Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 28 (pics & vids)

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 28 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Φτώχια, λατέρνα, ταβέρνα και κρασί στην Αθήνα του 50’

Φτώχια, ταβερνάκι, κρασί, λατέρνα στην Αθήνα της δεκαετίας του 50’. Δεν ακούγεται και ιδιαίτερα ευρηματική αυτή η εικόνα ως σενάριο ελληνικής ταινίας. Όταν ωστόσο στην όλη εικόνα μπαίνει και το όνομα του Ορέστη Μακρή, τότε όλα ανατρέπονται και η κοινοτυπία πάει περίπατο. Ο Μακρής ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός που μπορούσε ακόμα και το πιο απλοϊκό και σύνηθες σενάριο να το απογειώσει. Κάτι που έκανε και στην περίπτωση της ταινίας «Μια λατέρνα, μια ζωή», η οποία εμφανίστηκε στους κινηματογράφους το 1958, σε σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα και σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καψάσκη, ο οποίος με αυτή έκανε την πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα. Στην ταινία ο Μακρής υποδύονταν ένα λατερνατζή, ο οποίος ζει με τη γυναίκα του φτωχικά, μέχρι που εκείνη πεθαίνει πάνω στον τοκετό. Μια πλούσια οικογένεια θα υιοθετήσει το κοριτσάκι τους, που θα μεγαλώσει με ανέσεις χωρίς όμως να έχει γνωρίσει τον πραγματικό του πατέρα. Η μεγάλη πια κοπέλα, την οποία υποδύεται η Τζένη Καρέζη, θα ερωτευτεί έναν φτωχό μουσικό, τον Πέτρο Φυσσούν και τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα είναι δραματικά, αλλά με αίσιο τέλος. Ο λατερνατζής όλα αυτά τα χρόνια έβλεπε από μακριά την κόρη του, χωρίς να τολμά να της μιλήσει. Είναι μοναδικές οι σκηνές που ο Μακρής κοιτάζει από μακριά και με πόνο ψυχής την κόρη του, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να της αποκαλύψει την ταυτότητά του. Πρόκειται για σκηνές που ο θεατής δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος και να μην αισθανθεί έναν κόμπο στο λαιμό του. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, οι ιστορίες των φτωχών παιδιών που δόθηκαν σε πλούσιες οικογένειες για να μεγαλώσουν, δεν έχουν τέλος. Ίσως σήμερα αυτό να φαντάζει «περίεργο», αλλά οι συνθήκες εκείνης της εποχής δικαιολογούσαν απόλυτα τις πράξεις αυτές των φτωχών οικογενειών. Οι φτωχοί γονείς με πόνο ψυχής αποχωρίζονταν τα παιδιά τους, γνωρίζοντας ότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να τους δώσουν τα εφόδια που έπρεπε για να αντιμετωπίσουν τη ζωή. Από την άλλη όμως, ήθελαν να τα εξασφαλίσουν κι αυτό σε ένα βαθμό απάλυνε τον πόνο τους. Δεν ήταν βέβαια λίγες οι περιπτώσεις γονέων που δεν άντεχαν τον αποχωρισμό και οδηγούνταν σε ακραίες κινήσεις, όπως π.χ να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Το να πρωταγωνιστείς βέβαια δίπλα στον Μακρή δεν ήταν ποτέ κάτι απλό. Ωστόσο στην ταινία αυτή, τόσο η Τζένη Καρέζη, όσο και ο Πέτρος Φυσσούν, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, καταφέρνουν να κρατήσουν το σενάριο σε υψηλά επίπεδα και να αναδείξουν την δραματικότητα των καταστάσεων με τον ιδανικότερο τρόπο. Η μουσική ήταν του Μάνου Χατζηδάκι, ενώ αξέχαστες έχουν μείνει οι ερμηνείες των τραγουδιών της ταβέρνας από τον Ορέστη Μακρή. Μάλιστα, το τραγούδι που έλεγε ο ίδιος, με τον τίτλο «Κοπάνα το, κοπάνα το», παραμένει πάντα κλασικό. Μαζί με τους Μακρή, Καρέζη, Φυσσούν, στην ταινία πρωταγωνιστούν ακόμα οι Λαυρέντης Διανέλλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίτσα Τσαγανέα, Νίκος Φέρμας, Ράλλης Αγγελίδης, Θάνος Τζενεράλης, Αντιγόνη Κουκούλη, Λάκης Σκέλας, Νίτσα Παπά, Νία Λειβαδά. Η παραγωγή της ταινίας «Μια λατέρνα, μια ζωή» ήταν της Ανζερβός. Προβλήθηκε τη σεζόν 1958-1959 και στην πρώτη προβολή της έκοψε 29.778 εισιτήρια, ερχόμενη 17η ανάμεσα στις 51 ταινίες.


Η «Ζαβολιάρα» Βουγιουκλάκη και τα μόλις 23.205 εισιτήρια

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου όχι μόνο για το σπουδαίο ταλέντο της, αλλά και εξαιτίας του δυναμικού της χαρακτήρα, ο οποίος πολλές φορές την οδηγούσε σε συγκρούσεις με τους παραγωγούς (αξέχαστες οι κόντρες της με τον Φίνο), αλλά και σε κινήσεις που δεν κρίνονταν πάντα ως επιτυχείς. Η ίδια δεν δίσταζε να εμπιστευθεί και άλλους παραγωγούς (πέρα του Φίνου, του Κονιτσιώτη, των Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, αλλά και του Ζερβού). Έτσι, το 1959 δεν δίστασε να εμπιστευθεί μια λιγότερο γνωστή εταιρεία παραγωγής, την Adams Films, των αδελφών Αδάμη, για να γυρίσει τη «Ζαβολιάρα», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μάριου Αδάμη. Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι ότι η εταιρεία αυτή γύρισε μία και μόνο ταινία, τη συγκεκριμένη, ενώ ο Μάριος Αδάμης δεν σκηνοθέτησε ποτέ ξανά. Παρά το ρίσκο όμως, η Αλίκη δεν δίστασε να συνεργαστεί με την εταιρεία αυτή. Το αποτέλεσμα της επιλογής της δεν την δικαίωσε, έστω κι αν στην ταινία συμπρωταγωνιστούσαν δύο ακόμα μεγάλα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου, ο Γιώργος Φούντας και ο Παντελής Ζερβός. (Άλλη μια απόδειξη ότι ένα κακό σενάριο δεν αναδεικνύεται ακόμα κι αν το ερμηνεύσουν μεγάλοι ηθοποιοί). Η Βουγιουκλάκη υποδύονταν την Λενιώ, κόρη του καπετάν-Κωσταντή (Παντελής Ζερβός), η οποία αγαπάει τον Λάμπρο (Γιώργος Φούντας), έναν ψαρά στην υπηρεσία του πατέρα της. Την ίδια όμως αγαπάει κι ο Παντελής, ένας άλλος ψαράς, τον οποίο όμως η Λενιώ δεν τον θέλει. Η προσπάθεια του Παντελή να βγάλει από τη μέση τον Λάμπρο, έχει σαν αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά ο καπετάν-Κωνσταντής. Ο Λάμπρος παίρνει τη θέση του καπετάνιου και ξεκινούν να ψαρεύουν στα θολά νερά, την πιο επικίνδυνη περιοχή του νησιού, που έχει γίνει ο τάφος πολλών ναυτικών, μεταξύ των οποίων και του πατέρα του. Μαζί τους πάει και η Λενιώ, που κάνει τον Παντελή να χάσει τα λογικά του και μετά από μια καταιγίδα να επιχειρήσει πάλι να σκοτώσει τον Λάμπρο. Ευτυχώς, όμως, γίνεται αντιληπτός από τους άλλους. Όταν το καΐκι επιστρέφει στο νησί με τα αμπάρια του γεμάτα ψάρια, ο Λάμπρος ζητάει τη Λενιώ από τον πατέρα της και ο Παντελής παραδίδεται μόνος του στην αστυνομία. Τέλος καλό, όλα καλά δηλαδή. Ωστόσο, οι σεναριακές ατέλειες, αλλά και η χαλαρή σκηνοθεσία οδηγούν σε ένα μέτριο αποτέλεσμα. Έτσι, η ταινία που προβλήθηκε τη σεζόν 1959-1960, έκοψε μόλις 23.205 εισιτήρια, ερχόμενη στην 30η θέση ανάμεσα στις 52 ταινίες εκείνης της σεζόν. Το αν μετάνιωσε ποτέ η Βουγιουκλάκη για την επιλογή της αυτή, θα μείνει για πάντα άγνωστο…


Η μαντάμ Πελαζί, ο Ξαρχάκος και...τα μούσμουλα

Aπό τις πιο κλασικές και αγαπημένες ταινίες της Finos Film, «H Παριζιάνα» θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες της Ρένας Βλαχοπούλου, όπου η χαρισματική ηθοποιός αναδεικνύει το τεράστιο ταλέντο της, βοηθούμενη φυσικά από την μαεστρική καθοδήγηση του Γιάννη Δαλιανίδη, το ευρηματικό σενάριο, αλλά και την πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών που την πλαισίωναν. Η ταινία γυρίστηκε το 1969 και σηματοδότησε την επιστροφή της μεγάλης αυτής ηθοποιού στην Finos Film, μετά από τρία χρόνια συνεργασίας με την εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Ο Γιάννης Δαλιανίδης της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το μιούζικαλ, χωρίς όμως τους συνηθισμένους πρωταγωνιστές που χρησιμοποιούσε στα μέχρι τότε μιούζικαλ που σκηνοθετούσε. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε την ταινία να αναδειχθεί και να σημειώσει σημαντική εμπορική επιτυχία. Στην «Παριζιάνα», η Βλαχοπούλου υποδύεται την μοδίστρα Πελαγία, η οποία προκειμένου να ξεφύγει από τις απαιτητικές πελάτισσές της, πείθεται από την αδελφή της (Έρρικα Μπρόγιερ) να ανοίξουν έναν οίκο μόδας στο Κολωνάκι. Για να επιτύχει όμως το εγχείρημα η ίδια θα πρέπει να φαίνεται ότι έχει έρθει από το εξωτερικό και όχι από...τη Φιλαδέλφεια, όπου κατοικούσε μέχρι πρότινος. Έτσι, οργανώνουν με τη βοήθεια ενός φίλου τους (Χρόνης Εξαρχάκος) μια επίδειξη στη Μύκονο και η Πελαγία γίνεται… η Πελαζί από το Παρίσι. Το κόλπο φαίνεται να πιάνει, ώσπου ένας παλιός γνώριμος της Πελαγίας (Κώστας Καρράς) εμφανίζεται στο ξενοδοχείο και μαζί με έναν νεαρό μουσικό (Βαγγέλης Σειληνός), αρχίζουν να διεκδικούν την καρδιά της αδελφής της. Τα μπερδέματα θα κορυφωθούν όταν ένας ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας (Δημήτρης Καλλιβωκάς) θα ερωτευθεί την Πελαγία και θα τη ζητήσει σε γάμο. Μαζί με τη Βλαχοπούλου, σπουδαίες ερμηνείες απέδωσαν τόσο ο Χρόνης Εξαρχάκος (αξέχαστη η ατάκα «-Αγοράκι τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; -Μούσμουλα!»), όσο και ο Βαγγέλης Σειληνός, ο οποίος «δίνει ρέστα» ερμηνεύοντας το ρόλο του «οργισμένου νιάτου». Η ταινία περιλαμβάνει πολλά γυρίσματα από τη Μύκονο, με πανέμορφα εξωτερικά πλάνα, τα οποία αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη δυναμική της. Στην «Παριζιάνα» εμφανίζεται και η Μαρινέλλα, η οποία κερδίζει τις εντυπώσεις, ερμηνεύοντας θρυλικά τραγούδια όπως το «Ζωγραφισμένα στο Χαρτί» και «Δώσ’ μου τ' αθάνατο νερό». Στην ταινία πρωταγωνιστούν ακόμα οι Ρία Δελούτση, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Γιώργος Γαβριηλίδης, Χρήστος Στύπας, Ανθή Γούναρη, Δώρα Λατινάκη, Μαίρη Γκότση, Νίκος Σκιαδάς, Γιώργος Κάφκας. Η μουσική είναι –φυσικά- του Μίμη Πλέσσα και σε αυτή οφείλεται σημαντικό μέρος της επιτυχίας της «Παριζιάνας». Οι χορογραφίες είναι του Γιάννη Φλερή, ενώ στην ταινία τραγουδάει και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Η «Παριζιάνα» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 22 Δεκεμβρίου 1969 και στην πρώτη της προβολή έκοψε 554.428 εισιτήρια.

«Η κυρία του κυρίου» και η Αρώνη που έγινε... Μαυροπούλου

Μπορεί το πέρασμα του χρόνου να έχει την τάση να μυθοποιεί πρόσωπα, καταστάσεις και εποχές, ωστόσο μερικά πράγματα δεν άλλαξαν και δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν. Όπως η λαχτάρα του ανθρώπου για εύκολο χρήμα και καλοπέραση, αλλά και η τάση των ανδρών… να λοξοκοιτούν. Το 1962 ο Φίνος αποφασίζει να μεταφέρει στον κινηματογράφο το θεατρικό έργο των Τσιφόρου-Βασιλειάδη με τίτλο «Η κυρία του κυρίου», το οποίο είχαν παίξει στο θέατρο με μεγάλη επιτυχία ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Μαίρη Αρώνη. Μόνο που αυτή τη φορά, τη θέση της Μαίρης Αρώνη πήρε η Γκέλυ Μαυροπούλου, η οποία μπορεί να μην είχε το βάρος του ονόματος της Αρώνη, ωστόσο ερμήνευσε εξαιρετικά το ρόλο της στο πλευρό του Ηλιόπουλου. Η υπόθεση του έργου παρακολουθούσε την πορεία ενός ευσυνείδητου και καθ' όλα έντιμου υπαλλήλου, του Μηνά (Ντίνος Ηλιόπουλος), ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις προμήθειες της εταιρείας που δουλεύει. Η γυναίκα του, Εύα (Γκέλυ Μαυροπούλου), είναι πιστή και υπάκουη σύζυγος και ασπάζεται τις αρχές του άντρα της, αλλά της αρέσουν τα μεγαλεία, οι γούνες και τα κοσμήματα. Μια μέρα, την πλησιάζει ο προϊστάμενος του άντρα της (Βασίλης Ανδρονίδης) και της προτείνει με το αζημίωτο να υποδείξει στον Μηνά κάποιον δικό του προμηθευτή. Έτσι ξεκινάει μια ιστορία όπου στις πλάτες του συζύγου της, η Εύα κερδίζει χρήματα, τα οποία δικαιολογεί ως κληρονομιά από έναν θείο της. Όταν, όμως, το κόλπο της γίνεται αντιληπτό από τον Μηνά, «κάθε κατεργάρης κάθεται στον πάγκο του». Και η ταινία κλείνει αφήνοντας μια πικρόγλυκια γεύση στον θεατή, με την έννοια ότι το χρήμα μπορεί να είναι γλυκό, αλλά η αλήθεια και η ειλικρίνεια πρέπει πάντα να οδηγούν τους ανθρώπους, όσο κόστος κι αν έχει αυτό. Διότι έρχεται μια ημέρα που το «λερωμένο χρήμα» γίνεται θηλιά και πνίγει τους «ιδιοκτήτες» του. Η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Χρήστος Τσαγανέας, Καίτη Πάνου, Μπέτυ Μοσχονά, Περικλής Χριστοφορίδης, Πόπη Λάζου, Γιάννης Βογιατζής, Νότα Παρούση και Λιάνα Ορφανού. Η μουσική ήταν του Κώστα Κλάβα και η χορογραφία του Μανώλη Καστρινού. «Η κυρία του κυρίου» έκανε πρεμιέρα στις 12 Μαρτίου 1962 και στην πρώτη της προβολή έκοψε 39.709 εισιτήρια. Στην ταινία χορεύει το εξαιρετικό ζευγάρι Μανώλης Καστρινός και Χρυσούλα Ζώκα. Άραγε, σήμερα, σε μια παρόμοια κατάσταση, ποια θα ήταν η αντίδραση του συζύγου όταν μάθαινε ότι η γυναίκα του έπαιρνε προμήθειες εκμεταλλευόμενη τις δικές του αποφάσεις; Θα προσπαθούσε να την επαναφέρει στην τάξη ή …θα την επιβράβευε και θα της έλεγε να συνεχίσει; Άλλες εποχές, άλλα ήθη…

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία