Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 39 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 39 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Ηρακλής Λεοντόκαρδος. Ένα όνομα που αν μπορούσε κάποιος να το προσωποποιήσει σίγουρα θα είχε στο μυαλό του έναν ψηλό, γυμνασμένο, δυνατό άνδρα, γεμάτο μυς, αλλά και σκληρό σαν χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν «ένας σκληρός άνδρας». Με αυτό ακριβώς τον τίτλο λοιπόν, ο Φίνος αποφασίζει το1961 να γυρίσει μια ταινία, η οποία θα στηρίζεται στην παραδοξότητα του πρωταγωνιστή της. Ο οποίος θα έχει το όνομα Ηρακλής Λεοντόκαρδος, ωστόσο όχι μόνο δεν θα είναι σκληρός όπως θα περίμενε κανείς, αλλά αντίθετα, θα ήταν ένας άνθρωπος που όλοι θα τον εκμεταλλεύονταν. Και ο πιο ιδανικός για το ρόλο αυτό κρίθηκε εκείνη τη δεδομένη στιγμή ο Κώστας Χατζηχρήστος. Η ταινία «Ένας σκληρός άνδρας» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Γιώργου Ρούσσου, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Η υπόθεση του έργου θέλει τον Ηρακλή να είναι ένας «ταπεινός» δημόσιος υπαλληλος, ο οποίος όμως είναι τόσο δειλός που δεν τολμά ούτε τα ενοίκια να ζητήσει, από τους ανθρώπους στους οποίους έχει νοικιάσει κάποια μικρά σπιτάκια που έχει ο ίδιος σε μια πολυκατοικία. Το αποτέλεσμα είναι αυτοί να του χρωστούν πολλά νοίκια και ο ίδιος να είναι αδέκαρος. Όταν η κατάσταση φθάνει στο απροχώρητο, αποφασίζει να ζητήσει τη συνδρομή μιας δικηγόρου, την οποία υποδύεται η Μάθρα Βούρτση, σε έναν από τους σπάνιους κωμικούς ρόλους που υποδύθηκε στη μεγάλη της καριέρα. Η δικηγόρος του τον παροτρύνει να διεκδικήσει δυναμικά τα ενοίκια που του οφείλουν οι κάτοικοι της τριώροφης πολυκατοικίας που έχει κληρονομήσει. Πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα και ζητώντας τα χρήματα του, θα βρεθεί ωστόσο μπλεγμένος σε μια μεγάλη παρεξήγηση, αφού θα κατηγορηθεί για την κλοπή ενός διαμαντιού και τον παρολίγο στραγγαλισμό ενός ανθρώπου, ο οποίος μάλιστα ήταν και νοικάρης του. Έτσι, θα καταλήξει στο αστυνομικό τμήμα όπου εκει θα εξελιχθούν απίθανες καταστάσεις. Κανείς δεν πιστεύει στην αθωότητα του, ακόμη και η δικηγόρος του προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη δύσκολη αυτή υπόθεση προς όφελος της, ενώ ο διοικητής του τμήματος βάζει μια πόρνη να τον μεθύσει και να του αποσπάσει μέσα στο κελί την ομολογία του φόνου για να κερδίσει την ελευθερία της. Την πόρνη υποδύεται η Σπεράντζα Βρανά, η οποία αναπαράγει εξαιρετικά το ρόλο της «μόρτισσας», ο οποίος τη σημάδεψε στην καριέρα της, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Η Βρανά ως πόρνη λοιπόν, τον μεθάει, όμως το μεθύσι φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα και αυτός μεταμορφώνεται από ανθρωπάκι σε «σκληρό άντρα» και στο φινάλε η αλήθεια λάμπει πανηγυρικά, αλλά και ο ίδιος έχει αλλάξει ζωή και χαρακτήρα. Για άλλη μια φορά, ο Κώστας Χατζηχρήστος καταθέτει τον καλύτερό του εαυτό, αν και το σενάριο δεν τον βοηθάει όσο θα μπορούσε. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία «Ένας σκληρός άνδρας» αποτελεί έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του μεγάλου αυτού κωμικού ηθοποιού και σίγουρα μπορεί κανείς να την απολαύσει πολλές φορές ευχάριστα. Στην ταινία εμφανίζονται σε δεύτερους ρόλους οι Μάρθα Καραγιάννη και Κώστας Βουτσάς στα πρώτα τους βήματα, λίγο πριν προχωρήσουν σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μαζί με τους παραπάνω ηθοποιούς, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Τζόλυ Γαρμπή, Βαγγέλης Πρωτόπαππας, Τάκης Χριστοφορίδης, Κώστας Νάος, Μαργαρίτα Αθανασίου, Κώστας Παπαχρήστος, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Γκόλφω Μπίνη, Σταύρος Παράβας. Στην πρώτη προβολή της στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά, στις 30 Οκτωβρίου του 1961, η ταινία έκοψε 38.764 εισιτήρια και βρέθηκε στη 14η θέση ανάμεσα στις 68 ελληνικές ταινίες της κινηματογραφικής περιόδου 1961-62. Η μουσική ήταν του Γεράσιμου Λαβράνου και οι χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ.


Η πιο μεγάλη ταινία του Βέγγου και η πνευματικά ανάπηρη δικτατορία των συνταγματαρχών

Πόσο εύκολο είναι άραγε έστω και για τον πλέον έμπειρο κριτικό κινηματογράφου να απαντήσει στο ερώτημα «Ποια ήταν η σημαντικότερη ταινία στην καριέρα του Θανάση Βέγγου»; «Καθόλου εύκολο» είναι η απάντηση. Διότι κάθε ταινία του Βέγγου, ακόμα και όσες δεν σημείωσαν εμπορική επιτυχία – και παραδόξως υπήρξαν πολλές τέτοιες -, είχε να προσφέρει και κάτι διαφορετικό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Αν επιμείνουμε ωστόσο στο ερώτημα, τότε η απάντηση που φαίνεται να κερδίζει είναι ότι η σημαντικότερη ταινία του ήταν αυτή που γύρισε το 1971, εν μέσω χούντας, με τον χαρακτηριστικότατο –όσο και αλληγορικό- τίτλο «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση». Επρόκειτο για μια καθαρά σατυρική ταινία, σε σκηνοθεσία και παραγωγή του Ντίνου Κατσουρίδη, η οποία μάλιστα τιμήθηκε με 3 βραβεία στο 12ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Βραβείο Καλλιτεχνικής Ταινίας, Σεναρίου και α’ ανδρικού ρόλου. Ήταν ξεκάθαρο ότι μέσα από αυτή την ταινία, ο καταπιεσμένος ελληνικός λαός, εν μέσω της στυγνής δικτατορίας των συνταγματαρχών έβλεπε μια ιστορία που του θύμιζε τα δικά το βάσανα, αλλά και ένα Βέγγο σε έναν μοναδικό δραματικό ρόλο. Μια δραματικότητα που – πόσο παράδοξο αλήθεια – πήγαζε από τα ίδια τα κωμικά συστατικά της υποκριτικής του. Η παρουσία της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προκάλεσε πάταγο: Ο Βέγγος ανακηρύχθηκε στο πρόσωπο του Φεστιβάλ και μετά το τέλος της προβολής της ταινίας του, ενθουσιασμένοι θαυμαστές του τον σήκωσαν στα χέρια θριαμβευτικά και τον περιέφεραν έξω από την αίθουσα. Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι άλλο έβλεπαν πίσω από την ερμηνεία του. Κι αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από τα μηνύματα ελευθερίας και δημοκρατίας που πήγαζαν αβίαστα μέσα από την ταινία, τα οποία όμως η χούντα της λογοκρισίας δεν είχε το πνευματικό υπόβαθρο να τα αντιληφθεί. Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Ο Θανάσης είναι ένας εργάτης εργοστασίου, ο οποίος κοιτάει μόνο την δουλειά του και το πως θα εξοικονομήσει λίγο φαγητό. Αντίθετα η αδελφή του Φρόσω βοηθάει όσο μπορεί την αντίσταση κατά των Γερμανών. Ο Θανάσης θα βρεθεί στο δικαστήριο υπερασπιζόμενος τον ταβερνιάρη της γειτονιάς Θόδωρο. Θα καταδικαστεί όμως ο ίδιος για ψευδορκία, σε είκοσι ημέρες φυλάκιση και θα βρεθεί στο ίδιο κελί με πατριώτες αντιστασιακούς. Ανάμεσά τους είναι και ο γνωστός Ιβάν. Όλοι μαζί αποφασίζουν και δραπετεύουν πλην του Θανάση, που μένει μόνος στο κελί. Όταν ο διοικητής ζητάει τον Ιβάν για ανάκριση, ο υπεύθυνος της φυλακής, έντρομος διαπιστώνει την απόδραση και στην θέση του Ιβάν παρουσιάζει τον Θανάση. Είναι μοναδικός ο τρόπος που ο Βέγγος, με εκείνο το θλιμμένο βλέμμα και ύφος βιώνει τις δύσκολες καταστάσεις, καθηλώνοντας τον θεατή. Διότι στην ταινία αυτή, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός «παίζει» και με το βλέμμα του, και με τα μάτια του, και με τις κινήσεις των χεριών του, και με τις συσπάσεις του προσώπου του, με όλο του το είναι. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι σχεδόν ανεπανάληπτο. Η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» προβλήθηκε τη σεζόν 1971-1972 και έκοψε 640.471 εισιτήρια, «σπάζοντας» ταμεία και γεμίζοντας ασφυκτικά τους κινηματογράφους της χώρας. Φυσικό επακόλουθο, να έρθει πρώτη σε εισπράξεις τη σεζόν εκείνη, ανάμεσα σε 90 ταινίες. Μαζί με τον Βέγγο, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Εφη Ροδίτη, Αντώνης Παπαδόπουλος, Καίτη Λαμπροπούλου, Νικήτας Πλατής, Κατερίνα Γώγου. Το σενάριο ήταν του Ντίνου Κατσουρίδη και του Ασημάκη Γιαλαμά, ενώ η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Η Δεσποινίς Διευθυντής Καρέζη και οι θρυλικές ατάκες που «έγραψαν ιστορία»...

«Τι έγινε παιδιά, γιατί πιανόσαστε;». «Αθηνάααααααα...». «Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίεεεεες». «Έλα εδώ εσύ, φαίνεσαι πιο...ζωηρός!». «Παιδιά, το παιδί από εδώ δεν χορεύει, είναι...του σεμιναρίου!». «Γυρίσατεεεεεεεε;». Αν αναζητήσει κανείς μια ελληνική ταινία με τις περισσότερες ατάκες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη των Ελλήνων, οι οποίες μάλιστα να ακούγονται μέχρι σήμερα, σίγουρα η πρώτη που έρχεται στο μυαλό είναι η ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής», η οποία γυρίστηκε το 1964 από τη Finos Film, με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη – σε έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της καριέρας της -, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Δημήτρη Νικολαϊδη. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο των Ασημάκη Γιαλαμά – Κώστα Πρετεντέρη, το οποίο ανέβηκε στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, ανήμερα Χριστουγέννων του 1963, από το θίασο της Τζένης Καρέζη. Στο θέατρο, τον ρόλο του Αλέκου Αλεξανδράκη είχε υποδυθεί ο Νίκος Κούρκουλος, σε μια από τις ελάχιστες συμμετοχές του σε θεατρικές κωμωδίες. Στην ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής» το δίδυμο Καρέζη-Αλεξανδράκης πρωταγωνιστεί μαζί για πρώτη φορά μετά από το sequel ταινιών «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο», ταινίες που άφησαν εποχή για πολλούς λόγους. Η Καρέζη στο «Δεσποινίς Διευθυντής» υποδύεται τη Λίλα Βασιλείου, η οποία αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας τεχνικής εταιρείας έχοντας διαρκώς στο πλευρό της τον υπερπροστατευτικό πατέρα της, τον οποίο υποδύεται ο υπέροχος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Θέλοντας να δώσει προτεραιότητα στην καριέρα της ως επιστήμων, παραμελεί την θηλυκότητα της αποθαρρύνοντας το φλερτ του υφισταμένου της υπομηχανικού και λάτρη του γυναικείου φύλου Αλέκου Σαμιωτάκη, ρόλο που φυσικά υποδύεται ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Όταν τον ερωτεύεται, παροτρύνεται από την ξαδέλφη της (Λίλιαν Παπαγιάννη) να μεταμορφωθεί σε ναζιάρικο θηλυκό. Η ταινία, μέσα από τις χιουμοριστικές καταστάσεις που περιγράφει αγγίζει ένα «καυτό» ακόμα και σήμερα θέμα, αυτό του ανδροκρατούμενου εργασιακού περιβάλλοντος και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην προσπάθεια επαγγελματικής τους ανέλιξης σε ανώτατες διοικητικές θέσεις. (Μπορεί η κατάσταση να έχει βελτιωθεί πολύ, ωστόσο θα είχαμε άδικο εάν λέγαμε ότι τα προβλήματα πλέον έχουν εξαλειφθεί). Σε κριτική του για την ταινία, ο κριτικός κινηματογράφου Κώστας Σταματίου έγραφε τον Δεκέμβριο του 1964 στην εφημερίδα «Τα Νέα», σχολιάζοντας το ρόλο της Καρέζη: «Διατηρώ πολλές επιφυλάξεις για τους άχαρους και βαρειούς αυθορμητισμούς που της επιτρέπει ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος». Ειλικρινά, προσπαθήσαμε πολύ για να αντιληφθούμε την πηγή αυτής της άποψης του εν λόγω κριτικού, αλλά δεν το καταφέραμε. Διότι αυτός ακριβώς ο αυθορμητισμός της Καρέζη είναι που ανέδειξε την ταινία. Ίσως εκείνη την εποχή βέβαια, τα αισθητικά κριτήρια να ήταν διαφορετικά. Αντίθετα, διαπιστώσαμε πλήρη σύμπνοια απόψεων στις κριτικές για την εξαιρετική ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου, ο οποίος έπλασε και απέδωσε μοναδικά το ρόλο του υπερπροστατευτικού πατέρα. Ακόμα και οι ακρότητες αποδίδονται με τέτοιο τρόπο που προκαλούν αβίαστο γέλιο, όπως π.χ. η σκηνή που ο Σαμιωτάκης στη βιασύνη του να συναντήσει τη δις Βασιλείου, ξεσκονίζει τα παπούτσια του... με το γάτο του!

Μαζί με τους παραπάνω σπουδαίους ηθοποιούς, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Ελένη Ζαφειρίου, Νίτσα Μαρούδα, Γιάννης Βογιατζής, Κώστας Καρράς, Περικλής Χριστοφορίδης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κατερίνα Γώγου, Ελένη Μαυρομάτη, Δέσποινα Στυλιανοπούλου κ.α. Η πολύ όμορφη μουσική της ταινίας ήταν –ποιου άλλου; - του Μίμη Πλέσσα, ενώ στο τραγούδι εμφανίζονται οι αδελφές Μπρόγιερ. Το «Δεσποινίς Διευθυντής» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους Αθήνας-Πειραιά στις 18 Δεκεμβρίου του 1964 και έκοψε 402.143 εισιτήρια στην πρώτη της προβολή.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία