Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 93 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 93 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Η κατάθεση ψυχής του Ορέστη Μακρή, το «Αμαξάκι» και το ταξίδι στο Φεστιβάλ της Τσεχίας​

Σεβασμός, ανιδιοτελής αγάπη, νοσταλγία, ήθος, ανθρωπισμός, αλληλεγγύη. Πρόκειται για συναισθήματα και αξίες που συνδέονται με την πορεία του ανθρώπου πάνω στο γη από την πρώτη στιγμή που αυτός εμφανίστηκε. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι γεμάτος με τα συναισθήματα και τις αξίες αυτές όχι σε μια, αλλά σε δεκάδες ταινίες, κάθε μία από τις οποίες έχει γράψει τη δική της, μοναδική σελίδα στην ιστορία του. Κι όμως, υπάρχει μια ταινία που αναδεικνύει όλα τα παραπάνω με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, με όχημα έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, μια πλειάδα χαρισματικών ηθοποιών, αλλά και ένα συναισθηματικό σενάριο, βγαλμένο μέσα από την ζωή, μέσα από τα πιο όμορφα, αλλά και τα πιο επώδυνα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης.

Ο λόγος για την ταινία «Το αμαξάκι», η οποία γυρίστηκε το 1957, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και μια μαγευτική μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Πρόκειται κατά τη γνώμη μας, ίσως, για την πλέον ανθρώπινη και συναισθηματική ταινία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, όπου ο μυθικός Ορέστης Μακρής δεν καταθέτει απλά δείγμα του σπουδαίου ταλέντου του, αλλά την ψυχή του την ίδια. «Το αμαξάκι» συνιστά μια σπαρακτική ταινία, χωρίς καμία υπερβολή, με σκηνές που ο συνειδητοποιημένος θεατής όχι απλά συγκινείται και βουρκώνει, αλλά μπορεί να τον οδηγήσουν ακόμα και στα όρια των λυγμών. Όχι, δεν πρόκειται για ακραίο συμπέρασμα, αλλά για μια παρατήρηση πέρα για πέρα αληθινή. Και όποιος αμφιβάλλει, ας «δοκιμάσει» τον εαυτό του, βλέποντας την ταινία αυτή με προσοχή και ησυχία.

Από την Αθήνα, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τσεχίας

Πέρα από τον Ορέστη Μακρή, στο τελικό, μαγευτικό αποτέλεσμα συντελούν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του καστ, όπως η εκθαμβωτική Αντιγόνη Βαλάκου, ο υπέροχος Βασίλης Αυλωνίτης, ο απίστευτος Στέφανος Στρατηγός (σε μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του), ο ανεπανάληπτος Βασίλης Διαμαντόπουλος (εμφανίζεται μόλις 15 λεπτά στην ταινία και «προλαβαίνει» να «ισοπεδώσει» τον θεατή με την σπαρακτική ερμηνεία του), ο τόσο βαθιά ανθρώπινος Παντελής Ζερβός, αλλά και η Γεωργία Βασιλειάδου. Στο «Αμαξάκι» εμφανίζεται και η μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου για πάνω από 60 χρόνια, Χριστίνα Καλογερίκου, στον ρόλο της γριάς αρχόντισσας.

Αυτοί οι ηθοποιοί έδωσαν στο «Αμαξάκι» μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 4 Φεβρουαρίου του 1957 και έκοψε 138.620 εισιτήρια. Μάλιστα, ήταν πρώτη ταινία εισπρακτικά από το σύνολο των 30 ελληνικών ταινιών εκείνης της χρονιάς. Η δυναμική της ήταν τέτοια που οδήγησε τους δημιουργούς της να την στείλουν για συμμετοχή στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Karlovy Vary της Τσεχίας, στο οποίο ξεχώρισε η μοναδική ερμηνεία του Ορέστη Μακρή, στο ρόλο του αμαξά που βλέπει το επάγγελμά του να ξεπερνιέται από την εποχή και ο ίδιος να μην μπορεί να την παρακολουθήσει. Στα ατού της ταινίας, τα πλουσιοπάροχα πλάνα με τα υπέροχα, νοσταλγικά σοκάκια της παλιάς Αθήνας και της Πλάκας.

Πλούτος συναισθημάτων

Για την υπόθεση της ταινίας η Finos Film αναφέρει: «το επάγγελμα του αμαξά περνάει μεγάλη κρίση, λόγω της εμφάνισης των ταξί και δύο φίλοι αμαξάδες αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο μεν πρώτος γίνεται ταξιτζής (Βασίλης Αυλωνίτης), αλλά ο δεύτερος (Ορέστης Μακρής), πιο ρομαντικός, συνεχίζει σαν αμαξάς. Πέρα όμως από την κρίση στο επάγγελμά του, αντιμετωπίζει και οικογενειακά προβλήματα, όταν ο χαρτοκλέφτης γιος του (Στέφανος Στρατηγός) ξεγελά μια κοπέλα (Αντιγόνη Βαλάκου), την παρατάει και φεύγει στο εξωτερικό. Μετά από λίγο καιρό, ο αμαξάς, κουρασμένος και εξουθενωμένος -καθώς πουλάει τσιγάρα στους δρόμους-, πεθαίνει. Ο γιος του γυρίζει μετανιωμένος, παντρεύεται την κοπέλα και ζητάει συγχώρεση πάνω από τον τάφο του πατέρα του».

Πόσο απλοϊκή ακούγεται όμως η ιστορία αυτή, μέσα από τούτη την περιγραφή. Και πόσο «αδικεί» το όλο αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι καταγράφει επακριβώς τα όσα συμβαίνουν στην ταινία. Από την άλλη όμως, πόσο εύκολο είναι να αποδώσεις με λέξεις, συναισθήματα όπως ο πόνος του πατέρα για το παραστρατημένο του παιδί, η νοσταλγία του μετανάστη για την πατρίδα και το χωριό του, η απογοήτευση και η θλίψη μιας νέας κοπέλας που ξεγελιέται από τον νέο που αγαπά, η νοσταλγία του ηλικιωμένου για την χρόνια πεθαμένη γυναίκα του, την οποία συνειδητά δεν «αντικαθιστά» στη ζωή του, η μετάνοια του γιου που καταλαβαίνει τον πόνο που προκάλεσε στον πατέρα του, θέλει να επανορθώσει, αλλά συνειδητοποιεί ότι δεν πρόλαβε να το κάνει, αφού ο τελευταίος είχε πλέον φύγει από τη ζωή. Συναισθήματα που οι ερμηνείες του Μακρή, του Διαμαντόπουλου, της Βαλάκου και του Στρατηγού απογειώνουν με ένα μαεστρικό τρόπο, που όμοιό του δεν θα βρεις σε καμία άλλη ελληνική ταινία. Όταν μάλιστα οι ερμηνείες αυτές συνοδεύονται από την υπέροχη μελωδία του Μάνου Χατζιδάκι, τότε κάθε λέξη χάνει το νόημά της, όντας μικρή για να αποτυπώσει τον πλούτο των συναισθημάτων που «Το αμαξάκι» αναδεικνύει τόσο απλόχερα.

Το «Μεγάλο Ερώτημα», από τον καθηλωτικό Βασίλη Διαμαντόπουλο

Δεν είναι καθόλου εύκολο να επιλέξεις κάποιες σκηνές που τις θεωρείς πιο δυνατές από τις άλλες, Κάθε μία έχει τη δική της μοναδική, καλλιτεχνική αξία. Αν πρέπει όμως να σταθούμε σε δύο, η πρώτη είναι η σκηνή όπου ο Βασίλης Διαμαντόπουλος μαζί με τον Στέφανο Στρατηγό αναπολούν σε μια καθηλωτική σκηνή, την Ελλάδα και τα χωριά τους. Και οι δύο έχουν φύγει από την Ελλάδα, έχουν πάει σε κάποια χώρα της Αφρικής, βγάζουν πολλά λεφτά, αλλά είναι απίστευτα δυστυχισμένοι. Τους λείπουν οι άνθρωποί τους, η γειτονιά τους, το φως και ο ήλιος της πατρίδας τους. Η σκηνή διαρκεί κοντά στα 20 λεπτά και είναι συγκλονιστική. Οι δυο τους τα πίνουν σε ένα μπαρ, γεμάτο από ξένους ανθρώπους, όλων των φυλών, με τους οποίους όμως δεν τους συνδέει τίποτα.

Κι έρχεται η ώρα που ξεκινούν το τραγούδι, το οποίο δεν είναι τραγούδι, αλλά ένα θρησκευτικό τροπάριο: «Σώσον κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομία σου» ψέλνουν αγκαλιά, κλαίγοντας. Και έρχεται η στιγμή που ο Διαμαντόπουλος, κάνει το Μεγάλο Ερώτημα της Ζωής: «Σου δίνω όλα τα λεφτά που έβγαλα εδώ στην ξενιτιά, μπορείς να μου φέρεις πίσω τον γέρο και την γριά μου;». Και κάπου εδώ τα μάτια γεμίζουν. Η δεύτερη σκηνή είναι η σκηνή της επιστροφής του άσωτου υιού, ο οποίος θέλει να ζητήσει συγγνώμη από τον γέρο πατέρα του για όσο πόνο του προξένησε όλα αυτά τα χρόνια. Τρέχει γεμάτος λαχτάρα να πέσει στα πόδια του και να ζητήσει συγχώρεση, αλλά όταν μαθαίνει ότι εκείνος δεν υπάρχει πια αφού έχει μόλις πεθάνει, καταρρέει. Είναι η στιγμή της αλήθειας, όπου η κάθαρση δεν έρχεται και αισθάνεσαι ότι δεν θα έρθει ποτέ. Ο γιος πάνω από τον τάφο του πατέρα του κλαίει με λυγμούς και ζητά συγχώρεση από εκείνον, έστω και μετά θάνατον. Στιγμές και καταστάσεις που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θέλει να ζήσει...

Ο Μάριος Πλωρίτης επιβραβεύει

Ίσως όλα τα παραπάνω για κάποιους να ακούγονται πολύ ρομαντικά, αφελή και υπερβολικά. Το πως όμως υποδέχθηκαν την ταινία αυτή κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων, εκείνη την εποχή, ίσως να δίνει απαντήσεις στα παραπάνω. Ο Μάριος Πλωρίτης, μέσα από την εφημερίδα «Ελευθερία» έγραφε για την ταινία, τον Απρίλιο του 1956: «Το αμαξάκι είναι μια ταινία με όλη την έννοια της λέξεως “συμπαθητική”. Δεν είναι μεγάλη, δεν διαρκεί περισσότερο από ό,τι πρέπει, δεν έχει παράλογες αξιώσεις. Είναι το συναισθηματικό χρονικό μιας συνοικίας και περισσότερο ακόμα, εκείνων των στοιχείων της που βαθμιαία εξαφανίζονται, καθώς αδυνατούν να προσαρμοστούν στις συνθήκες που αλλάζουν. Δεν τείνει ούτε προς τη σάτιρα, ούτε προς την κοινωνική ανάλυση - καμμιά φορά μόνο προς ένα πολύ ευγενικό μελόδραμα. Έχει χάρη, έχει ανθρωπιά, έχει συμπόνοια. Θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί ότι έχει ρεαλισμό, καθώς δεν αποπειράται να αποκρύψει την κοινωνική πραγματικότητα κάτω από το βάρος της συναισθηματολογίας. Ο κ. Δημόπουλος επιβεβαιώνει εδώ όλες τις ελπίδες που είχε δημιουργήσει με τις προηγούμενές του ταινίες. Η αφήγησή του είναι απέριττη, η άνεση του φακού μεγάλη, η δεξιοτεχνία του επαρκέστατη… Ο κ. Κατσουρίδης φωτογράφισε την ταινία με ταλέντο και ο κ. Χατζιδάκις έγραψε μια μουσική, ίσως όχι μεγάλη, αλλά μέσα στο κλίμα του έργου και ανάλογη προς κάθε επεισόδιό του». Δείτε την ταινία. ΄Ισως τότε όλα τα παραπάνω να σας φανούν εντέλει πολύ λίγα για να περιγράψουν τη μοναδικότητά της...

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία