Τί ακριβώς σημαίνει «οικισμός» ;

Χρήστος Κιούσης Χρήστος Κιούσης
Τί ακριβώς σημαίνει «οικισμός» ;
Ο Χρήστος Κιούσης αναρωτιέται για τον περίεργο αυτόν οικιστικό όρο που τόσο πολύ ακούσαμε τελευταία, που δεν είναι πόλη, δεν είναι χωριό, ανήκει σε ευθύνη Δήμων αλλά μοιάζει να είναι και λίγο επικίνδυνα αυτόνομος.

Θυμάστε τον cult θεσμό του Αγροφύλακα; Θυμάστε, ότι σε μια περίοδο vintage προσέγγισης της πραγματικότητας της ελληνικής υπαίθρου ο Υπουργός Βύρων Πολύδωρας είχε εξαγγείλει προσλήψεις Αγροφυλάκων; Για να φυλάνε την ύπαιθρο… Την ύπαιθρο ποιος θα φυλάξει από τους Αγροφύλακες δε μας είπε…

Τα νέα παιχνίδια της Novomatic, με εντυπωσιακά γραφικά και δυνατό ήχο, μόλις έφτασαν στην Sportingbet.gr! (21+) * Ισχύουν Οροι και Προϋποθέσεις

Έχετε πάει ποτέ σε ένα υπέροχο σημείο στη μέση του πουθενά κι έχετε ανακαλύψει με έκπληξη, ότι εκεί που δεν υπάρχει νερό, δεν υπάρχει ρεύμα, μπορεί να μην υπάρχει καν δρόμος, έχει φυτρώσει ένας φράχτης και μια πανέμορφη βιλίτσα, η οποία μάλιστα φαίνεται να έχει και τα χρονάκια της; Αν μάλιστα αποπειραθείτε, να κολυμπήσετε εκεί μπροστά, θα συναντήσετε και τη δυσαρέσκεια, «γιατί η παραλία είναι του σπιτιού».

Τα παλιά τα χρόνια αν ένα γερό πορτοφόλι, μην πάει ο νους σας σε εφοπλιστές και βιομηχάνους, ας πούμε ένας γιατρός ή ένας δικηγόρος πήγαινε για καλοκαιρινό μπάνιο κι αναζητούσε έναν τόπο ηρεμίας και παραθέρισης εκεί στο πουθενά, υπήρχαν λύσεις. Υπήρχε στρατιά προθύμων τοπικών Αρχών, «να εξυπηρετήσει». Αγροφύλακες, κοινοτάρχες, συμβολαιογράφοι, γραμματείς της κοντινής κοινότητας μπορούσαν, «να συζητήσουν» το ενδεχόμενο μιας αγοραπωλησίας και της έκδοσης κάποιων «πιστοποιητικών», ότι υπήρχε εκεί κάποιο παλιότερο κτίσμα το οποίο θα «ανακαινιστεί».

Σε άλλα πιο ορατά κι οργανωμένα σημεία υπήρχε ο θεσμός της ψαροκαλύβας, που πρόσφερε ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι αλλά ήταν κάτι εφήμερο κάτι πρόσκαιρο, δεν απέπνεε τον αέρα ιδιοκτησίας, που τόσο πολύ οι Έλληνες αγαπάμε. Η εγκατάσταση στον τόπο γινόταν με τη μορφή ενός λυόμενου ή ενός τροχόσπιτου ας πούμε, που με τον καιρό χρειαζόταν ένα σκέπαστρο, ένα τοιχάκι, ένα τσιμεντένιο καθαρό πάτωμα και φαντάζομαι καταλαβαίνετε τη συνέχεια. Το ελενίτ, ο τσιμεντόλιθος και η μικρή μπετονιέρα έγιναν η Αγία Τριάδα του ελληνικού καλοκαιριού.

Έπειτα το οικοπεδάκι αποκτούσε με τις νόμιμες βεβαίως διαδικασίες χελώνα της ΔΕΗ και κάπου εκεί ξεκινούσε η τελική ευθεία της νομιμοποίησης του «εξοχικού», όπου το κράτος σού ζητούσε, «να πληρώσεις για να σώσεις» και φυσικά αποκτούσες την εσωτερική βεβαιότητα, ότι είσαι νόμιμος. Πληρώνω, άρα ορθά υπάρχω.

Οι αγροφύλακες, οι κοινοτάρχες, οι γραμματείς και οι τοπικοί συμβολαιογράφοι παραμετροποιούσαν την πραγματικότητα κατά πως απαιτούσε ο κάθε καινούργιος περί αυθαιρέτων νόμος και πιστέψτε με, υπήρξαν πολλοί τέτοιοι νόμοι τα τελευταία 60 χρόνια. Οι εκτάσεις των «οικισμών» άρχισαν να μεγαλώνουν, δρομάκια μεταξύ των σπιτιών άρχισαν να ασφαλτοστρώνονται αλλά δυστυχώς όχι και να φαρδαίνουν, μια που οι οικοπεδούχοι δεν ήθελαν να δώσουν μισό μέτρο από το οικόπεδό τους για τη διάνοιξη καταλληλότερου δρόμου. Αντιθέτως με χαρά έδιναν ονόματα στα δρομάκια τους, ονόματα μάλιστα μεγαλεπήβολα, όπως «οδός Αγάπης» ή «οδός Φιλίας» ή «οδός Ειρήνης», έπαιξε επίσης πολύ «οδός Ούλοφ Πάλμε» τα καλά χρόνια του Σοσιαλισμού ή «οδός Χωραφόπουλου», για να τιμήσουμε λίγο και τον άνθρωπο που έκοψε τα χωράφια του σε οικόπεδα, για να δημιουργηθεί ο κουκλίστικος αυτός οικισμός. Στο τέλος ο οικισμός έπαιρνε το όνομα είτε της πλησιέστερης εκκλησίας (παντού υπήρχε μια) είτε ακόμα και του πλησιέστερου μπακάλικου, για να μπορούν να προσανατολιστούν κάτοικοι κι επισκέπτες.

Ο πληθυσμός του «οικισμού» μεταβαλλόταν με δραματικό τρόπο ανάμεσα σε χειμώνα και καλοκαίρι κι από μια χούφτα ανθρώπους εκτοξευόταν σε μερικές εκατοντάδες, χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα από άποψη υποδομών. Οι δρόμοι παρέμεναν στενοί, οι δυνατότητες ύδρευσης κι αποχέτευσης παρέμεναν ίδιες και άρα πολύ σύντομα πεπερασμένες και το μποτιλιάρισμα συνέβαινε με χαρακτηριστική επαναληπτικότητα κάθε Σαββατοκύριακο και κάθε Αύγουστο. Οι δουλειές στο σπίτι, τα τριψίματα, τα βαψίματα, τα κοψίματα με τροχό, η ηλεκτροκόλληση ή η οξυγονοκόλληση με τη βοήθεια του μερακλή γείτονα έγιναν αναπόσπαστη καθημερινότητα του «οικισμού». Μη μιλήσω για τα χτιστά ή φορητά μπάρμπεκιου, που άναβαν κάθε Σαββατοκύριακο, για να γιορτάσουμε τη μάζωξη της γειτονιάς. Σκέψου, να πρέπει να εγκαταλείψεις αυτόν τον πρότυπο «οικισμό» την ώρα της κρίσης και με συνθήκες πανικού. Εσύ που αγκομαχούσες να φτάσεις Κυριακή πρωί στον φούρνο για ψωμί και τυρόπιτες!

Σε ό,τι διαβάσατε παραπάνω, δεν ξέρω αν αναγνωρίσατε κάτι γνώριμο, όμως η ευθύνη για όλα τα παραπάνω είναι πυραμιδική. Υπάρχει η πλατιά βάση της πυραμίδας, που είμαστε Εμείς, ξέρουμε ακριβώς ποιοι είμαστε και τι κάναμε. Ανεβαίνοντας την πυραμίδα συναντάς τις Τοπικές Αρχές, τους ανθρώπους που γνωρίζουν επακριβώς την τοπική γεωγραφία και ιδιομορφία αλλά έχουν την παγαποντιά στο τσεπάκι, γιατί φίλοι μου ο κίνδυνος είναι κάτι αόριστο, ενώ το κέρδος κάτι πολύ χειροπιαστό. Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν είτε να τελειώσουν την ασυδοσία της ελληνικής υπαίθρου είτε να παραιτηθούν ηχηρά πριν γίνει κανένα κακό, όχι μετά. Στην κορυφή της πυραμίδας υπάρχει η Ανώτατη Αρχή, που εμείς βάλαμε εκεί αλλά κι αυτοί δεν βρέθηκαν εκεί με το ζόρι. Υπάρχουν όλοι αυτοί που κατακλύζουν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα κι από τη δεύτερη κουβέντα που λένε, καταλαβαίνεις το προφανές. Όταν δεν είναι συνένοχοι, είναι άσχετοι κι επικίνδυνοι. Ενίοτε και τα δύο. Το τι σημαίνει Εθνικό Κτηματολόγιο, Δασολόγιο, Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας και Αντιπυρική Προστασία, φαντάζομαι τώρα το ξέρουμε όλοι καλά. Δεν κυβέρνησε αυτή την χώρα ούτε ένας, ούτε μισός, που να καταφέρει, να γκρεμίσει την άρρωστη πυραμίδα και να βάλει κανόνες. Λάθος ρήμα διάλεξα, όχι δεν κατάφερε, δεν θέλησε είναι το σωστό.

Έξω από αυτή την πυραμίδα υπάρχει ή καλύτερα θα έπρεπε να υπάρχει ένας μόνο θεσμός, που να εγγυάται την ασφάλεια των πολιτών, την απόδοση ευθυνών και την τιμωρία των ενόχων χωρίς να χρειάζεται καμιά κυβερνητική συνέντευξη τύπου. Η Δικαιοσύνη. Αλήθεια υπάρχουν εισαγγελείς και δικαστές σε αυτή την χώρα; Γιατί οικισμός Δικαστικών σίγουρα υπάρχει. Κολυμπούσα νέος κάποτε εκεί.

Αυτό που με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι μπροστά μας είναι ένας ολόκληρος Αύγουστος και την οποιαδήποτε κρίση θα κληθούν να την αντιμετωπίσουν οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Ψυχή βαθιά.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.