεν έφταναν για όλους; Γιατί οι σωσίβιες λέμβοι ήταν διακοσμητικές; Πώς γίνεται να χάνονται 85 άνθρωποι σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από την ακτή;

Γιατί σε αυτή τη χώρα πρέπει πάντα να συμβεί μια τραγωδία για να βγουν στη φόρα τα ολέθρια λάθη; Γιατί πάντα κάποιος με γραβάτα και περίλυπο ύφος να προαναγγέλλει ότι το μαχαίρι να φτάνει στο κόκκαλο, αλλά τελικά να χώνεται βαθιά μόνο σε μερικά εξιλαστήρια θύματα και να μην αγγίζει ποτέ εκείνους που χαρακτηρίζονται με σύνθετες λέξεις, οι οποίες έχουν πρώτο συνθετικό το «μεγαλό-...;».

Κάθε φορά, πριν καν το χώμα στεγνώσει, πριν το τελευταίο δάκρυ στερέψει. Η ανυπαρξία του κράτους δεν έγκειται μόνο στον πανικό που ακολουθεί ναυάγια, πλημμύρες και πυρκαγιές, ούτε στην απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης και σχεδιασμού. Έχει να κάνει και με τον τρόπο που δεν αγγίζει ποτέ τους «μεγαλο-». Όχι απλά δεν τους αγγίζει, αλλά τους διευκολύνει. Να μην σέβονται τους νόμους που υπάρχουν για τους άλλους, να μην περνούν ελέγχους, να χτίζουν όπου και όποτε θέλουν, να μην πληρώνουν φόρους, να τη σκαπουλάρουν με ποινές-χάδια. Και στο τέλος μένουν οι πνιγμένοι και οι καμένοι, μαζί με εκείνους που θεωρούν υπεύθυνους έναν καμαρότο, έναν πυροσβέστη ή ακόμα και τους ίδιους τους νεκρούς.