Χρειάζεται η Ελλάδα μυστικές υπηρεσίες;

Gazzetta team
Χρειάζεται η Ελλάδα μυστικές υπηρεσίες;
Ένα βιβλίο για τον τρόπο συγκρότησης και δράσης των σύγχρονων υπηρεσιών κατασκοπείας στη χώρας μας, γραμμένο από Έλληνα πανεπιστημιακό που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, προκαλεί ήδη συζητήσεις…

«Χρειάζεται η Ελλάδα μυστικές υπηρεσίες;». Το ερώτημα αυτό θέτει στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Εθνική Ασφάλεια και σύγχρονες υπηρεσίες κατασκοπείας στην Ελλάδα» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποταμός) ο συγγραφέας Σήφης Φιτσινάκης, ο οποίος ζει μόνιμα -από το 1998- στις ΗΠΑ όπου εργάζεται ως ερευνητής και καθηγητής.

Από το βιογραφικό του αντιγράφω δύο στοιχεία: «Την εποχή αυτή, παράλληλα με τη συγγραφή, εργάζομαι ως επίκουρος καθηγητής στο πρόγραμμα Πληροφοριών και Εθνικής Ασφάλειας του πανεπιστημίου Coastal Carolina University στις ΗΠΑ. Έως το 2014, εργαζόμουν ως επίκουρος καθηγητής και διευθυντής του προγράμματος Ασφάλειας και Πληροφοριών στο τμήμα Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών του King University στις ΗΠΑ. Παράλληλα διεύθυνα το Ινστιτούτο Σπουδών Ασφάλειας και Πληροφοριών στο King».

Σύμφωνα πάλι με όσα ο ίδιος αναφέρει στο βιογραφικό του, ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα «τις ημέρες του Πολυτεχνείου» και συνεχίζει: «Μεγάλωσα στην Κρήτη κι ανδρώθηκα στην Αγγλία. Κουβαλάω μαζί μου και τις δύο. Το ψωμί μου το βγάζω στη χώρα των μεταναστών, την Αμερική. Είμαι ένας απ’ αυτούς που περιγράφει ο όρος “ξενιτεμένοι Έλληνες”, αν και συχνά αναρωτιέμαι μήπως τελικά είναι η Ελλάδα που έχει ξενιτευτεί, κι όχι εμείς.

»Το πρώτο μου βιβλίο (Ανατρεπτική Τεχνολογία, εκδόσεις Καλέντη, 1998) το έγραψα στα 22 μου. Από τότε έχω δημοσιεύσει αμέτρητα άρθρα και μελετήματα, έχοντας συνεργαστεί με έντυπα σε Ελλάδα, Ευρώπη κι Αμερική. Παράλληλα έχω μαζέψει ένα κάρο πτυχία κι ακαδημαϊκές εμπειρίες, κυρίως στις πολιτικές επιστήμες. Αλλά τη μεγαλύτερη ηδονή τη δοκιμάζω ακόμα όταν προκαλώ γράφοντας και προκαλούμαι διαβάζοντας.

»Σπούδασα επικοινωνιολογία και ιστορία της τέχνης στο Exeter College. Συνέχισα τις σπουδές μου στο τμήμα Κοινωνικών Ερευνών του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, όπου και υπήρξα ο πρώτος ξένος προπτυχιακός φοιτητής του ιστορικού Κέντρου Σύγχρονων Πολιτισμικών Σπουδών (Centre for Contemporary Cultural Studies), βλαστό των πρωτοπόρων κοινωνιολόγων Stuart Hall και Raymond Williams. Εξειδικεύτηκα στην κοινωνιολογία των μέσων ενημέρωσης και στις πολιτικές επιπτώσεις της ψηφιακής επικοινωνίας. Πραγματοποίησα την πτυχιακή μου διατριβή πάνω στην “ψηφιακή δημοκρατία”. Αποφοίτησα λαμβάνοντας το υψηλότερο πτυχίο του τμήματος και αποσπώντας συγχρόνως μια από τις δώδεκα υποτροφίες του Συμβουλίου Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας της Βρετανίας.

»Ξεκίνησα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, όπου και πραγματοποίησα τη μεταπτυχιακή μου διατριβή πάνω στη χρησιμοποίηση κατασκοπευτικών ψηφιακών τεχνολογιών από τις αστυνομικές και μυστικές υπηρεσίες ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας.

»Κατόπιν απέσπασα τριετή υποτροφία, ξανά από το Συμβούλιο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας, και μεταπήδησα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, όπου και άρχισα τη συγγραφή της διδακτορικής μου διατριβής, στην οποία εστιάστηκα στις πολιτικές επιπτώσεις της κατασκοπείας, ιδιαίτερα δε των τηλεφωνικών υποκλοπών, στην ψηφιακή εποχή».

Από το βιογραφικό του συγγραφέα δεν άλλαξα τίποτα. Το μετέφερα απλώς εδώ. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να το βρει με ένα κλικ στο blog που διατηρεί με την επωνυμία Μονόγραμμα. Αλλά, πριν επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα ένα–δύο στοιχεία για τις γενικότερες απόψεις και θέσεις του συγγραφέα.

Η πρώτη έχει να κάνει με το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου: «Οι μεγάλες αποφάσεις είναι πάντοτε απλές. Ως Έλληνας, είμαι αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης. Δε θα μπορούσα ποτέ να της γυρίσω την πλάτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το λαμπρό αυτό επίτευγμα του Σούμαν, του Αντενάουερ, του Σπακ, και όλων των άλλων ηγετικών μορφών της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν κάποτε το σπίτι μου. Όμως σήμερα έχει καταληφθεί από αδίστακτους οικονομικούς ντετερμινιστές που δεν εκφράζουν ούτε εμένα, ούτε τον ιστορικό πυρήνα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, από τα σπλάχνα της οποίας γεννήθηκε η Ενωμένη Ευρώπη.

»Το σαθρό αυτό κατασκεύασμα που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση, που ήδη παραπαίει σε πολλά μέτωπα, δεν έχει μέλλον. Καθώς η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε συνθήκες ανοιχτού οικονομικού πολέμου, συντάσσομαι ανοιχτά και ανεπιφύλακτα με την υπερκομματική συμμαχία του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ωστόσο, θα σεβαστώ και θα θεωρήσω ως πατριώτες όσους συμπαραταχθούν με το ΝΑΙ, υπό μία και μόνο προϋπόθεση: να μην το πράξουν από φόβο».

Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με ένα κείμενο του συγγραφέα στο ΑΝΤΙ της τελευταίας περιόδου του ιστορικού περιοδικού (2006) που αναφέρεται στο «εβραϊκό λόμπι»: «η πραγματικότητα είναι, όπως πάντοτε, πολυσύνθετη και περίπλοκη, κι έχει ελάχιστα να κάνει με τη μυθολογία περί “εβραϊκού λόμπι”. Είναι καταρχήν καίριο να ξεκαθαριστεί πως δεν υπάρχει «εβραϊκό λόμπι» στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, το κατεξοχήν δραστήριο λόμπι είναι το ισραηλινό και το φιλο-ισραηλινό. Κι αυτό διότι άλλο Ισραηλινός κι άλλο Εβραίος. Ο ταυτισμός του εβραϊσμού με το Ισραήλ είναι τόσο ανιστόρητος όσο και ο ταυτισμός της ορθοδοξίας με τη Ρωσία, ή του καθολικισμού με την Ιταλία.

»Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το ίδιο το Ισραήλ δεν έχει ούτε επίσημη θρησκεία, ούτε επίσημη κρατική θρησκευτική προτίμηση. Σήμερα δε, πάνω από το 20 τοις εκατό του πληθυσμού της χώρας είναι πιστοί μη-εβραϊκών δογμάτων (μουσουλμάνοι, χριστιανοί ορθόδοξοι, καθολικοί, μαρωνίτες, κόπτες, δρούζοι, κλπ). Στις μέρες μας υπάρχουν Ισραηλινοί διπλωμάτες που είναι άραβες στην καταγωγή και συχνά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, όπως επίσης και στρατιωτικοί, ανώτατοι δικαστές και βουλευτές. Ταυτόχρονα, ενώ το 65 τοις εκατό των Ισραηλινών αυτοχαρακτηρίζονται Εβραίοι στο θρήσκευμα, το ποσοστό αυτό περιλαμβάνει και ένα σημαντικό αριθμό –ίσως και πάνω από το μισό– κοσμικών Εβραίων, δηλαδή Ισραηλινών που είναι Εβραίοι στην καταγωγή αλλά που έχουν αποστασιοποιηθεί από την οργανωμένη εβραϊκή θρησκεία και ταυτίζονται με το Ισραήλ εθνικά, όχι θρησκευτικά».

Και τώρα το αρχικό ερώτημα: «Χρειάζεται η Ελλάδα μυστικές υπηρεσίες;». Η απάντηση που επιχειρεί ο συγγραφέας να δώσει έχει στο κέντρο της κυρίαρχη την «γεωπολιτική διάσταση». Ο Φιτσανάκης γράφει: «Η ελληνική περίπτωση αναλύεται υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής επιστήμης, αναπόσπαστη αρχή της οποίας είναι ότι τα έθνη και τα κράτη καθορίζουν την ιστορική τους υπόσταση μονάχα σε ορισμένο βαθμό». Και αυτό γιατί, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, υπάρχουν και διαδραματίζουν ρόλο και ανέλεγκτοι παράμετροι όπως «το κλίμα, το έδαφος, το υπέδαφος, η εθνοτική σύσταση του πληθυσμού, αλλά και η πολιτική κατάσταση στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο».

Σε αυτό το απαιτητικό πλαίσιο ο συγγραφέας εκτιμά ότι η χώρα χρειάζεται διαφορετικού τύπου, νοοτροπίας και στοχεύσεων «σύγχρονων πληροφοριακών δομών». Τα επιχειρήματα του στηρίζονται σε μια βάση που λαμβάνει υπόψη της τόσο την οικονομική κατάσταση της χώρας όσο και την αποσύνθεση του ευρύτερου γεωγραφικού περίγυρου της. Το βιβλίο για τις «σύγχρονες υπηρεσίες κατασκοπείας» εντάσσεται στη σειρά των δοκιμίων με τον τίτλο «Απέναντι Οχθη». Επιστημονικός διευθυντής της σειράς είναι ο Γιώργος Καλπαδάκης, διευθυντής του γραφείου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και αδελφός του Βαγγέλη Καλπαδάκη, διπλωματικού συμβούλου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.

Τέλος, από το βιβλίο που ξεπερνά τις 250 σελίδες συγκρατώ τις εξής ιδέες και προτάσεις του συγγραφέα: α) Την σκέψη- πρόταση για την υπαγωγή της ΕΥΠ στο Γραφείο του Πρωθυπουργού που σύμφωνα με τον Φιτσανάκη θα επιτρέψει στην ΕΥΠ «να απαλλαγεί από τους περιορισμούς της υπουργικής εποπτείας και να μετατραπεί σε έναν ανεξάρτητο κυβερνητικό οργανισμό με δυνατότητα σύναψης στενών θεσμικών επαφών με μια σειρά υπουργείων που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια», β) την πρόταση για τη διεύρυνση των αντικειμένων δραστηριότητας των σύγχρονων υπηρεσιών κατασκοπείας στην Ελλάδα κυρίως στο σκέλος της τηλεπικοινωνιακής ασφάλειας , του οικονομικού εγκλήματος, της διαφθοράς και γ) την πρόταση για την «δημόσια εικόνα» της ΕΥΠ και τη σχέση της με την ελληνική κοινωνία.

Πηγή: protothema.gr