Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 65 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 65 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

To μυστήριο της σχέσης Φίνου-Φούντα, η πρώτη του Γλυκοφρύδη και η dream team του «Πολύ αργά για δάκρυα»

O Γιώργος Φούντας στην πολύ μεγάλη καριέρα του συνεργάστηκε ελάχιστες φορές με την Finos Film, κάτι που σαφώς προκαλεί έκπληξη, δεδομένου του σπουδαίου ταλέντου του εν λόγω ηθοποιού, αλλά και της στρατηγικής του Φίνου να συμπεριλαμβάνει στα καστ των ταινιών του τους κορυφαίους ηθοποιούς. Οι λόγοι που οι δύο πλευρές δεν συνεργάστηκαν περισσότερες φορές, δεν είναι γνωστοί. Άλλοι λένε ότι έφταιγε ο δύσκολος χαρακτήρας του Φούντα και η στάση ζωής που είχε να απεχθάνεται κάθε τι συστημικό. Άλλοι λένε ότι ο Φίνος δεν τον ήθελε, ακριβώς επειδή γνώριζε τον χαρακτήρα του και φοβόνταν μήπως του δημιουργήσει προβλήματα. Τέλος, υπάρχουν άνθρωποι του χώρου που λένε ότι απλά δεν έτυχε. Ότι από όλα κι αν ισχύει, είναι γεγονός ότι και οι δύο πλευρές έχασαν. Πάντως, το πέρασμα του Φούντα από την Finos Film δεν ήταν ούτε τυπικό, ούτε μέτριο. Ήταν εξαιρετικό. Χαρακτηριστικό δείγμα η ταινία «Πολύ αργά για δάκρυα», η οποία γυρίστηκε το 1968, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα, πλαισιωμένο από σπουδαίους ηθοποιούς, όπως τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον Κώστα Καρρά, την Τασσώ Καββαδία, τον Λαυρέντη Διανέλλο, τη Νόρα Βαλσάμη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Άγγελο Μαυρόπουλο, την Ειρήνη Κουμαριανού, αλλά και την νεαρότατη τότε Καίτη Παπανίκα, που έκανε τα πρώτα της βήματα στον Φίνο. Ήταν ένα πραγματικά εξαιρετικό καστ, που υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του ανερχόμενου τότε αλλά εξαιρετικά ταλαντούχου Πάνου Γλυκοφρύδη, ανέδειξε την ταινία σε μια από τις καλύτερες της Finos Film. Κι όμως την ταινία αυτή τα κανάλια έχουν να την προβάλλουν πολλά χρόνια. Η ταινία «Πολύ αργά για δάκρυα» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ζορζ Ονέ, «Ο Αρχισιδηρουργός», σε σενάριο του Λάζαρου Μοντανάρη. Η υπόθεση ήταν η εξής: Ο Αλέξης (Ανδρέας Μπάρκουλης) εγκαταλείπει τη μνηστή του Ειρήνη (Μαίρη Χρονοπούλου), όταν αντιλαμβάνεται ότι η οικογένειά της δεν έχει πλέον την περιουσία για την οποία φημιζόταν και με την οποία εκείνος είχε την ελπίδα να καλύψει τα χρέη που δημιούργησε στον τζόγο. Τον γοητεύει μια τραγουδίστρια, η Βέτα (Καίτη Παπανίκα), ενώ προηγουμένως ο πατέρας της τραγουδίστριας (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) του έχει πάρει τα λεφτά του, σε ένα οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης από τη μεριά της οικογένειας της Ειρήνης, στην οποία δούλευε ως οικιακή βοηθός η μητέρα της Βέτας. Η Ειρήνη παντρεύεται έναν παλιό υπάλληλο της οικογένειάς της (Γιώργος Φούντας), ο οποίος τώρα έχει δικά του ορυχεία και ήταν από παλιά ερωτευμένος μαζί της. Θα τον εγκαταλείψει όμως, ενώ εκείνος θα παρατήσει τα πάντα, για να δουλέψει σε ένα λατομείο. Εκεί θα τον ανταμώσει η Ειρήνη, η οποία έχει πλέον μετανιώσει για όλα όσα έκανε.

Dream team

Είναι πραγματικά άδικο που η ταινία αυτή δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής από την ελληνική τηλεόραση. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του εξαιρετικού καστ ηθοποιών που συμμετέχουν σε αυτή (αυτό έχει συμβεί και σε άλλες ταινίες), αλλά διότι κάθε ένας από αυτούς δείχνει πραγματικά να ξεπερνά το εαυτό του στον τρόπο που ερμηνεύει τον ρόλο του. Η επιλογή των ρόλων έχει γίνει με μαεστρία, ενώ και το ίδιο το σενάριο είναι απόλυτα ρεαλιστικό, μακριά από τις συνηθισμένες υπερβολές και αφέλειες που βλέπουμε σε αρκετές ελληνικές ταινίες της εποχής. Για πολλούς κριτικούς του ελληνικού κινηματογράφου εξάλλου, η ταινία αυτή ανήκει στις 5 καλύτερες της ιστορίας του. Όσο κι αν ακούγεται ακραίο, έχει βάση. Ο Παπαγιαννόπουλος, η Καββαδία, ο Καρράς, ο Διανέλλος, ο Μπάρκουλης αναδεικνύουν ξεκάθαρα αλλά και εντελώς αβίαστα, όλα εκείνα τα στοιχεία του ταλέντου τους που τους ανέδειξαν σε ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ιστορική έμεινε δε, η ατάκα του Φούντα προς τη Χρονοπούλου: «Σου χάρισα το σπίτι. Με άφησες και άγγιξα τα χείλη σου. Πάτσι λοιπόν, δεν μου χρωστάς τίποτα»! Η ταινία «Πολύ αργά για δάκρυα» προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών-Πειραιώς- Προαστίων το 1968, έκοψε 234.992 εισιτήρια και ήρθε στην 29η θέση ανάμεσα στις 99 ταινίες της σεζόν. Εξαιρετική η μουσική της ταινίας, την οποία είχε επιμεληθεί ο μετρ του είδους, Κώστας Καπνίσης. Στα ατού της ταινίας ωστόσο, προστίθενται και τα πανέμορφα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου που ακούγονται, τα οποία πραγματικά αναδεικνύουν το ταλέντο του μεγάλου μουσικού, αλλά με έναν μοναδικό τρόπο, γίνονται ένα με το σενάριο. Και όπως είχε πει κάποια στιγμή ο Φίνος, «είναι πολύ εύκολο να φτιάξεις μια υπέροχη μουσική, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο αυτή να ενσωματωθεί ιδανικά στο σενάριο μιας ταινίας, έτσι όπως το έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος».

Ηλιόπουλος και Κωνσταντάρας αναρωτιούνται «να ζει κανείς ή να μη ζει» και ο Μουστάκας… απαντά

Δεν αποτελεί πρωτοτυπία να πει κανείς ότι η συμμετοχή σημαντικών ηθοποιών σε μια ταινία δεν εξασφαλίζει αυτομάτως και την επιτυχία της ή έστω την ποιοτική της υφή. Κάτι τέτοιο αποδείχθηκε δεκάδες φορές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ακόμα και στην χρυσή εποχή του, των δεκαετιών του 50’ και του 60’. Μια από αυτές τις περιπτώσεις συνιστά και η ταινία με τον τίτλο «Να ζει κανείς ή να μη ζει», η οποία γυρίστηκε το 1966 σε παραγωγή των εταιρειών Αφοί Ρουσσόπουλοι - Γ. Λαζαρίδης - Δ. Σαρρής - Κ. Ψαρράς Ε.Π.Ε., με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο και Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ένας «κουρασμένος» Ηλιόπουλος και ένας μάλλον αμήχανος Κωνσταντάρας προσπαθούν να κρατήσουν τα προσχήματα σε μια ταινία που δεν είχε ούτε πρωτότυπο σενάριο, ούτε κάποια ευφυή σκηνοθεσία. Και σαφώς δεν τίθεται θέμα χημείας των δύο παραπάνω ηθοποιών, αλλά μάλλον ήταν απλά θέμα κακού timing. Μαζί τους στην ταινία αυτή πρωταγωνιστούσε η Λίλιαν Μηνιάτη, η οποία με τη φρεσκάδα και την ομορφιά της καταφέρνει σε ένα βαθμό να κρατήσει τις ισορροπίες. Ωστόσο και πάλι, το σενάριο λειτουργεί αποτρεπτικά στις όποιες απόπειρες των ηθοποιών να ανεβάσουν την ταινία άνω του μέσου όρου. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι σκηνοθέτης ήταν ο Ορέστης Λάσκος, ο οποίος δεν καταφέρνει να «πάρει» από τους πρωταγωνιστές του εκείνο που έπρεπε και που μπορούσαν να δώσουν. Το σενάριο ήταν του Λάζαρου Μοντανάρη και του Γιώργου Λαζαρίδη, ενώ την κινηματογραφική διασκευή είχε κάνει ο Ντίνος Δημόπουλος. Η υπόθεση ήταν η εξής: Ο Γιώργος Αλεξίου (Λάμπρος Κωνσταντάρας) έχει πάρει την απόφασή του και θα αυτοκτονήσει, αφού τίποτα δεν του πηγαίνει καλά, ενώ ο ίδιος έχει χρεοκοπήσει. Δίπλα του ωστόσο στέκονται τα ξαδέλφια του, έχοντας όμως ως στόχο να κερδίσουν από αυτόν ότι μπορούν. Ακόμα και τα ασφάλιστρα ζωής, από μια ενδεχόμενη αυτοκτονία του. Έτσι, με τη συμπεριφορά τους εμμέσως πλην σαφώς τον ωθούν στο να υλοποιήσει την απόφαση της αυτοκτονίας του. Ωστόσο, ξαφνικά όλα θα αλλάξουν όταν ο φιλήσυχος λογιστής της εταιρείας του, ο Μηνάς (Ντίνος Ηλιόπουλος) και η αρραβωνιαστικιά του Νέλλη (Λίλιαν Μηνιάτη) αναλαμβάνουν να του αποδείξουν ότι αξίζει τελικά να ζει. Στέκονται πλάι του και του προσφέρουν διαρκώς ερεθίσματα ώστε να συνεχίσει να αγαπάει τη ζωή και να γίνει πάλι ευτυχισμένος. Στην αρχή οι προσπάθειές τους δεν έχουν ιδιαίτερη επιτυχία, αφού ο Αλεξίου αναζητά διαρκώς τρόπους να ξεφύγει από την προσοχή τους και να αυτοκτονήσει. Ευτυχώς δεν θα τα καταφέρει, αλλά οι προσπάθειές τους θα γυρίσουν… μπούμερανγκ στον Μηνά, όταν μεταξύ του Αλεξίου και της Νέλλης αναπτύσσεται ένα αθώο φλερτ. Ο Μηνάς θα θεωρήσει ότι κινδυνεύει να χάσει την αρραβωνιαστικιά του και τώρα πλέον είναι …η δική του σειρά να θέλει να αυτοκτονήσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του «παιχνιδιού» αναπτύσσονται χιουμοριστικές καταστάσεις, αλλά η ακρότητα και η αφέλειά τους, δεν βοηθούν ώστε να προσφέρουν αβίαστο γέλιο στον θεατή.

Ο ισοπεδωτικός «Σολομωνίκος»

Ωστόσο, η ταινία έχει και ένα πολύ δυνατό «χαρτί» για το οποίο και μόνο θα πρέπει όλοι να την δουν: Έναν μοναδικό Σωτήρη Μουστάκα, ο οποίος βρίσκεται στο ξεκίνημα της καριέρας του, αλλά το μεγάλο του ταλέντο φαίνεται με γυμνό μάτι. Στο ρόλο του Σολομωνίκου, ενός εβραίου ραβίνου, προκαλεί απίστευτο γέλιο μέχρι δακρύων, ισοπεδώνοντας τους πάντες και τα πάντα και δημιουργώντας ένα ερμηνευτικό χάσμα ανάμεσα στον ίδιο και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ταινίας. Ασυναίσθητα βέβαια. Ένα ακόμα συν της ταινίας είναι η μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα, αλλά και τα υπέροχα τραγούδια που ακούγονται από την Ζωίτσα Κουρούκλη και τους Storms. Στην ταινία «Να ζει κανείς ή να μη ζει» πρωταγωνιστούν ακόμα οι Τάκης Μηλιάδης, Μπάμπης Ανθόπουλος, Δημήτρης Ζακυνθινός, Αντώνης Παπαδόπουλος, Νίκος Τσουκαλάς και Αλέξης Σμόνος. Η ταινία «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - Προαστίων το 1966, έκοψε 261.337 εισιτήρια και ήρθε στην 18η θέση ανάμεσα στις 101 ταινίες της σεζόν.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας.

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία