Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 81 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 81 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

«Ο γρουσούζης», η μαγική καθοδήγηση του Γ. Τζαβέλλα και η «πρώτη» του Ντ. Ηλιόπουλου στον ελληνικό κινηματογράφο

Άραγε ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει μια ταινία ώστε να μπορεί ο θεατής να την βλέπει ξανά και ξανά με την ίδια λαχτάρα της πρώτης θέασης; Οι ηθοποιοί; Το σενάριο; Η σκηνοθεσία; Η υπόθεση; Η φωτογραφία; Όλα αυτά μαζί; Η απάντηση δεν είναι απλή. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς «όλα αυτά μαζί», αλλά και πάλι η αλήθεια θα είναι μισή. Πάντα υπάρχει το απροσδιόριστο, το στοιχείο εκείνο που μένει ομιχλώδες και εν τέλει είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά. Ως μια τέτοια ταινία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον «Γρουσούζη», ταινία που γυρίστηκε το 1952, σε σκηνοθεσία του μυθικού Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστή τον Ορέστη Μακρή, σε έναν ακόμα ρόλο που χαρακτήρισε την σπουδαία και πολύχρονη καριέρα του, αυτόν του γκρινιάρη και μίζερου ταβερνιάρη. Ο οποίος όμως επιλέγει ασυναίσθητα να βγάζει αυτή την εικόνα προς τα έξω, απλά ως «άμυνα» στην μοναξιά και της φοβίας του για τους ανθρώπους. Ο ίδιος κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή, η οποία στο τέλος βγαίνει στην «επιφάνεια», χωρίς μανδύα, χωρίς ενδοιασμούς, απλά γιατί είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια, όσο κι αν καθυστερεί, έρχεται η στιγμή που αποκαλύπτεται.

Η Ελλάδα των άκρων...

1952. Η Ελλάδα προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές του πολέμου, αλλά η προσπάθεια φάνταζε άνιση. Φτώχεια, ανεργία, ξενιτιά, βάσανα και πείνα ήταν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας. Παρά τα προβλήματα όμως, οι αξίες της οικογένειας και η ηθική που αυτή αντιπροσώπευε παρέμεναν ζωντανές για τους Έλληνες. Αυτό όμως είχε και τα αρνητικά του. Δεν μπορούσε π.χ. η κοινωνία να ανεχθεί την ύπαρξη ενός παιδιού εκτός γάμου. Η μητέρα σε αυτή την περίπτωση ήταν κατακριτέα. Σε αυτό το κοινωνικό ζήτημα στηρίχθηκε και η ταινία, το οποίο προσέγγισε με ωμό αλλά απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που σίγουρα προκαλεί απορία στους σημερινούς νέους, οι οποίοι δύσκολα μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η ελληνική κοινωνία διεκρίνετο από έναν τόσο έντονο συντηρητισμό. (Σήμερα βέβαια, πήγαμε στο άλλο άκρο, αυτό της απόλυτης ασυδοσίας ηθών και αξιών, αλλά δεν είναι της παρούσης να το σχολιάσουμε).

Η Μαρία της «ντροπής»...

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Το καφενεδάκι του κυρ-Αγαθοκλή - του γρουσούζη, όπως τον αποκαλούν οι θαμώνες (Ορέστης Μακρής) -, μαζεύει όλους τους αρχιτεμπέληδες της γειτονιάς. Παρά την γκρίνια του Αγαθοκλή – που συχνά φτάνει στο σημείο να διώχνει τους τεμπέληδες θαμώνες –, οι πελάτες του παραμένουν πιστοί. Όταν μια μέρα στο κατώφλι του καφενείου βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ένα μωρό, ο Αγαθοκλής αποφασίζει να το κρατήσει και προσλαμβάνει μια παραμάνα, την Μαρία (Δάφνη Σκούρα), χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η αληθινή μητέρα του παιδιού. Δεν είναι όμως δύσκολο για έναν πεπειραμένο άνθρωπο να καταλάβει γρήγορα την αλήθεια. Η Μαρία επέλεξε να πάει στο σπίτι του Αγαθοκλή για να προσέχει το παιδί της, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει διότι η κοινωνία του...πολιτισμού, δεν μπορούσε να δεχθεί στους κόλπους της μια ανύπανδρη μητέρα. Η Μαρία ωστόσο είχε και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε να μεγαλώσει σωστά το παιδί, γι’ αυτό και προτίμησε – με πόνο ψυχής, όπως φαίνεται στην εξέλιξη του έργου – να το αφήσει κάπου που θα έβρισκε μια στέγη. Ωστόσο το μητρικό φίλτρο δεν της επιτρέπει να αφήσει το παιδί της και να εξαφανιστεί, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως παραμάνα. Ο Αγαθοκλής καταλαβαίνοντας την αλήθεια, εξοργίζεται από την Μαρία, αλλά σύντομα καταλαβαίνει ότι η ίδια δεν είχε άλλες επιλογές, όταν ακούει την ιστορία της, που αφορά έναν άνδρα που αγαπούσε, αλλά αυτός επέλεξε να φύγει μακριά της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ότι η ίδια ήταν έγκυος. Έτσι, καλοδέχεται την Μαρία στο σπίτι του, η οποία αλλάζει την ζωή του, που γίνεται πιο φωτεινή, με έναν ιερό σκοπό πλέον, να μεγαλώσει το μωρό αυτό. Στη γειτονιά ωστόσο οι φήμες οργιάζουν πως το μωρό είναι δικό του και η Μαρία έχει να αντιμετωπίσει την κακοήθεια των γυναικών, οι οποίες δημιουργούν γύρω της ένα άσφυκτικό περιβάλλον, που την αναγκάζει να αποφασίσει να φύγει. Ο Αγαθοκλής ωστόσο την προστατεύει και αποφασίζει να δώσει τέλος στα σχόλια. Της ανακοινώνει την πρόθεσή του να την παντρευτεί, ωστόσο εκείνη του αποκαλύπτει πως ο πατέρας του παιδιού της δεν έχει φύγει από την Ελλάδα. Τότε ο γρουσούζης, με μεγαλείο ψυχής, αποφασίζει να ψάξει τον νέο αυτό, να του πει την αλήθεια και να τον φέρει πίσω στην Μαρία. Κάτι που καταφέρνει, δίνοντας στην Μαρία μια μεγάλη χαρά. Αλλά και ο ίδιος ο νεαρός αποδεικνύεται πως αγαπούσε την κοπέλα, ενώ δέχεται με απέραντη ευγνωμοσύνη τη δώρο της πατρότητας.

«Στου Τρύυυυυφωναααα»...

Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος που ο Ορέστης Μακρής αναδεικνύει την ταινία, με την σκηνοθετική καθοδήγηση βέβαια του Γιώργου Τζαβέλλα, ο οποίος είχε γράψει και το σενάριο. Ο Μακρής δείχνει να παίζει «στο δικό του γήπεδο», ερμηνεύοντας έναν γρουσούζη τόσο ρεαλιστικά που πολλές φορές σε κάνει να σκεφθείς μήπως τελικά αυτός είναι και ο πραγματικός χαρακτήρας του. Ωστόσο θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αλλά και άδικο, να μην εστιάσει ο μελετητής της ταινίας και στο σπουδαίο καστ ηθοποιών που συμμετείχαν στην ταινία, όπως οι Μίμης Φωτόπουλος (μοναδική η ατάκα του «στου Τρύυυυυφωναααα», την οποία ανέφερε όταν ήθελε να πειράξει τον Αγαθοκλή, δήθεν ότι δεν θα ξαναπατήσουν στο μαγαζί του, αλλά θα πήγαιναν στο άλλο καφενείο της γειτονιάς που είχε ο Τρύφωνας), Γεωργία Βασιλειάδου, Ανδρέας Ζησιμάτος, Περικλής Χριστοφορίδης, Λάκης Σκέλλας, Θανάσης Τζενεράλης, Γιώργος Βλαχόπουλος, Σοφία Αρσένη, Λόλα Φιλιππίδου, Νίκος Φέρμας, Κώστας Παπαχρήστος, Γιώργος Πλουτής. Η ταινία διαθέτει και μια επιπλέον ιστορική αξία, δεδομένου ότι σε αυτήν έκανε πρεμιέρα στον κινηματογράφο ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο οποίος ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο τον μεσήλικα φίλο του Αγαθοκλή, ο οποίος ξημερωβραδιάζονταν στο καφενείο του διαβάζοντας εφημερίδες.

Η ταβέρνα της Πλάκας

Η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου στα γραφικά σοκάκια της Πλάκας της εποχής εκείνης, κάτω από την Ακρόπολη, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το καφενείο του Αγαθοκλή υπάρχει μέχρι σήμερα, ως ταβέρνα, με την επωνυμία «Ο πλάτανος». Η εξαιρετική μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ σε αυτή τραγουδούν ο Νίκος Παπαδάκης και ο Φώτης Πολυμέρης. «Ο γρουσούζης» ήρθε τρίτη ταινία σε εισπράξεις από τις 22 ελληνικές παραγωγές της χρονιάς εκείνης. Έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 3 Νοεμβρίου του 1952 και στην πρώτη της προβολή έκοψε 121.007 εισιτήρια. Η παραγωγή ήταν της Finos Film. Ως «σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική επιτυχία» χαρακτήρισε την ταινία η εφημερίδα της εποχής «Ελευθερία», τον Νοέμβριο του 1952. Σημείωνε δε τα εξής: «Ο γρουσούζης είναι μια επιτυχία, επιτυχία σε πολλούς τομείς.Έχει συνέπεια, λογική και φυσική ανέλιξη. Κι ο τύπος του γρουσούζη που παρουσιάζει, έχει και αληθοφάνεια και ανθρωπιά. Με όλα αυτά, δεν μπορούμε ν΄αρνηθούμε πως ο «γρουσούζης» είναι μια επιτυχία, προπάντων σκηνοθετική, τεχνική και υποκριτική - επιτυχία σχετική, που ευχόμαστε να την ακολουθήσει, και πολύ γρήγορα, μια επιτυχία απόλυτη». Ευχή που έγινε πραγματικότητα, αφού ο Γιώργος Τζαβέλλας συνέχισε αρκετά χρόνια μετά από εκείνη την ταινία, να δημιουργεί κινηματογραφικά αριστουργήματα. Σύμφωνα δε με μια ενδιαφέρουσα κριτική, ο Τζαβέλλας μέσα από τον «Γρουσούζη» δημιούργησε τύπους ρόλων πάνω στους οποίους «πάτησαν» αργότερα πλήθος συναδέλφων του, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία