Η Ιταλίδα... από την Κυψέλη και η απαγόρευση της χούντας στον Αλεξανδράκη

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Η Ιταλίδα... από την Κυψέλη και η απαγόρευση της χούντας στον Αλεξανδράκη
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η Ιταλίδα... από την Κυψέλη και η απαγόρευση της χούντας στον Αλεξανδράκη

Ο μαγαζάτορας νυκτερινού κέντρου (Αθηνόδωρος Προύσαλης) επισκέπτεται τη βιοτεχνία επίπλων του Πολυκράτη Σπανού (Γιάννης Βογιατζής) και τον αναζητεί για να του πληρώσει τα «σπασμένα» της προηγούμενης βραδιάς, που άφησε η σύζυγος του Αντώνη (Αλέκος Αλεξανδράκης), η Μπιάνκα, την οποία υποδύεται η Μάρω Κοντού. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας «Μία Ιταλίδα από την Κυψέλη» και σε αυτή συμμετέχουν εκτός απο τον μαγαζάτορα, η Κατερίνα Γιουλάκη, που υποδύεται την Τούλα, την σύζυγο του Πολυκράτη και αδελφή του Αντώνη, αλλά και ο Γιώργος Γαβριηλίδης, ο οποίος υποδύεται τον Τζων, οικογενειακό φίλο που θέλει να παντρευτεί την πεθερά του Πολυκράτη (Ηλέκτρα Καλαμίδου):

«Τσιριμπίμ-τσιριμπόμ»

Μαγαζάτορας: Μέρα! Ο κύριος Πολυκράτης Σπανός;

Τούλα: Ορίστε, τι θέλετε; Είμαι γυναίκα του.

Μαγαζάτορας: Δε βλέπω το πρόσωπο!

Τούλα: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;

Μαγαζάτορας: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος...

Τούλα: Βουτυράτος;

Μαγαζάτορας: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ...

Τζων: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;

Μαγαζάτορας: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη! Κατάστημα «Το παλουκάκι».

Τζων: Δεν το ξέρω.

Μαγαζάτορας: Καθ´ όσον δε συχνάζουν φιόγκοι... Μαδάμ! [Της δίνει ένα χαρτί]

Τούλα: Τι ´ν´ αυτό;

Μαγαζάτορας: Η λυπημένη θλίψη...

Τούλα: Λογαριασμός;

Μαγαζάτορας: Πώπω, μαδάμ, δουλεύεις με διπλό καρμπυρατέρ!

Τούλα: Δεκαοχτώ χιλιάδες δραχμές λογαριασμός; Καλά, ποιος υπογράφει;

Μαγαζάτορας: Διάβασε το ´στερόγραφο...

Τούλα: Αντώνιος... Ο Αντώνης;

Μαγαζάτορας: Ουδέν αληθέστερον τούτου...

Τούλα: Ήρθε στο μαγαζί σας και αγόρασε δεκαοχτώ χιλιάδων δραχμών πράγματα;

Μαγαζάτορας: Δεν αγόρασε... Ρήμαξε... Το κατάστημα πουλάει πενιές...

Τζων: Πενιές; Τι είν´ αυτό;

Μαγαζάτορας: Αναστενάρικες...

Τούλα: Ε, δηλαδή τι έχετε; Κέντρο με μπουζούκια;

Μαγαζάτορας: Είδες τι δυνατή που είναι στο σταυρόλεξο;

Τούλα: Κι ήρθε ο Αντώνης [στο κέντρο με τα μπουζούκια] κι έκανε δεκαοχτώ χιλιάδων λογαριασμό;

Μαγαζάτορας: Με την αψηλή...

Τούλα: Καλά, τι ήπιανε;

Μαγαζάτορας: Δεν ήπιανε...

Τούλα: Ε, τότε;

Μαγαζάτορας: Ζύγισις, προσοχή, ανάπαυσις... Μπαίνουνε τρεις. Το πρόσωπο που υπόγραψε, η τσιριμπίμ τσιριμπόμ κι ένας άλλος...

Τούλα: Κοντός;

Μαγαζάτορας: Στην αρχή δεν ήτανε. Ύστερα τον κοντύνανε...

Τζων: Λοιπόν;

Μαγαζάτορας: Εσύ μη λες τίποτα. Μυρίζεις απίγανον... Λοιπόν, στην αρχή καλά τα παγαίνανε. Και δεν ξέρω πως, σηκώνεται η αψηλή και βαράει μια στράκα σ´ έναν στη διπλανή παρέα. Και ποιον διάλεξε να βαρέσει; Το Λεωνίδα το Μολυβάτο... Άκου δηλαδή εκλογή!

Τούλα: Και δηλαδή αρπαχτήκανε;

Μαγαζάτορας: Ε, δηλαδή, τι θα κάνανε; Θα κανελώνανε το ρυζόγαλο;

Τζων: Α, μα αυτό είναι βάρβαρο!

Μαγαζάτορας: Εσύ πάψε, θα σου ρίξω φλιτ!

Υπόθεση: Όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

Η ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου έργου του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβιου Βασιλειάδη. Γυρίστηκε το 1968 από την Finos Film, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ντίνου Δημόπουλου. Η υπόθεση του έργου ήταν η εξής: Ο Αντώνης επιστρέφει από τις σπουδές του στην Ιταλία όπου σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος. Μαζί του έρχεται και η ελληνίδα σπουδάστρια Καλών Τεχνών και γυναίκα του, Μπιάνκα. Ο Αντώνης παρουσιάζει την Μπιάνκα ως Ιταλίδα μνηστή στην οικογένειά του. Ο κύριος λόγος αυτού του ψέματος είναι η αδερφή του Τούλα, κύρια κληρονόμος της οικογενειακής περιουσίας με χαρακτηριστική ξενομανία και καταπιεστική συμπεριφορά απέναντι στον άντρα της Πολυκράτη. Η Τούλα έχει επιβάλει στον αδελφό της να παντρευτεί ξένη και όχι ελληνίδα, τις οποίες δεν εκτιμά. Εμμέσως πλην σαφώς τον έχει προειδοποιήσει ότι εάν αγνοήσει τις προσταγές της, δεν θα τον βοηθήσει οικονομικά για να ανοίξει το δικό του μαγαζί ηλεκτρικών. Έτσι, το ζευγάρι καταστρώνει σχέδιο να της αλλάξει άποψη σε συνεργασία με τον Πολυκράτη, χρησιμοποιώντας υπερβολές (πολλά μπάνια, τολμηροί χοροί, πολλά έξοδα κ.λπ.) με την δικαιολογία ότι έτσι ζουν οι άνθρωποι όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη και τελικά το καταφέρνει, με τελικό αποτέλεσμα το νιόπαντρο ζευγάρι να γίνει αποδεκτό από την Τούλα.

Το αρχικό σενάριο προέβλεπε γυρίσματα και στην Ιταλία, ωστόσο αυτά δεν έγιναν ποτέ και ο λόγος ήταν η σκληρή στάση της χούντας εκείνη την εποχή, η οποία απαγόρευσε το ταξίδι αυτό στον Αλέκο Αλεξανδράκη, λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Ετσι, ο Φίνος αποφάσισε τελικά να μην πάει κανείς στην Ιταλία. Εκτός από τους προανεφερθέντες, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα ο Δημήτρης Νικολαϊδης, υποδυόμενος τον Παναγιώτη, ένα απατεωνίσκο, δήθεν δάσκαλο ελληνικών της Μπιάνκα, αλλά και η Καίτη Παπανίκα, στο ρόλο της γαλλιδούλας ξελογιάστρας Ρενέ, η οποία έφερε πολλές φορές σε δύσκολη θέση τον Πολυκράτη. Παρά τις απαγορεύσεις, η ταινία πήγε πολύ καλά εμπορικά, αφού κόβοντας 396.882 εισιτήρια τη σεζόν 1968-1969, βρέθηκε στην 11η θέση ανάμεσα στις 108 ταινίες της σεζόν εκείνης.

Οι ατάκες που αγαπήσαμε

Δεκάδες είναι οι απολαυστικοί διάλογοι της ταινίας, που προκαλούν άφθονο γέλιο με την εύστοχη χρήση λέξεων και εκφράσεων, από την πλειάδα χαρισματικών ηθοποιών που συνθέτουν το καστ της.

(Η «ιταλίδα» Μπιάνκα συναντά τον απατεωνίσκο ξάδελφό της)

Μπιάνκα: Τι κάνεις βρε Παναγιώτη; Βρήκες καμιά δουλειά;
Παναγιώτης: Άνοιξα ένα μαγαζάκι, αλλά με κλείσανε μέσα.
Μπιάνκα: Γιατί;
Παναγιώτης: Έ, βλέπεις, το άνοιξα νύχτα με λοστό!

(Η Μπιάνκα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στους συγγενείς του Αντώνη, μιλώντας άπταιστα ιταλικά)
Τούλα: Παντρεύτηκε ο Αντώνης; Και δεν μας το έγραψε;
Μπιάνκα: Σκούζι;
Πολυκράτης: Σκούζει από τώρα;

Τούλα: Μπράβο Αντώνη μου. Συγχαρητήρια. Και τι δουλειά κάνει ο πατέρας της στην Ιταλία;
Αντώνης: Ε... δουλεύει... Έχει εργοστάσιο.
Πολυκράτης: Έπιπλα;
Αντώνης: Όχι. Ψάρια, παστά.
Τούλα: Α! Πάστωρ!!!

(Ο Αντώνης συζητά με τον γαμπρό του, Πολυκράτη)

Αντώνης: Πόσον καιρό είσαστε παντρεμένοι, Πολυκράτη;
Πολυκράτης: 22 μήνες, 4 ημέρες και κάτι ώρες.
Αντώνης: Α, κατάλαβα. Για να τις μετράς, πάει να πει ότι δεν είσαι καθόλου ευχαριστημένος. Μόνο οι φυλακισμένοι μετράνε τις μέρες τους.
Πολυκράτης: Ναι, αλλά ο φυλακισμένος λέει "έκανα 22 μήνες, θα κάνω άλλους 6, απολύομαι". Ο παντρεμένος τι να πει;

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία