Η ακροδεξιά της Αυστρίας είναι πιο επικίνδυνη από αυτή της Ολλανδίας

Gazzetta team
Η ακροδεξιά της Αυστρίας είναι πιο επικίνδυνη από αυτή της Ολλανδίας
Η τελευταία φάση του προεκλογικού αγώνα για τις βουλευτικές εκλογές στην Ολλανδία, που από πολλούς χαρακτηρίζονται «καθοριστικές» για το μέλλον της Ευρώπης, επισκιάστηκεαπό την αντιπαράθεση της Χάγης με την Άγκυρα, λόγω των επιδιώξεων του Ερντογάν να μεταφέρει στο εξωτερικό την εκστρατεία για το δημοψήφισμα.

Η εκτιμώμενη ως σθεναρή στάση απέναντι στην Άγκυρα του Ολλανδού πρωθυπουργού και αρχηγού του Λαϊκού Φιλελεύθερου και Δημοκρατικού Κόμματος, Μαρκ Ρούτε, φέρεται να ενίσχυσε τη θέση του ως προς την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης, επηρεάζοντας αρνητικά εκείνη του επικεφαλής της ολλανδικής ακροδεξιάς, του αρχηγού του Κόμματος για την Ελευθερία, Γκέερτ Βίλντερς, τον οποίο πολλοί, υπερεκτιμώντας προφανώς την κατάσταση, έβλεπαν ως θριαμβευτή των εκλογών και από αύριο, κατά κάποιον τρόπο, στο πηδάλιο διακυβέρνησης της χώρας.

Για το ότι δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται ο ρόλος του Βίλντερς και επίσης για το ότι δεν θα υπάρξει αυτό το «σοκ» την επόμενη ημέρα στην Ολλανδία, είχε προειδοποιήσει, μιλώντας σε δημοσιογράφους στη Βιέννη, παραμονές των εκλογών, ο Ολλανδός φιλόσοφος, Λουκ Βαν Μίντελααρ, ειδικός σε θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμβουλος του πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπόι. Σύμφωνα με τον Μίντελααρ, δεν πρέπει να υπερβάλλει κάποιος με τις επιτυχίες τού Γκέερτ Βίλντερς, καθώς το ποσοστό του κόμματός του, που κυμαινόταν στις δημοσκοπήσεις μεταξύ 15 και 20%, απέχει πολύ από την πλειοψηφία, ενώ και τα ποσοστά άλλων κομμάτων του κατακερματισμένου ολλανδικού πολιτικού φάσματος κινούνταν σε αυτή την περιοχή, και, πέραν τούτου, κανένα κόμμα δεν προτίθεται να προχωρήσει σε κυβερνητική συνεργασία μαζί του.

Αυτό το «σοκ» από ενδεχόμενη αναρρίχηση της ολλανδικής ακροδεξιάς στην εξουσία, που πολλοί έβλεπαν ως προπομπό ενός δεύτερου και καθοριστικότερου «σοκ» με μία ανάδειξη, τον ερχόμενο Μάιο, της ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πέν σε Πρόεδρο της Γαλλίας, πρέπει να συσχετιστεί με το πραγματικό, πρώτο και πρωτοφανές για την εποχή του, «σοκ» της πρώτης συμμετοχής ακροδεξιού κόμματος σε κυβέρνηση ευρωπαϊκής χώρας, ήδη πριν από 17 χρόνια.

Ήταν τον Φεβρουάριο του 2000, όταν ο αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος στην Αυστρία, ο Βόλφγκανγκ Σιούσελ -που σήμερα εμφανίζεται ως ομιλητής σε διάφορα fora στο εξωτερικό, όπως σ΄ εκείνο των Δελφών- παραβαίνοντας όλα τα -για εκείνη την εποχή- «ταμπού», προχωρούσε σε κυβερνητικό συνασπισμό με το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων του διαβόητου Γεργκ Χάιντερ.

Ο Χάιντερ, στις αυστριακές βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1999 είχε αποσπάσει ένα εντυπωσιακό ποσοστό (27%) και είχε αναδειχθεί σε δεύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα μετά τους Σοσιαλδημοκράτες.

Οι έντονες προειδοποιήσεις των κυβερνήσεων των άλλων, τότε 14, πρωτευουσών της Ευρωπαϊκής Ενωσης -οι οποίες τότε φαίνεται πως έδιναν περισσότερη βαρύτητα στις αξίες και στις αρχές της- ότι σε περίπτωση συμμετοχής των Ελευθέρων σε αυστριακή κυβέρνηση, θα επέβαλλαν μέτρα εναντίον της, δεν απέτρεψαν τον Βόλφγκανγκ Σιούσελ να προχωρήσει σε κυβερνητική συμφωνία με τον ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο αρχηγό των Ελευθέρων, τον διαβόητο για τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία του, Γεργκ Χάιντερ.

Ο Σιούσελ, που το κόμμα του είχε βρεθεί στις εκλογές μόλις στην τρίτη θέση, άδραξε την ευκαιρία που του έδινε ο Χάιντερ -έπειτα από μυστικές διαπραγματεύσεις τους- για να πετύχει έναν παλιό στόχο του και να αναδειχθεί καγκελάριος της Αυστρίας, επικεφαλής της πρώτης δεξιάς - ακροδεξιάς κυβέρνησης στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό έφερε την Αυστρία επανειλημμένως στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλά και εντονότατης κριτικής που συνοδεύτηκε τότε από πολύμηνης διάρκειας μέτρα πολιτικής και διπλωματικής απομόνωσης της αμφιλεγόμενης κυβέρνησης, η οποία όμως κατόρθωσε και παρέμεινε στην εξουσία έως τον Δεκέμβριο του 2006.

Στα δύο πρώτα χρόνια από την 4η Φεβρουαρίου του 2000, η χώρα, η οποία μέχρι τότε ίσχυε ως πρότυπο στην Ευρώπη σε πολλούς τομείς, δέχθηκε πλήγματα στην αίγλη και το κύρος που διέθετε τις προηγούμενες δεκαετίες στο εξωτερικό, καθώς αμφισβητήθηκε και στη συνέχεια άρχισε να καταργείται το, για αρκετές δεκαετίες, υποδειγματικό στην Ευρώπη «αυστριακό κράτος πρόνοιας».

Επιπλέον, στο ίδιο το εσωτερικό της, η Αυστρία γνώρισε τις εντονότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις μετά το 1945, τις απόπειρες εγκατάστασης ενός αυταρχικού κράτους, την αμφισβήτηση της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, την απειλή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των Μέσων Ενημέρωσης, αλλά συγχρόνως και την επαναπολιτικοποίηση των πολιτών της. Αυτή η αντίθεση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού κορυφώθηκε με το τεράστιο «συλλαλητήριο της Αντίστασης» που πραγματοποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2000 στην Πλατεία των Ηρώων με την πρωτοφανή, για τα αυστριακά δεδομένα, συμμετοχή 250.000 και πλέον ατόμων, ανάμεσά τους δεκάδων διεθνών προσωπικοτήτων της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών.

Αλλά ένα επίσης «πραγματικό σοκ» υπήρξε, πάλι από την Αυστρία, η επικράτηση του ακροδεξιού υποψήφιου Νόρμπερτ Χόφερ στον πρώτο γύρο των περσινών αυστριακών προεδρικών εκλογών στις 24 Απριλίου 2016. Επίσης το σχεδόν 50% -με διαφορά μόλις 30.000 ψήφων- που ο ίδιος πέτυχε στον δεύτερο γύρο τους, στις 22 Μαΐου, από τον πρώτο, τον υποστηριζόμενο από τους Πράσινους, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, του οποίου την εκλογική νίκη ακύρωσε με την έντονα αμφισβητούμενη απόφασή του, το αυστριακό συνταγματικό δικαστήριο, έπειτα από προσφυγή του Κόμματος των Ελευθέρων του Χόφερ.

Ως «πραγματικό σοκ», σε αντιδιαστολή με το ποσοστό του Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, πρέπει επίσης να εκτιμηθεί και το 46,2% που συγκέντρωσε ο ίδιος ακροδεξιός υποψήφιος Νόρμπερτ Χόφερ, στον επαναληπτικό γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών της 4ης Δεκεμβρίου, στις οποίες τελικά νικητής αναδείχθηκε, για δεύτερη φορά μέσα σε επτά μήνες, ο Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, που στις 26 Ιανουαρίου ορκίστηκε νέος ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Αυστρίας για τα επόμενα έξι χρόνια.

Πολλοί πιστεύουν, πως τελικά με αυτή την έκβαση των αυστριακών προεδρικών εκλογών «σώθηκε» η τιμή της χώρας, έστω προς το παρόν, καθώς το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων προηγείται σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις εδώ και σχεδόν ενάμισυ χρόνο, ως πρώτη πλέον πολιτική δύναμη, με ποσοστό που υπερβαίνει το 30%.