Ρέκβιεμ για έναν φίλο

Ρέκβιεμ για έναν φίλο
Ο Νίκος Παπαδογιάννης θυμάται ένα ταξίδι ζωής στο Νεπάλ και θρηνεί για τη συμφορά που χτύπησε τον πάμπτωχο λαό του.

Kλαίω. Τρεις μέρες τώρα, παρακολουθώ τις εικόνες από το Νεπάλ και κλαίω. Αισθάνομαι σαν να πέθανε βίαια ένας καλός μου φίλος. Ένας καλός, φτωχός, αθώος φίλος, που του άξιζε μία καλύτερη ζωή.

Από όλες τις χώρες που έχω επισκεφτεί στα ταξίδια μου, θα πλησιάζουν πια τις 60, το Νεπάλ είναι, ίσως, η πιο όμορφη. Είναι; Ήταν. Ήταν; Είναι…

Σίγουρα δεν υπάρχει άλλη τόσο φτωχή.

Αλλά δεν μιλάμε για τη φτώχεια εκείνη την καταραμένη, που οδηγεί στην ζητιανιά και στην κακομοιριά. Όχι. Ζητιάνους στο Νεπάλ συναντάς μόνο στην τουριστική γειτονιά της ρημαγμένης Κατμαντού.

Τη φτώχεια τους, οι Νεπαλέζοι την φοράνε υπερήφανοι, φτωχική κορώνα στο κεφάλι τους.

Ίσως επειδή δεν ξέρουν τον κόσμο της ευμάρειας και της αφθονίας. Σε πιο κομψά και εύστοχα ελληνικά, αυτό λέγεται αυτάρκεια.

Εχεις το φτωχοκαλυβάκι σου κι ένα χωραφάκι τόσο δα σκαρφαλωμένο στην πλαγιά, πέντε λιπόσαρκα ζωντανά που κοιμούνται στο ισόγειο ώστε να ζεσταίνουν με τη θερμότητα του κορμιού τους τον πάνω όροφο (τον κατοικημένο) και ζεις μία απλή ζωή, μεροδούλι μεροφάι, αλλά δίχως τις προκλήσεις του καταναλωτισμού.

Στα απομακρυσμένα χωριά των Ιμαλαϊων, ηλεκτρισμό έχουν μόνο όσα πανδοχεία αντέχουν το κόστος μιας γεννήτριας. Δεν υπάρχουν τηλεοράσεις ούτε φτάνουν αυτοκίνητα. Οι κάτοικοι μοιράζονται ένα, κοινόχρηστο τηλέφωνο για ώρα ανάγκης. Ή και κανένα.

Στις ελεύθερες ώρες τους, οι άνθρωποι μιλάνε μεταξύ τους. Αλήθεια, θυμάστε πώς είναι αυτό;

Περπατήσαμε 32 χιλιόμετρα, στους πρόποδες της θεόρατης Αναπούρνα (8091μ.). Τα βράδια κοιμηθήκαμε σε «πολυτελείς» ξενώνες, με ζεστό νερό 1-2 ώρες την ημέρα και με ωραίο φαγητό που το έφτιαχναν ντόπιες μαγείρισσες.

Με ρακή και συζήτηση αργά το βράδυ γύρω από τη φωτιά. Με 5-6 ώρες περπάτημα τις πρωινές ώρες, σε καθαρό αέρα που έκοβε την ανάσα.

Δεν ήταν ακριβώς ίσωμα το μονοπάτι. Λόφο ανέβαινες, λόφο κατέβαινες. Και ξανά και ξανά, μέχρι εξαντλήσεως. Σκαλοπάτια σκαμμένα στο χώμα, μια υποτυπώδης υποδομή για να έρθει να περπατήσει και ν’αφήσει τα δολάριά του ο καλομαθημένος δυτικός.

Μερικές φορές, μας βγήκε η γλώσσα.

Ο βαστάζος που προσλάβαμε στην Ποχάρα, ο ντροπαλός Μπίκραμ, κουβαλούσε στο κεφάλι του τις αποσκευές μας (γύρω στα 25 κιλά), αλλά έφευγε μπροστά σαν ελάφι και έφτανε στον προορισμό μία ώρα πριν από εμάς.

Ξυπόλητος.

Μας περίμενε χαμογελαστός και με κρύα λεμονάδα. Το μεροκάματό του; Περίπου 4 ευρώ την ημέρα. Για τα δεδομένα του Νεπάλ, ήταν καλοπληρωμένος. Του αφήσαμε γενναίο φιλοδώρημα και μας ευχαρίστησε ταπεινά, χωρίς δουλοπρέπεια.

Δεν ήταν υπηρέτης, αλλά φίλος. Είχε και άγχος, μήπως δεν τα καταφέρουμε. «Μίστερ, μάνταμ, οκέι;»

Ευτυχώς αποδειχθήκαμε αντάξιοι της πρόκλησης, αν και αγύμναστοι. Το trek που επιλέξαμε ήταν από τα πιο «εύκολα» που μπορεί να δοκιμάσει κανείς στα Ιμαλάια.

Η Αναπούρνα είναι η 10η σε μπόι κορυφή του κόσμου, αλλά εμείς περιπλανηθήκαμε στην ποδιά της. Δεν σκαρφαλώσαμε ψηλότερα από τα 3.000 μέτρα.

Πάνω από τα κεφάλια μας, δέσποζε συνεχώς το ιερό (και πανέμορφο) βουνό Ματσαπούχρε των 6993 μέτρων. Οι δυτικοί το λένε «Πτερύγιο».

Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι στην κορυφή του κατοικεί ο θεός Σίβα και απαγορεύουν την πρόσβαση. Είναι λοιπόν από τις λίγες απάτητες των Ιμαλαϊων.

Το βράδια, στα πανδοχεία, δεν είχε θέρμανση. Μας έβαζαν όμως θερμοφόρα μέσα από τις χωριάτικες κουβέρτες λίγο πριν το σιωπητήριο και μας έκαναν το κρεβάτι φούρνο.

Πριν ξαπλώσουμε, φορούσαμε χοντρό παλτό και πίναμε μια τελευταία μπύρα στην ύπαιθρο, με τους σκούφους, κάτω από εκατομμύρια αστέρια. Μακριά από τα φώτα των πόλεων, νομίζεις ότι μπορείς να απλώσεις το χέρι και να χαϊδέψεις τον ουρανό.

Το πρωί μας ξυπνούσαν με ζεστό τσάι στις 6.45. Σχεδόν αξημέρωτα, αλλά δεν μας πείραζε. Το οξυγόνο των βουνών ήταν ανεκτίμητο δώρο και η ανατολή του ήλιου πάνω από την οροσειρά, μουσική για τα μάτια.

Κάναμε μια βδομάδα να δούμε αυτοκίνητο. Τα κινητά τηλέφωνα παρέδωσαν το πνεύμα μόλις στρίψαμε στο πρώτο διάσελο. Τηλεόραση και υπολογιστής δεν υπήρχε πουθενά.

Τα ποτάμια τα περνούσαμε με εναέριες πεζογέφυρες. Ξεχάσαμε τι σημαίνει καυσαέριο.

Ο χαιρετισμός «νάμαστε» έγινε η αγαπημένη μας λέξη. Σε κάθε βήμα συναντούσαμε χαρούμενα παιδάκια που μας ζητούσαν σοκολάτες.

Στο απομακρυσμένο Γκαντρούκ αγνοήσαμε τον μπουφέ του ξενώνα και πήγαμε για φαγητό σε τοπικό εστιατόριο, όπου μας έφτιαξαν ένα ντάαλ μπατ λουκούμι, με θέα που δεν αγοράζεται με χρήματα.

Γνωρίσαμε δυτικούς που εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα βουνά, για να ζήσουν δίπλα στη φύση και να παραδοθούν στη ζεν γοητεία των ψηλών βουνών.

Είναι βέβαια δύσκολη η ζωή στα Ιμαλάια. Για να βρεις γιατρό, πρέπει να περπατήσεις μέρες. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσει κάποιος γρήγορα στον «πολιτισμό». Όλα τα τρόφιμα, όλα τα υλικά, μεταφέρονται σε ανθρώπινες πλάτες ή με μουλάρια. Ή με γιακ.

Και ήμασταν από τους «κυριλέ» πεζοπόρους εμείς, αφού μείναμε στα χαμηλά και σε απόσταση μερικών ημερών από την Ποχάρα και τα κεφαλοχώρια.

Δύο Ελληνες, εννέα Αγγλοι και ένας Ιρλανδός. Ανάμεσά μας και μία γιαγιά 82 ετών. Και ένας νεαρός με σύνδρομο Άσπεργκερ.

Πιο ψηλά, στις απομονωμένες περιοχές που απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της ορεινής χώρας, φωλιάζουν χωριά που μένουν αποκομμένα μήνες ολόκληρους.

Τα ελάχιστα αεροδρόμια των βουνών, όπως η Λούκλα για την οποία σας έλεγα σε προηγούμενο σημείωμα, λειτουργούν μόνο όταν το επιτρέψει ο καιρός. Ακόμα και τότε, προκαλούν τρόμο στον ανυποψίαστο επιβάτη.

Στην Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ, αυτή που έγινε τάφος για τουλάχιστον 19 ορειβάτες μετά τον σεισμό του Σαββάτου, φτάνει ο πεζοπόρος με εξουθενωτική ανηφόρα 20-25 ωρών από τον πλησιέστερο δρόμο.

Αν αντέξει ο οργανισμός του το υψόμετρο και δεν αναπτύξει πνευμονικό οίδημα…

Το Έβερεστ και τους άλλους γίγαντες (Κανγκτσενγιούνγκα, Λότσε, Μακαλού, Νταουλαγκίρι, Μανασλού κλπ) τους είδαμε μέσα από το φινιστρίνι ειδικής πτήσης, που φεύγει κάθε πρωί από το αεροδρόμιο της Κατμαντού, καιρού επιτρέποντος.

Περιηγηθήκαμε και στα πεδινά της χώρας, για να δούμε τους ελέφαντες στο εθνικό πάρκο Τσιτουάν και για να μάθουμε το ράφτινγκ στα ήσυχα νερά του ποταμού Τρισούλι.

Η ίδια η Κατμαντού είναι μία μαγική πόλη που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Η τουριστική γειτονιά Θάμελ θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στην Ασία, μόνο που στα δρομάκια της κυκλοφορούν διάσημοι ορειβάτες και στα μαγαζάκια πωλούνται βιβλία που εξιστορούν τις περιπέτειές τους.

Παραέξω, στις γειτονιές, οι βραδυνές παρέες μαζεύονται γύρω από φωτιές, αφού οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι συνεχείς.

Τα διεθνή ξενοδοχεία (όπως το αγαπημένο Dwarika) προσφέρουν καταφύγιο στους δυστροπους, αλλά απ’έξω βόσκουν αμέριμνες ιερές αγελάδες και μαλλιαρά πρόβατα. Στους ναούς, οι προσκυνητές και οι τουρίστες συνυπάρχουν με σκανταλιάρικα πιθηκάκια.

Από τις κουζίνες βγαίνει η μυρωδιά του κάρι και στις αυλές καίνε αρωματικά κεριά. Στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, ο μοναδικός κανόνας είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες.

Οι νοικοκυρές πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Μικροί και μεγάλοi μαζεύονται στις χορταριασμένες αλάνες και παίζουν κρίκετ.

Και κάθε γειτονιά έχει τη δική της ιερή πλατεία Ντέρμπαρ, με ναούς που στέκουν αγέρωχοι στο πέρασμα των αιώνων.

Στέκουν; Εστεκαν. Πολλά από τα περήφανα κτίρια που βλέπετε στις φωτογραφίες είναι σήμερα σωροί από ερείπια. Τάφοι από πέτρες και χώμα.

Οι χειρότερες συμφορές τυχαίνουν στους πιο φτωχούς ανθρώπους. Η κατάσταση στην Κατμαντού δεν είναι τόσο τραγική όσο περιγράφουν τα αιμοσταγή μας κανάλια, αλλά η επαρχία θα θυμίζει κρανίου τόπο.

Χωριά ισοπεδωμένα, δρόμοι κατεστραμμένοι, ποτάμια που άλλαξαν πορεία, μονοπάτια που έπεσαν σε απύθμενους γκρεμούς. Ανθρωποι που θα πεθάνουν επειδή είναι αδύνατο να φτάσει έγκαιρα έστω λίγο αντισηπτικό. Ενα φάρμακο, μία γάζα.

Οι δεκάδες ορειβάτες που εγκλωβίστηκαν σε κατασκηνώσεις μεγάλου υψομέτρου στο Έβερεστ πιθανότατα θα αφήσουν τα κόκκαλά τους εκεί και θα μείνουν για πάντα άταφοι. Μόνο τυχαία θα βρουν πλέον δρόμο επιστροφής, μέσα από τον θρυμματισμένο παγετώνα.

Φοβάμαι ότι ο αριθμός των νεκρών θα ξεπεράσει τους 10 χιλιάδες.

Το πλήγμα στην οικονομία της χώρας θα είναι ακόμα πιο οδυνηρό, αφού ο τουρισμός αποτελεί αποκλειστική πηγή ζεστού συναλλάγματος και οι υποδομές (συγκοινωνιακές, ιατρικές, επικοινωνιακές) ήταν εξαρχής υπερβολικά εύθραυστες.

Το Νεπάλ δεν είναι Ελβετία και τα Ιμαλάια δεν θυμίζουν σε τίποτε τις Άλπεις. Χρείαστηκαν δεκαετίες ολόκληρες για να φτιαχτεί αυτό το υποτυπώδες δίκτυο που μας φιλοξένησε.

Γι’αυτό σας λέω, κλαίω.

Σκέφτομαι τον φίλο μας τον Μπίκραμ, τον οδηγό μας τον Μπούντα που είχε πρόχειρο ένα καλαμπούρι για κάθε αναποδιά, την αυστηρή κυρία που μας μαγείρεψε στο Γκαντρούκ, το χαμογελαστό προσωπικό στο «Ντουαρίκα», τον γηραιό βιβλιοπώλη στην Θάμελ, τον έφηβο μοναχό στους ναούς της Μπακταπούρ, τον ανθρωπάκο που φρόντιζε τους ελέφαντες στο Τσιτουάν, τον σερβιτόρο που μας ρωτούσε για τον φόνο του Γρηγορόπουλου στο θιβετιανό εστιατόριο στην Κατμαντού, τον ταξιτζή που οδήγησε 10 χιλιόμετρα στο αντίθετο ρεύμα όταν φεύγαμε από την Πατάν, τον βαρκάρη που μας έδειξε πώς να φορέσουμε τη μπλε στολή πάνω στο φουσκωτό στον ποταμό Σέτι, τα πεντάμορφα παιδάκια που με κοιτάζουν μέσα από τις φωτογραφίες που τράβηξα, τη μικροσκοπική γατούλα που καθόταν στην ποδιά μας στο Ματζγκάουν, τον ξέγνοιαστο λαό που ξέρει να συμβιβάζεται με τα λίγα και γυρίζει την πλάτη του στα πολλά.

Σκέφτομαι το Νεπάλ, που ποτέ δεν είχε πολλά και ποτέ δεν ζήτησε πολλά. Το Νεπάλ, που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ανεξέλεγκτου και απόλυτου τρόμου, έχασε και τα λίγα.

Και θρηνώ με κλάμα γοερό.

* Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από το ταξίδι μας στο Νεπάλ, τον Δεκέμβριο του 2008.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.