Οι περιπέτειες ενός Αθηναίου στο Παρίσι (pics)

Gazzetta team
Οι περιπέτειες ενός Αθηναίου στο Παρίσι (pics)
Ταξιδιωτικές αναμνήσεις από το ταξίδι ενός νεόπλουτου «βιομήχανου» στο Παρίσι την εποχή του Μεσοπολέμου

Μια χαρακτηριστική ηθογραφία του νεόπλουτου «βιομήχανου» της δεκαετίας του 30, του πάντοτε αμφιταλαντευόμενου στη σκέψη και τη συμπεριφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης, βρίσκουμε στο εξαίρετο βιβλίο του Βασίλη Αττικού «Εύθυμη ηθογραφία της Παλιάς Αθήνας».

Ήρωας μας είναι ένας στενοκέφαλος, νευρικός, φωνακλάς Αθηναίος ο οποίος πιστεύει, φυσικά, ότι είναι μεγάλη προσωπικότητα. Αποφασίζει να ταξιδέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι με το πλοίο και παραμονή ολίγων ημερών στη Μασσαλία, φτάνει κατάκοπος στο Παρίσι... ας τον αφήσουμε όμως να μας τα διηγηθεί ο ίδιος:




«Επί τέλους φτάσαμε και στο Παρίσι με ραγδαία βροχή. Χωθήκαμε σ’ ένα κλειστό αμάξι και μας πήγε σε κάποιο ξενοδοχείο. Ο φίλος μου απ’ τη Μαρσίλια μού είχε πη ότι στη Γαλλία ήταν συνήθεια να δίνουν παντού και πάντοτε μπουρμπουάρ, όπως το λένε στη γλώσσα τους το μπαξίσι. Στην Αθήνα, δεν τα ξέραμε τέτοια πράγματα. Ας είναι όμως κι αυτό για να μας περιποιηθούνε.



»Εγώ σκέφτηκα τότε, πως ήταν μεγάλη κουταμάρα να δίνης το μπουρμπουάρ όταν φεύγεις από ένα μέρος. Αφού ούτε πρόκειται να σε ξαναδούνε ούτε να τους ξαναδής. Προτιμότερο δεν είναι να τους το δώσης στην αρχή; Μόλις λοιπόν μας πήραν τις βαλίτσες οι καμαριέρηδες, έβγαλα το πορτοφόλι μου και μοίρασα σ’ όλους μπουρμπουάρ. Αυτοί, τσακίστηκαν να μας κάνουν ρεβερέντζες και να μας περιποιούνται, με τη σκέψη ότι μια και τους έδωσα μπαξίσι στην αρχή, θα τους μοίραζα πάρα πολλά όταν θα φεύγαμε.



»Κατεβήκαμε στο εστιατόριο για να φάμε. Το γκαρσόνι μάς έφερε τον κατάλογο των φαγιών κ’ εγώ του έβαλα στο χέρι το μπουρμπουάρ. Εκείνο άρχισε αμέσως τα μερσί και τις ρεβερέντζες. Ο γυιός μου όμως, ο Αντωνάκης, δεν τα κατάφερνε να μας εξηγήση τι έγραφε ο κατάλογος. Του λέω: Ρώτησε, έχουν αρνί γιουβέτσι στο φούρνο; Ο Αντωνάκης μου προσπάθησε να του δώση να καταλάβη τι θέλουμε, αλλά το γκαρσόνι μας κύτταζε σαν βλάκας.
»Μπαίνω τότε εγώ στη μέση: Αβέ γκιουβετσί; Νο μουσιέ. Ντολμά; Κιοφτέ; Νο μουσιέ. Τον κακό σας τον καιρό. Τι έχετε λοιπόν να μας ταΐστε; Βατράχους και χελώνες που τα τρώτε δω πέρα, να μας μαγαρίσετε; Πες του, Αντωνάκη μου, ας μας φέρη κρέας κι ό,τι διάολο θέλει ας είναι. Ο Αντωνάκης αφού σκέφτηκε λίγο λέει στο γκαρσόνι: Βιάν. Μας σερβίρισαν κάτι άνοστα φαγιά, να τα μασάς και να τα φτύνεις στα μούτρα τους. Τα κατάπιαμε, θέλοντας και μη, για να μην πεθάνουμε της πείνας.



»Όπου κι αν πήγαμε να φάμε, τα ίδια και χειρότερα. Ως και τα γλυκά τους είναι ανούσια. Στα ζαχαροπλαστεία δεν φτιάχνουν γαλακτομπούρικο, μπακλαβά, χαλβά και καταΐφι. Περιμέναμε να πάψη η βροχή, για να σιργιανίσουμε τουλάχιστον και να δούμε το Παρίσι. Τουλούμι έριχνε το νερό. Σε τρεις τέσσερις μέρες έδωσε ο Θεός να σταματήση ο κατακλυσμός. Μπήκαμε σ’ ένα ανοιχτό αμάξι και κάναμε μια βόλτα κ’ είδαμε και τ’ αξιοθέατα. Περιδιαβάσαμε τις βιτρίνες κάτι πελώριων μαγαζιών και ψωνίσαμε. Τότε λέω στη συμβία μου: Ξέρεις τίποτα; Το είδαμε και το Παρίσι που ξορκισμένο νάναι. Ετοίμασε τις βαλίτσες μας να γυρίσουμε πίσω στον τόπο μας. Αθήνα και πάλι Αθήνα.



»Ξώφλησα το λογαριασμό του Ξενοδοχείου. Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε, βάρεσε προσκλητήριο. Παρατάχθηκε στην εξώπορτα, για να μας ξεπροβοδίση και να μας ευχηθή καλό ταξίδι ένας ολόκληρος στρατός από καμαριέρηδες, γκαρσόνια, πορτιέρηδες κ.λπ. Μ’ εκύτταζαν όλοι στα χέρια, περιμένοντας ν’ ανοίξω το πορτοφόλι μου και να τους το μοιράσω.

»Τότε εγώ λέω στον Αντωνάκη: Πες τους ότι δεν φεύγουμε, αλλά πάμε σε μια μικρή εκδρομή και θα γυρίσουμε σύντομα. Σε δυο τρεις μέρες θα επιστρέψουμε. Από μέσα μου δε έλεγα: Όταν μας ξαναδήτε να μας γράψετε. Έτσι τους την έσκασα. Τους άφισα σύξυλους, να περιμένουν σα χάχηδες μ’ ανοιχτά τα χέρια, τα μπουρμπουάρ που θα τους έδινα.

»Όταν φεύγαμε απ’ το Παρίσι έρριξα πέτρα πίσω μου. Το ίδιο και στη Μαρσίλια. Μούντζωνα με τα δυο μου τα χέρια. Και να βρίσκωνται άνθρωποι να σου λένε το Παρίσι και το Παρίσι. Να σου πετύχη τόπος μία φορά! Φτου. Ούτε κοκορέτσι δεν βρίσκεις να φας. Τώρα που το είδα, ας τολμήση κανένας να το παινέψη μπροστά μου [...]

»Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στον Περαία κάναμε όλοι το σταυρό μας. Άμα δε φτάσαμε στο σπίτι μας στην Αθήνα, λέω στη συμβία μου: “Γυναίκα, ο Θεός κ’ η Παναγιά μάς βοήθησαν και γυρίσαμε πίσω ζωντανοί και γεροί. Μεγάλη η χάρι Τους. Αύριο το πρωί να πας στην Εκκλησιά ν’ ανάψης λαμπάδες και για τους τρεις μας. Φέρε και τον παπά να μας κάνη ένα ευχέλαιο”».


Πηγή protothema.gr