«Το ξετραχηλισμένο γύναιο», η «Στέλλα» της καρδιάς μας και η κορυφαία στιγμή του Μ. Κακογιάννη (pics & vids)
ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord
«Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί, για να 'χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας;» αναρωτιόνταν τον Νοέμβριο του 1955 ο κριτικός τέχνης Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Άραγε, σε ποια ηθοποιό αναφέρονταν με τόσο επικριτικά λόγια και για την ερμηνεία της σε ποια ελληνική ταινία; Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί σήμερα ότι η κριτική αυτή αφορούσε στην Μελίνα Μερκούρη και στην ερμηνεία της στην θρυλική ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη; Μπορεί η χρονική απόσταση να έχει την τάση να μυθοποιεί πρόσωπα και πράγματα και ενίοτε να τα εξιδανικεύει, ωστόσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κριτική αυτή του Μοσχοβάκη ήταν σκληρή και πέρα για πέρα άδικη. Ωστόσο, αντικατόπτριζε τα ήθη και τα πιστεύω της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, τα οποία ήταν βαθύτατα συντηρητικά. Το ωραίο είναι ωστόσο ότι τις σκληρότερες κριτικές η «Στέλλα» τις δέχθηκε από...αριστερά έντυπα, τα οποία θεωρούνται διαχρονικά...προοδευτικά. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» ήταν τέτοιο έντυπο. Θέλετε κι άλλη ένδειξη; Την ίδια περίοδο, ο δημοσιογράφος Κώστας Σταματίου από τις στήλες της Αυγής –ναι, της Αυγής-, χαρακτήριζε την ταινία «ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο "λούμπεν", ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα». Κι όλα αυτά για μια ταινία που θεωρείται από τις πλέον σημαντικές της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης. Είναι φαίνεται η μοίρα των ταινιών που «ταρακουνούν» τα θεμέλια της επικρατούσας άποψης, να γίνονται δεκτές με φωνές και αντάρες.
Διεθνείς διακρίσεις δίχως τέλος
Η ταινία «Στέλλα» βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», ενώ το σενάριο εμπνέεται από την ιστορία της Κάρμεν, που έγραψε ο Γάλλος Προσπέρ Μεριμέ και έγινε διάσημη με την όπερα ενός άλλου Γάλλου, του Ζορζ Μπιζέ. Οι διεθνείς διακρίσεις της «ζαλίζουν» για τα δεδομένα της εποχής εκείνης: Διακρίθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1956 και με το βραβείο καλύτερης ταινίας ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Η ταινία ήταν φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών το 1955 και η Μελίνα Μερκούρη για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού. Το γεγονός ότι δεν κέρδισε κανένα από τα δύο αυτά βραβεία, μάλλον μικρή σημασία έχει. Ωστόσο, η μη απονομή του βραβείου στις Κάννες προκάλεσε διαμάχη στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ, με αποτέλεσμα η Isa Miranda, μέλος της επιτροπής, να δώσει στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας το οποίο ονομάστηκε βραβείο «Isa Miranda». Από την άλλη, εκείνη τη χρονιά στις Κάννες έγινε και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις κατοπινές του ταινίες, αλλά και η γυναίκα της ζωής του. Οι διεθνείς διακρίσεις της ταινίας είχαν και συνέχεια, αφού η «Στέλλα» αποτέλεσε την ελληνική υποβολή για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1956. Την ίδια χρονιά δε, κέρδισε τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας (Ντένη Βαχλιώτη). Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι δεν αποτέλεσε παραγωγή κάποιας μεγάλης κινηματογραφικής εταιρείας – π.χ. της Finos Film ή της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης -, αλλά της Μήλας Φίλμ, αποτελώντας μάλιστα και την τελευταία της παραγωγή. Στη «Στέλλα» η Μελίνα Μερκούρη πραγματοποίησε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, όπως άλλωσε και ο νεαρότατος εκείνη την εποχή Κώστας Κακκαβάς. Και μπορεί ο ελληνικός Τύπος – κυρίως ο αριστερός – να έκανε δεκτή την ταινία με σκληρότατη κριτική, ωστόσο τα σχόλια του ξένου Τύπου στις Κάννες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκά για την Μερκούρη και τον ρόλο της, ο οποίος αναδείκνυε μια ηρωίδα-πρότυπο της γυναικείας απελευθέρωσης. Ίσως σήμερα αυτό να φαίνεται παρωχημένο, ωστόσο για τα ήθη της εποχής, ένα τέτοιο πρότυπο ήταν πραγματική πρόκληση για τις κοινωνίες – όχι μόνο για την ελληνική, για να είμαστε δίκαιοι.
Στα πρότυπα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας
Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) τραγουδάει στο κέντρο «Παράδεισος» και ζει με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, πολύ απελευθερωμένο από κάθε άποψη. Η ζωή της είναι γεμάτη δράση, θυελλώδεις καταστάσεις, έρωτες και πολύ-πολύ δυναμισμό. Παρά το δυναμικό χαρακτήρα της, έχει δεσμό με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), γιο πλούσιας οικογένειας. Ωστόσο, κάποια στιγμή γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), έναν γνωστό ποδοσφαιριστή και εγκαταλείπει τον Αλέκο. Η σχέση της με τον Μίλτο προχωρεί και κάποια στιγμή ο τελευταίος της κάνει πρόταση γάμου. Η Στέλλα δέχεται, προς έκπληξη πολλών. Ωστόσο, στη συνέχεια θα αλλάξει γνώμη. Την ημέρα του γάμου θα τον αφήσει να περιμένει μάταια στην εκκλησία και θα περάσει την ώρα της παρέα με έναν νεαρό (Κώστα Κακκαβά) που γνώρισε τυχαία στο δρόμο. Όταν το ξημέρωμα θα γυρίσει στο σπίτι της, θα βρει τον Μίλτο να την περιμένει, για να λογαριαστούν, κραδαίνοντας ένα μαχαίρι. Το τέλος το γνωρίζουν όλοι: για να «ξεπλύνει» την ντροπή του, «αναγκάζεται» να την σκοτώσει με το μαχαίρι. Και μόλις τη σκοτώνει, ο ίδιος καταρρέει.
Η ερμηνεία της Μελίνας ήταν πράγματι εκπληκτική και σε αυτό συμφωνούσαν όλοι. Ο ρόλος της Στέλλας θεωρείται – και δικαίως – ρόλος που την καθιέρωσε ως θεατρίνα και εμβληματική προσωπικότητα, ενώ η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Κακογιάννη δίνει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας και καθιστά την αξία του έργου του διαχρονική. Πέρα από τα αριστερά έντυπα, οι περισσότεροι κριτικοί τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, περιέγραψαν την ταινία ως ένα ηχηρό κατηγορητήριο σε βάρος της πατριαρχίας, με την πρωταγωνίστρια να εκπροσωπεί ένα γυναικείο πρότυπο που ήταν αναμφίβολα ξένο προς την ελληνική κοινωνία της εποχής, αλλά και μια διαχρονική ηρωίδα τραγωδίας. Όπως αναφέρει σε σχετικό του κείμενο, ο ιστορικός Γιάννης Σολδάτος, «η Στέλλα εξέφραζε τις επιθυμίες πολλών γυναικών, λίγες από τις οποίες ωστόσο τολμούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Ειδικότερα, προσωποποιεί τη σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών, του ηθικού κώδικα και της τιμής με το ερωτικό πάθος που τελικά δε διασώζεται σε αυτά τα πλαίσια».
Τα φιλμ νουάρ και ο δρόμος των Εξαρχείων
Η «Στέλλα» αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του Μιχάλη Κακογιάννη, κατά πολλούς την κορυφαία. Σε αυτό που όλοι συμφωνούν ωστόσο είναι το γεγονός ότι ο 33χρονος τότε Μιχάλης Κακογιάννης, στη «Στέλλα» επηρεάζεται από το κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού (κυρίως στο στήσιμο των σκηνών), αλλά και από τα αμερικανικά και γαλλικά φιλμ νουάρ ως προς την κινηματογράφηση, την φωτογραφία και το μοντάζ. Ο έμπειρος σινεφίλ θα διακρίνει εύκολα αναφορές σε ταινίες της Μέριλιν Μονρόε, καθώς και στην ταινία «Όσο υπάρχουν άνθρωποι», ειδικότερα στην σκηνή του φιλιού στην παραλία. Πέρα από την καλλιτεχνική της αξία ωστόσο, η «Στέλλα» έχει και ιστορική αξία, αφού είναι από εκείνες τις ταινίες που αναδεικνύουν με απόλυτο ρεαλισμό την μετεμφυλιακή Ελλάδα και τα τραύματά της, τα ήθη και τα έθιμα πριν από τόσα χρόνια, που τώρα φαντάζουν μακρινά. Η εξειδανίκευση του παρελθόντος δεν είναι αυτοσκοπός και πολλές φορές συνιστά παγίδα. Και η Ελλάδα εκείνης της εποχής είχε πολλά και σοβαρότατα ζητήματα. Οι άνθρωποι είναι πάντα άνθρωποι και έτσι και εκείνη την εποχή κουβαλούσαν όλα τα ελαττώματά τους: τσακωνόντουσαν, ήταν καχύποπτοι, κουτσομπόλευαν, έβλεπαν πάντα τα λάθη των άλλων και ποτέ τα δικά τους. Ωστόσο είχαν και πολλά καλά στοιχεία, τα οποία σήμερα μάλλον δεν υπάρχουν: Ήταν πιο Άνθρωποι. Υπήρχε μεταξύ τους η καθημερινή επαφή, η αίσθηση της γειτονιάς, το ενδιαφέρον για τον διπλανό. Δείτε στο τέλος της ταινίας, τη θρυλική σκηνή που ο Μίλτος περιμένει το ξημέρωμα τη Στέλλα να γυρίσει για να εξηγηθεί μαζί της, στο δρόμο. Μια σκηνή βγαλμένη από αρχαία ελληνική τραγωδία. Εκεί, που της φωνάζει το θρυλικό «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι», ατάκα που έχει μείνει ανεξίτηλη μέχρι σήμερα. Μόλις τη σκοτώνει με το μαχαίρι, αμέσως όλη η γειτονιά βγαίνει στο δρόμο για να δει τι έγινε, έστω κι αν ήταν ξημέρωμα. Και έβγαιναν ακόμα και με τις πυζάμες και τα νυχτικά τους. Αν αυτός ο αυθορμητισμός δεν δείχνει την αίσθηση της γειτονιάς, τότε τι άλλο θα μπορούσε να το δείχνει; Για την ιστορία, τα γυρίσματα έγιναν σε τοποθεσίες του Πειραιά και της Αθήνας, ενώ το σταυροδρόμι που φαίνεται στο φινάλε, εκεί που γίνεται ο φόνος, αγνώριστο σήμερα, σχηματίζεται από τη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού, στα Εξάρχεια.
Φούντας, Καββαδία, Παπαγιαννόπουλος, Βέμπο
Θα ήταν ωστόσο άδικο να μείνουμε στην ερμηνεία της Μερκούρη και να μην μιλήσουμε και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Η ερμηνεια του Γιώργου Φούντα είναι πραγματικά μεγαλειώδης. Χωρίς καμία υπερβολή. Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνεία αυτή ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών του κοινού από τον Φούντα στη συνέχεια της καριέρας του, αφού μέσα από αυτή ανέδειξε το σπουδαίο ταλέντο του. Όπως άλλωστε έκανε και ο Αλέκος Αλεξανδάκης, μέσα από έναν μάλλον «περίεργο» ρόλο για τα standards που έθεσε τα χρόνια που ακολούθησε η δυναμική του: ποτέ στις ταινίες που ακολούθησαν δεν ήταν ο χαμένος ενός μεγάλου έρωτα, ήταν πάντα ο νικητής. Στη «Στέλλα» βλέπουμε ακόμα, μοναδικές ερμηνείες από ηθοποιούς όπως η Τασσώ Καββαδία, αλλά και ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος σε έναν από τους πρώτους ρόλους του, όπου μας αποδεικνύει το πηγαίο ταλέντο του και την έφεσή του στην κωμωδία ή τέλος πάντων σε κάτι πιο εύθυμο. Βέβαια, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός εκτός από την κωμωδία, με την οποία ταυτίστηκε στο μυαλό των περισσότερων θεατών, είχε και πολύ καλές επιδόσεις στο δράμα. Ας μην ξεχνάμε την ταινία «Λόλα» ή το περίφημο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου είδαμε ένα άλλο ερμηνευτικό πρόσωπό του. Ωστόσο, μεγάλο ατού της ταινίας αποτελεί αναμφίβολα και η συμμετοχή της Σοφίας Βέμπο, το άστρο της οποίας έλαμπε δυνατά τα χρόνια της απελευθέρωσης. Πέρα από τον ρόλο της στην ταινία, η Βέμπο τραγουδάει ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της ταινίας, το «Ο μήνας έχει 13». Βέβαια, στη «Στέλλα» ακούγονται πολλά ακόμα υπέροχα τραγούδια, όπως το «Αγάπη που' γινες δίκοπο μαχαίρι» -μαγική η ερμηνεία της Μελίνας -, ή το «Εφτά τραγούδια θα σου πω». Όλα σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, ενώ σε κάποια από αυτά συνέδραμε στους στίχους και ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης. Στους ελληνικούς κινηματογράφους η «Στέλλα» έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου του 1955 και ήταν η πιο εμπορική ταινία της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν, κόβοντας 134.142 εισιτήρια. Στους πρωταγωνιστές της ήταν ακόμα η Χριστίνα Καλογερίκου και η Βούλα Ζουμπουλάκη, οι οποίες στάθηκαν εξαιρετικά, δίπλα σε όλα τα παραπάνω «ιερά τέρατα» του ελληνικού θεάτρου. Κάτι που μόνο εύκολο δεν ήταν...
Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας