Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 44 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 44 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Ο Παναής από τα Μέγαρα, ο Βέγγος και το λιοντάρι του «Lucy»

Υπάρχουν ορισμένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, που χωρίς να διαθέτουν κάποιο ευρηματικό σενάριο, χωρίς να διαθέτουν την ιδανική σκηνοθεσία και γενικά, χωρίς να έχουν «αυτό το κάτι άλλο», μπορούν να αποσπάσουν το ενδιαφέρον του θεατή και να ξεχωρίσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ηθοποιοί είναι αυτοί που «παίρνουν το παιχνίδι πάνω τους» και την αναδεικνύουν. Μια από αυτές είναι και η ταινία με τίτλο «Μην είδατε τον Παναή», η οποία γυρίστηκε το 1962 με παραγωγό τον Κώστα Στράντζαλη και πρωταγωνιστές τους Θανάση Βέγγο και Ανδρέα Μπάρκουλη. Το σενάριο παρακολουθεί την ιστορία δύο φίλων που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα, αναζητώντας δουλειά. Οι δυο τους συνεργάζονται σε μια εξοχική ταβέρνα, ωστόσο αναγκάζονται να φύγουν όταν καταφθάνει σε αυτή ο αδελφός της κοπέλας του ενός από τους δύο φίλους, για να ζητήσει το λόγο για τη σχέση της αδελφής του μαζί του. Πηγαίνουν στη Χαλκίδα λοιπόν, όπου ο ένας πιάνει δουλειά στη reception ενός ξενοδοχείου – του θρυλικού Lucy που υπάρχει μέχρι σήμερα στην παραλία της πόλης – και ο άλλος ως καμαριέρης. (Το βαλσαμωμένο λιοντάρι που βλέπει ο Βέγγος στη βιτρίνα του ξενοδοχείου και κατατρομάζει, υπάρχει μέχρι σήμερα, στην ίδια θέση...). Και εκεί δημιουργούνται μια σειρά από εξαιρετικά κωμικές καταστάσεις, που παρά τις ακρότητές τους, βγάζουν άφθονο γέλιο. Στο τέλος της ταινίας, οι δυο τους παντρεύονται, ο μεν πρώτος (Μπάρκουλης) μια όμορφη κοπέλα, από έρωτα, ο δε δεύτερος (Βέγγος) μια άσχημη κυρία, από...συμφέρον! Ωστόσο, το πρώτο κιόλας βράδυ του γάμου τους, ο Βέγγος (με το όνομα Παναής στο έργο) δεν αντέχει την ασχήμια της και «την κάνει», φωνάζοντας την θρυλική ατάκα «Μην είδατε τον Παναή», που από εκείνη κιόλας την εποχή μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται όταν θέλει κάποιος να πει ότι...εξαφανίζεται. Η ταινία αναδεικνύει την εξαιρετική χημεία που είχαν ο Βέγγος με τον Μπάρκουλη, όπου ο ένας υποδύεται τον άσχημο-αστείο και ο άλλος τον σοβαρό-όμορφο άνδρα με τις πολλές κατακτήσεις. Από τη στιγμή δε, που ο Μπάρκουλης δεν φοβάται να «ανοιχτεί» σε πιο κωμικές ερμηνείες, η χημεία αυτή δένει ακόμα περισσότερο και καλύπτει τις όποιες άλλες ατέλειες της ταινίας. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από τα όμορφα τοπία της Χαλκίδας, που έστω κι αν είναι σε ασπρόμαυρο φίλμ, αναδεικνύουν την διαχρονική ομορφιά της πόλης αυτής την δεκαετία του 1960. Μαζί με τους Βέγγο-Μπάρκουλη, στην ταινία «Μην είδατε τον Παναή» πρωταγωνιστούν ακόμα οι Κώστας Δούκας, Αθηνά Μερτύρη, Νίτσα Μαρούδα, Μιρέλλα Τσάρου, Τζίνα Βούλγαρη, Πέτρος Πανταζής, Χριστίνα Αποστόλου, Γιάννης Μπέρτος, Ζαννίνο κ.α. Η σκηνοθεσία ήταν του Ορέστη Λάσκου και το σενάριο του Ναπολέων Ελευθερίου. Στο τραγούδι εμφανίζεται το μυθικό δίδυμο Μανώλης Χιώτης-Μαίρη Λίντα, που λειτουργεί ως ένα ακόμα ατού της ταινίας. Το «Μην είδατε τον Παναή» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 19 Νοεμβρίου του 1962, έκοψε 24.655 εισιτήρια και ήρθε στην 29η θέση στις 82 ταινίες της σεζόν 1962-1963. Ο πρώτος τίτλος της ταινίας ήταν «Ο Βέγγος Καταζητείται». Κάπου εδώ ωστόσο, θα πρέπει να λύσουμε μια...παρεξήγηση: Η καθιέρωση της έκφρασης «Μην είδατε τον Παναή» δεν προήλθε από τη ταινία, αλλά από τη δράση ενός υπαρκτού προσώπου μερικά χρόνια νωρίτερα, του Παναή, ενός εμφανίσιμου και δαιμόνιου άνδρα από τα Μέγαρα, που αναστάτωσε με τα καμώματα του όλα τα χωριά της Αττικής τη δεκαετία του ΄40. Ο Παναής περιόδευε στα χωριά ως έμπορος, έκλεινε συμφωνίες με τους αγρότες σε καλές τιμές και όταν κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους, αρραβωνιαζόταν την πιο πλούσια κοπέλα της περιοχής. Μέχρι να εξαφανιστεί είχε καταφέρει να αποσπάσει από τα πεθερικά του πολλά χρήματα ως δανεικά και συνήθως άρπαζε και μεγάλες ποσότητες προϊόντων. Η δράση του νεαρού διαδόθηκε στο λαό, που χρησιμοποίησε την έκφραση «μην είδατε τον Παναή» για να υποδηλώσει τον απατεώνα που κάνει βρωμοδουλειές και εξαφανίζεται. Φράση που ακούγεται μέχρι σήμερα...

Η «λάθος εποχή» του Λογοθετίδη, η διέξοδος του Καϊρου και η «Σάντα Τσικίτα»

Το 1953 η Ελλάδα ήταν μια χώρα που προσπαθούσε να ξεπεράσει τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επιχειρηματικό και οικονομικό. Σημαντικές επενδύσεις ξεκινούσαν εκείνη την περίοδο σε κάθε τομέα, ωστόσο οι πολίτες δεν είχαν αντιληφθεί άμεσα τις θετικές τους συνέπειες, με ότι αρνητικό μπορεί αυτό να συνεπάγεται. Στον κινηματογράφο, η τρέλα και η αγάπη κάποιων ανθρώπων δεν αρκούσε, αφού η τεχνολογία στη χώρα ήταν ελλειπής για να γυρίζονται αξιοπρεπείς ταινίες. Γι’ αυτό και οι κινηματογραφιστές και παραγωγοί της εποχής είχαν ανακαλύψει το Κάιρο της Αιγύπτου, όπου υπήρχαν αξιόλογα στούντιο και καλές υποδομές. Μια από τις ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν εκεί τη χρονιά εκείνη ήταν και η θρυλική «Σάντα Τσικίτα», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Λογοθετίδη και Ίλια Λιβυκού. Η ταινία αυτή ήταν διασκευή της θεατρικής κωμωδίας των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Ο Φώτης Φαγκρής και ηΤσικίτα Λοπέζ» και τα γυρίσματά της γίνονταν παράλληλα με τα γυρίσματα της ταινίας «Δεσποινίς ετών 39», στα ίδια αιγυπτιακά στούντιο. Η διάρκεια των γυρισμάτων και των δύο ταινιών διήρκησε μόλις τρεις εβδομάδες, για λόγους οικονομίας. Χρονικό διάστημα που μπορεί να ήταν μικρό για την παραγωγή δύο ταινιών, ωστόσο δεν είχε ουδεμία επίπτωση στην ποιότητα και στο επίπεδο αυτών. Το μεράκι των ανθρώπων του κινηματογράφου, αλλά και οι σπουδαίοι ηθοποιοί που συμμετείχαν, αρκούσαν και με το παραπάνω για ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Και η ταινία «Σάντα Τσικίτα» έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ως ταινία-σταθμός, για πολλούς λόγους. Η υπόθεση ήταν η εξής: Ένας φτωχός αλλά δουλευταράς υπάλληλος, ο Φώτης, είναι αρραβωνιασμένος με τη Μαίρη, αλλά δεν μπορούν να παντρευτούν ελλείψει χρημάτων. Και επειδή στη ζωή όλα τα κακά έρχονται μαζί, οι δύο νέοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Από τη μια η πίεση των αδελφών της Μαίρης να παντρευτούν γρήγορα για να μην την δώσουν σε άλλον και από την άλλη το γράμμα που του έρχεται από το χωριό του και του λέει ότι η μητέρα του είναι άρρωστη και χρειάζεται εγχείρηση, τον κάνουν "να τρέχει και να μη φτάνει". Θα απευθυνθεί παντού για χρήματα, αλλά κανείς δε θα έχει. Ώσπου ένας ξάδελφός του που έχει καμπαρέ, του προτείνει να κάνει λευκό γάμο, έναντι χρημάτων, με μια τραγουδίστρια, τη Τσικίτα Λόπεζ, η οποία κινδυνεύει να απελαθεί. Ο Φώτης δέχεται. Η απόφαση του Φώτη ωστόσο δημιουργεί τριβές στη σχέση του με τη Μαίρη, αλλά ταυτόχρονα γεννάει μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, οι οποίες όμως στο βάθος τους προκαλούν προβληματισμό και θλίψη. Το τέλος της ιστορίας είναι καλό, αφού η αποχώρηση της Τσικίτα στο εξωτερικό και η ανάρρωση της μητέρας του, άνευ εγχείρησης, του επιτρέπουν να κρατήσει τα λεφτά που έβγαλε, από τον λευκό γάμο και να ζήσει όμορφα τη ζωή του με τη Μαίρη. Η «Σάντα Τσικίτα» αποτελεί μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική ταινία, που καταφέρνει να αναδείξει εξαιρετικά ρεαλιστικά τα ήθη και τα κοινωνικά στερεότυπα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οι εικόνες από τα γραφεία της εποχής και τα κέντρα διασκέδασης αναδεικνύουν με νοσταλγικότητα την καθημερινότητα των Ελλήνων, μέσα σε μια κοινωνία που περνούσε δύσκολα, αλλά δεν το έβαζε κάτω. (Σήμερα, 65 χρόνια μετά, συζητούμε τα ίδια πράγματα...). Η σκηνοθεσία ήταν του Αλέκου Σακελλάριου και η μουσική επιμέλεια των Μιχάλη Σουγιούλ. Στο τραγούδι εμφανίζονταν ο μυθικός -ακόμα και εκείνη την εποχή- Τώνης Μαρούδας, ενώ η παραγωγή ήταν της Μήλλας Φίλμ. Εκτός από τους Λογοθετίδη-Λιβυκού, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Στέφανος Στρατηγός, Βαγγέλης Πρωτόπαππας, Καίτη Λαμπροπούλου, Νίκος Καζής, Σμάρω Στεφανίδου, Θάνος Τζενεράλης, Μπέμπα Μωραϊτοπούλου, Ντίνα Σταθάτου, Άννα Ρούσσου, Μιχάλης Παπαδάκης κ.α. Η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες των κινηματογράφων Αθηνών - Πειραιώς και προαστίων τη σεζόν 1953-54, έκοψε 89.572 εισιτήρια και κατέλαβε τη 2η θέση σε 21 ταινίες. Το 1964 διασκευάστηκε από την "Καραγιάννης - Καρατζόπουλος Α.Ε.", σε σκηνοθεσία Κ.Καραγιάννη, με το όνομα "Ο Παράς κι ο Φουκαράς". Το ρόλο του Φώτη (στη διασκευή χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά ονόματα) τον υποδύθηκε ο Κώστας Χατζηχρήστος και το ρόλο της Σάντα Τσικίτα η Μάρθα Καραγιάννη. Όσον αφορά στον Βασίλη Λογοθετίδη, πέρα από το μοναδικό του ταλέντο, βλέποντας κανείς τις ταινίες του δεν μπορεί να μην διαπιστώσει τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αποτυπώνει τον τύπο του μικροαστού Έλληνα, ο οποίο βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το κοινωνικό του περιβάλλον και ξεπερνά τις δυσκολίες με όπλο τον χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό. Είναι κρίμα για τον ίδιο και το ελληνικό θέατρο το ότι ο ίδιος μεσουράνησε σε μια δύσκολη εποχή, η οποία δεν πρόσφερε δυνατότητες στους έλληνες ηθοποιούς για διεθνή καριέρα, αλλά ούτε και ευκαιρίες προβολής των ταινιών τους σε άλλες χώρες. Ωστόσο, ο Λογοθετίδης ακόμα και τις ελάχιστες περιπώσεις που κατάφερε να αναδείξει τις ικανότητές του έξω από τα σύνορα της χώρας, επιβραβεύθηκε άμεσα και έντονα. Το 1957 ανέλαβε μία καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό την καθιέρωση της επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε. Κατά την υποδοχή του στο Πίτσμπουργκ ο δήμαρχος του παρέδωσε τη "χρυσή κλείδα" της πόλης. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο Βασιλεύς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος. Για πολλούς δε, ο θάνατός του το 1960, σηματοδότησε το τέλος μια ολοκληρης εποχής για το ελληνικό θεατρο.

«Όταν η πόλις πεθαίνει», Φώσκολος και Δαλιανίδης μεγαλουργούν…

Βρισκόμαστε στο 1969 και οι αστυνομικές ταινίες εξακολουθούν να γοητεύουν τους έλληνες σινεφίλ, ενώ την ίδια περίοδο ο Νίκος Φώσκολος διάγει μια από τις παραγωγικότερες περιόδους της σπουδαίας καριέρας του. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί τη γεννεσιουργό αιτία μιας ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ταινίας της Finos Film, με τίτλο «Όταν η πόλις πεθαίνει». Δεν είναι από τις πλέον γνωστές και πολυπαιγμένες ταινίες της εταιρείας, αφού έχει χρόνια πολλά να προβληθεί από τα κανάλια, ιδιωτικά και μη. Ωστόσο, είναι μια εξαιρετική ταινία που στηρίζεται σε ένα πραγματικά πολύ «δυνατό» σενάριο του Φώσκολου, γυρισμένο υποδειγματικά από τον Γιάννη Δαλιανίδη, με την ατμόσφαιρα αγωνίας να διαχέεται παντού. Άλλωστε, το ενδιαφέρον αυτό σενάριο στηρίζεται από ένα πολύ καλό καστ ηθοποιών, όπως είναι οι Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδων Γεωργίτσης, Ανδρέας Μπάρκουλης, Βάσος Ανδρονίδης, Δημήτρης Μπισλάνης, Αρτέμης Μάτσας, Εύα Φρυδάκη, Άγγελος Μαυρόπουλος, Ανθή Γούναρη, Δήμητρα Σερεμέτη, Μάκης Ρευματάς, Τηλέμαχος Εμμανουήλ, Τάσος Κονταξής, Μάκης Δεμίρης, Κώστας Πανουργιάς, Πετράκης Μπερέτας, Γιώργος Γρηγορίου, Κίμων Αποστολόπουλος, Νίκος Νικολαϊδης, Μανώλης Παπαγιαννάκης, Γιώργος Βρασιβανόπουλος, Ηλίας Καπετανίδης, Γιώργος Ζορμπάς, Ζώρας Τσάπελης, Μέλπω Ζαρόκωστα. Η χημεία δε μεταξύ Μπάρκουλη-Γεωργίτση είναι υποδειγματική και είναι κρίμα που οι δύο αυτοί σπουδαίοι ηθοποιοί δεν είχαν την ευκαιρία να παίξουν μαζί σε περισσότερες ταινίες. Η υπόθεση της ταινίας «Όταν η πόλις πεθαίνει» είναι η εξής: Η Τζέλα Ραζή (Μαίρη Χρονοπούλου) είναι μία σταρ του κινηματογράφου, η οποία όμως την ανοδική της πορεία την οφείλει στον εραστή της, τον Άρη Ραγκούση (Αντρέας Μπάρκουλης) ο οποίος δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας παράνομων και νοθευμένων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Η Τζέλα γνωρίζει τις παράνομες δραστηριότητες του Άρη, ωστόσο δεν τις αποκαλύπτει για να μην θέσει σε κίνδυνο την καριέρα της. Όμως, επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο, μια ξαφνική της συνάντηση με έναν γιατρό ορφανοτροφείου, τον Βασίλη Αρσένη (Φαίδων Γεωργίτσης), θα την κάνει να αναθεωρήσει τη σχέση της με τον Άρη, ενώ παράλληλα τον ερωτεύεται. Ο Άρης θα προειδοποιήσει τον Βασίλη να μείνει μακριά από την Τζέλα, η οποία αναγκάζεται να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του πρώτου για να προστατέψει τον γιατρό. Και από εδώ το σενάριο λαμβάνει μια απρόσμενη τροπή: Στο ορφανοτροφείο πολλά παιδιά προσβάλλονται από μια σοβαρή ασθένεια, την αλλαντίαση. Ο Βασίλης θα προσπαθήσει να κάνει το καλύτερο δυνατό για τα παιδιά, ωστόσο δέκα από αυτά θα πεθάνουν και υπαίτιος θεωρείται ο θεράπων γιατρός, δηλαδή ο Βασίλης. Η Τζέλα ανακαλύπτει ότι αιτία των θανάτων ήταν τα νοθευμένα σκευάσματα που χορήγησε ο Άρης στο ορφανοτροφείο και θα προσπαθήσει να αναφέρει το θέμα στις αρχές. Σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι η διαφθορά επεκετείνεται και σε δημόσια πρόσωπα υψηλά ιστάμενα, όπως ο ίδιος της ο αδερφός, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγιεινής, Στεφανος Ραζής (Ζώρας Τσάπελης). Στο τέλος βέβαια, η αλήθεια αποκαλύπτεται. Στα μεγάλα ατού της ταινίας είναι η καταπληκτική μουσική του μετρ του είδους Κώστα Καπνίση, με κορυφαία στιγμή τη σκηνή όπου η Μαίρη Χρονοπούλου ερμηνεύει το τραγούδι του ίδιου με τίτλο «Υπάρχει κάπου ένα παιδί». Επιπρόσθετα, ακούγεται και η μουσική σύνθεση Adagio του Ιταλού Tomaso Albinoni. Για τον έμπειρο θεατή, είναι εμφανής η επιρροή από τις αμερικανικές ταινίες νουάρ, η οποία όμως δεν ενοχλεί, δεδομένου ότι δεν τις μιμείται, αλλά εμπλουτίζεται και με άλλα χαρακτηριστικά, κυρίως εκείνα που πρεσβεύει διαχρονικά ο τρόπος γραφής του Νίκου Φώσκολου. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους της Αθήνας στις 10 Μαρτίου του 1969 και έκοψε 297.220 εισιτήρια.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία