Πού ζουν οι άνθρωποι σαν εμάς;

Gazzetta team
Πού ζουν οι άνθρωποι σαν εμάς;
Σημειώσεις του νεοφερμένου στην Αυστραλία δημοσιογράφου, Νίκου Φωτάκη

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο neoskosmos.com:

Υπάρχει μία πολύ ωραία ιστορία στην αυτοβιογραφία του Μπρους Σπρίνγκστιν, το 'Born to Run', όπου περιγράφει το πώς οι γονείς του μετοίκησαν από το Νιου Τζέρσι στην Καλιφόρνια, μαζί με την αδελφή του, το 1969, αφήνοντας τον ίδιο πίσω, να κυνηγήσει τα μουσικά του όνειρα. Μπήκαν λοιπόν σε ένα Rambler, μεγάλο, βαρύ, αξιόπιστο και τό 'κοψαν όλο δυτικά μέχρι που έφτασαν στο Σοσαλίτο, μία μικρή, ακριβή και εστέτ πόλη, ένας καλλιτεχνικός βιότοπος έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Κατάλαβαν αμέσως ότι το κλίμα δεν τους σήκωνε. Οπότε απευθύνθηκαν στο κοντινότερο βενζινάδικο, όπου η μαμά Σπρίνγκστιν, με την ρεαλιστική ευθύτητα γυναίκας που δεν παίζει με τη ζωή, ρώτησε τον υπάλληλο: «Πού ζουν οι άνθρωποι σαν εμάς»;

Παίξε νόμιμα στο Survivor με ειδικά στοιχήματα για το μεγάλο νικητή!

Έκανα την ίδια ακριβώς ερώτηση, όταν έκανα ένα αντίστοιχο ταξίδι. Όχι δυτικά, αλλά νοτιοανατολικά. Όχι με Rambler, αλλά με Boeing 777. Όχι 4.000, αλλά 15.000 χιλιόμετρα. Από την Αθήνα στη Μελβούρνη. Έκανα την ερώτηση στο πιο λάθος μέρος: το Όκλι, στο δρόμο με τα καφεζαχαροπλαστεία και τα σουβλατζίδικα που μοιάζει σαν να ξεκόλλησε από κάποια ελληνική κωμόπολη και βρέθηκε μέσα στο βικτωριανό μικροαστικό όνειρο. Γύρω-γύρω σπιτάκια με καταπράσινους κήπους, βεράντες, κεραμίδια και 'φένσια', πανομοιότυπα, τακτοποιημένα, ανάμεσα σε πάρκα και ησυχία. Και στη μέση, φραπεδομάνι, βαβούρα, τσιγάρα, πιτόγυρα, τσίκνα, σκυλάδικα στη διαπασών και πιο κάτω μπακάλικα, ελιές, φέτα, λουκάνικα, ταραμάς. «Πού ζουν οι άνθρωποι σαν εμάς;».

Σωστή ερώτηση. Αλλά πρέπει να προηγηθεί μία άλλη: Ποιοι είμαστε εμείς; Για την στατιστική, είμαστε οι 427 χιλιάδες -πάνω-κάτω- που φύγαμε από την Ελλάδα από τότε που ξέσπασε η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, το 2008, κυρίως όμως τα τελευταία 4-5 χρόνια. Για την Ελλάδα, είμαστε το 'brain drain'. Για το αυστραλιανό κράτος, μερικά ακόμη γρανάζια σε μία καλολαδωμένη μηχανή. Για τους λίγους ευαισθητοποιημένους Αυστραλούς πολίτες, είμαστε κάποιοι που αξίζουν την συμπόνια τους, καθώς ερχόμαστε από μία εξωτική χώρα που πτώχευσε. Για λίγους όχι και τόσο ευαισθητοποιημένους Ελληνοαυστραλούς, οι τεμπέληδες που καταστρέψαμε την χώρα επειδή 'δεν δουλεύαμε και δεν πληρώναμε φόρους' και τώρα ήρθαμε να τους χαλάσουμε τη σούπα.

Είμαστε όλα αυτά και τίποτα. Τα τελευταία χρόνια έχω γνωρίσει αρκετούς σαν εμένα, νεομετανάστες. Άλλος ήταν εργάτης στην Ελλάδα, εργάτης κι εδώ, κυνηγά το μεροκάματο και το τιμά. Άλλος ήταν πολιτικός μηχανικός στην Ελλάδα, καθαριστής εδώ, ντρέπεται καμιά φορά, αλλά χαίρεται που μπορεί να ζήσει την οικογένειά του, μακριά από την τοξικότητα της Ελλάδας. Άλλος ήταν μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής στην Ελλάδα, το ίδιο κι εδώ, απολαμβάνει μία ποιότητα ζωής χωρίς ενοχές. Όλοι αναρωτιόμαστε το ίδιο: Ποιοι είμαστε; Πού ανήκουμε; Πού ζουν οι άνθρωποι σαν εμάς;

Δεν είμαστε κάτι ιδιαίτερο. Είμαστε απλώς το πιο κραυγαλέο παράδειγμα μίας κρίσης ταυτότητας που δεν την πολυσυζητάμε, αλλά ήρθε μαζί με την οικονομική κρίση. Και δεν είναι μόνο ελληνική. Αν έδειξε κάτι η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση ήταν τις ρωγμές ενός συστήματος που θεωρούσαμε δεδομένο, όπως δεδομένη θεωρούσαμε την θέση μας σ' αυτό. Ύστερα ήρθε η κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών, το ξεφούσκωμα των στεγαστικών δανείων, τα άνεργα golden boys, το Occupy Wall St., οι 'αγανακτισμένοι του Συντάγματος', οι οπαδοί του Μπέρνι Σάντερς, οι έξαλλοι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ, ο ΣΥΡΙΖΑ να καταλαμβάνει με τα τσαρούχια τον ζωτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Στην Ελλάδα αυτό έγινε -γίνεται- με βίαιο τρόπο, αλλά σε όλον τον κόσμο συμβαίνει αργά και σταθερά. Η ψαλίδα ανοίγει. Στην Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, παντού. Οι μικροαστοί και μεσοαστοί καλούνται να συντηρήσουν το στάτους τους με λιγότερα εισοδήματα, κουβαλάνε το βάρος της φορολογίας, βλέπουν τις κοινωνικές δομές να διαλύονται, αφήνουν να ξηλωθεί το κράτος πρόνοιας και μαζί ο κοινωνικός ιστός, πιέζονται προς τα κάτω, γίνονται εργατική τάξη με ιδιόκτητο σπίτι και δουλειές γραφείου, την ώρα που στην κορυφή της πυραμίδας, οι λίγοι πλούσιοι γίνονται λιγότεροι και πλουσιότεροι. Δεν το λέει ο Τσόμσκι αυτό, ή ο Σλαβόι Ζίζεκ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εδώ και λίγα χρόνια έχει βάλει την κοινωνική και οικονομική ανισότητα στην κορυφή της ατζέντας με τα επείγοντα ζητήματα που απειλούν την διεθνή οικονομία. Σ' αυτό το περιβάλλον, δεν είναι να απορεί κανείς που κοιταζόμαστε και δεν μπορούμε να θυμηθούμε ποιοι ήμασταν χθες. Κατά κάποιον τρόπο, η πραγματικότητα μας πέταξε στα βαθιά, χωρίς σωσίβιο. Γιατί, την ίδια στιγμή που η ταξικότητα της κοινωνίας αποδεικνύεται με τον πιο σκληρό τρόπο, η ιδέα της ταξικής συνείδησης μοιάζει αραχνιασμένη. Αν αγνοήσει κανείς τους σκληροπυρηνικούς, αρτηριοσκληρωτικούς κομμουνιστές -κάτι καθόλου δύσκολο, το mainstream τους αγνοεί με επιτυχία δεκαετίες τώρα- η συζήτηση περί κοινωνικών τάξεων έχει περάσει στο περιθώριο, τουλάχιστον από τις ημέρες του «τέλους της ιστορίας», όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος - σε συνδυασμό με τις ειδικές συνθήκες της ελληνικής κρίσης, έχει κάνει το ισοπεδωτικό δόγμα 'όλοι ίδιοι είναι' να ακυρώσει όχι μόνο την διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά και την ίδια την ιδέα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Όπως αριστερούτσικοι και δεξιούτσικοι τα βρίσκαμε στο κέντρο, έτσι είχαμε βολευτεί όλοι, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως 'μεσαία τάξη'. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει πια μεσαία τάξη; Όταν εκλείπουν τα στοιχεία που την προσδιορίζουν; Όταν δεν μπορείς πια να στηρίξεις το σπίτι, όταν δεν μπορείς να έχεις την καριέρα για την οποία σπούδασες, όταν δεν μπορείς να έχεις τον μισθό που είχες και να συντηρήσεις το στάτους ζωής σου; Τι κάνεις τότε; Κάποιοι τρέχουν στις πλατείες, βαράνε κατσαρόλες, ζητάνε κρεμάλες, φωνάζουν, διαδηλώνουν. Άλλοι, νομίζουν ότι παραμένουν μεσαία τάξη, επειδή δουλεύουν για μεσοαστούς εργοδότες. Άλλοι περιχαρακώνονται γύρω από άλλα στοιχεία ταυτότητας: Το κόμμα, την ομάδα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ένα χόμπι.

Έχω έναν γνωστό στις Βρυξέλλες. Βρέθηκε εκεί στα τέλη του '80. «Το πρώτο πράγμα που έκανα» μου είπε όταν τον γνώρισα, «ήταν να βρω την τοπική του ΠΑΣΟΚ». Τώρα εργάζεται στην Ευρωβουλή, για κάποια από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των σοσιαλιστών. Εγώ, πάλι, όταν πρωτοήρθα στην Μελβούρνη, κατέβασα ένα application για να βρίσκω meetups. Βρέθηκα να πίνω καφέ με 'φανατικούς των σόσιαλ μίντια' (κάτι βαρεμένες ινσταγκραματζούδες που μετράνε τη ζωή σε λάικ), να παρακολουθώ ξεθυμασμένες τζαζ συναυλίες με μεσήλικες και -το καλύτερό μου- να πίνω μπύρες και κοκτέιλ ανάμεσα σε ένα πύρκαυλο πλήθος που περιμένει να πάει 6μμ Παρασκευή, για να αφήσει πίσω του την δουλειά και να εκμεταλλευτεί το Happy Hour, ξεκινώντας το Σαββατοκύριακο, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Τίποτε δεν σου προσφέρει πιο απλόχερα την αίσθηση του να ανήκεις κάπου, όσο το να σε περιτριγυρίζουν φλερτάροντας μεθυσμένοι υπάλληλοι γραφείου, κάθε φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, απόγευμα Παρασκευής. Ούτε καν το να σε κερνάνε φραπέ στην ελληνική γειτονιά που βρίσκεται 15 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα. Αλλά το να ανήκεις κάπου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο καθένας μας κουβαλάει καμιά δεκαριά διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες, πέρα από την εθνική και την ταξική και είναι όλες διαπλεκόμενες και ασταθείς, διαχέεται η μία μέσα στην άλλη. Αν μας έμαθε κάτι η Κρίση, είναι ότι όλες είναι υπό αίρεση. Κινδυνεύουμε να τις χάσουμε ανά πάσα στιγμή. Ακόμη κι αυτές που δεν μας ενδιαφέρουν. Προσωπικά, δεν αυτοπροσδιοριζόμουν ποτέ ως Έλληνας, προτιμούσα να βρίσκομαι σε άλλες φυλές -σινεφίλ, αριστερόχειρες, βιβλιοφάγοι, οπαδοί της Σκάρλετ Γιόχανσον κ.ο.κ.- τώρα όμως που βρίσκομαι σε μη ελληνικό περιβάλλον, βρίσκομαι σε έναν συνεχή διάλογο με αυτήν την ταυτότητα, δεν μπορώ να της ξεφύγω. Όπως δεν μπορώ να ξεφύγω από την ιδέα της κοινωνικής κινητικότητας. Συμβαίνει αυτό όταν προσπαθείς να ξαναχτίσεις τη ζωή σου από την αρχή. Περνάς από την αφετηρία και πρέπει να ξαναμαζέψεις τα σπιτάκια της μονόπολης, να βρεις πού θες να χτίσεις και πού μπορείς να χτίσεις. Σιγά-σιγά βρίσκεις ανθρώπους σαν κι εσένα. Και τους κάνεις γείτονες. Κι αν δεν βρεις, προσπαθείς να γίνεις σαν τους γείτονες που σου έτυχαν.

Πριν από μερικές εβδομάδες, ο Σπρίνγκστιν έπαιξε στο AAMI Park, 17 χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Κήρυξε την επανάσταση εναντίον του Τραμπ, ξεσήκωσε τους Μελβούρνιους, όργωσε την σκηνή για 3,5 ώρες. Ο γείτονας από δίπλα είχε πάει - με το γιο του. Εγώ πάλι όχι. Δεν έχω ούτε τα χρήματα, ούτε κυρίως τον χρόνο για τέτοια. Έχω δύο παιδιά, ένα πρωινό ξύπνημα, ένα σπριντ με τον μικρό να προλάβουμε το σχολικό, ένα γεμάτο 45λεπτο στριμωξίδι στο τρένο, ένα οκτάωρο, μία ταξική συνείδηση και μερικές πολιτισμικές ταυτότητες να τακτοποιήσω πρώτα.

Πηγή: neoskosmos.com