Σινέ «Νοσταλγία»: Οι «σπαγγοραμένοι» του ελληνικού σινεμά!

Σινέ Νοσταλγία Σινέ Νοσταλγία
Σινέ «Νοσταλγία»: Οι «σπαγγοραμένοι» του ελληνικού σινεμά!
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

«Άλλα γαρύφαλλα πάλι, Ελενίτσα;», «Άλλα γαρύφαλλα, Αντωνάκη», «Ε, τώρα βέβαια, θα μου πεις, μανία είναι κι αυτή, αλλά αν με καλορωτήσεις σχετικά με τα λουλούδια, δεν το χωράει το μυαλό μου, κατάλαβες; Κάθε μέρα γαρύφαλλα, κάθε μέρα γαρύφαλλα…γιατί όσο να μη θέλουμε, ένα εικοσάρικο την ημέρα, το θέλουμε. Κατάλαβες; Δηλαδή: Δύο οι τρεις, έξι. Εξακόσιες δραχμές τον μήνα. Κατάλαβες; Δηλαδή έξι δώδεκα εβδομήντα δύο, εφτά διακόσιες το χρόνο. Εβδομήντα δύο χιλιάδες τα δέκα χρόνια και εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες τα είκοσι χρόνια. Στα σαράντα χρόνια…».

Ο Αντώνης Τσιλιβίκης και η βασίλισσά του…

Σας θυμίζει κάτι ο παραπάνω διάλογος; Αν είστε έστω και λίγο εξοικοιωμένοι με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο θα αναγνωρίσατε τον διάλογο που είχε ο Θανάσης Βέγγος με τη Νίκη Λινάρδου στην ταινία «Θα σε κάνω βασίλισσα». Στην ταινία ο Βέγγος υποδύεται τον Αντώνη Τσιλιβίκη, έναν παθιασμένο τσιγκούνη – ίσως τον πλέον χαρακτηριστικό τσιγκούνη του ελληνικού κινηματογράφου -, ο οποίος για να μην χάσει το μηνιαίο έμβασμα που του στέλνει ο θείος της γυναίκας του, Πίτερ (Λάμπρος Κωνσταντάρας), ζητεί από τη γυναίκα του Ελένη (Νίκη Λινάρδου) να του γράψει ότι ο ίδιος…πέθανε! Για πολύ καιρό ο Αντώνης εισπράττει το έμβασμα, το οποίο υποτίθεται το στέλνει ο Πήτερ ως οικονομική ενίσχυση στην ανηψιά του που…χήρεψε, αλλά όταν ο τελευταίος αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα, οι μπελάδες για τον Αντώνη ξεκινούν…

Δημήτρης Νικολαϊδης: «Τι μυστήριο κι αυτό με τα λεφτά!»

Στην ιστορία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου δεν ήταν λίγοι οι ηθοποιοί που ερμήνευσαν ρόλους σπαγγοραμένου, σε ταινίες που άφησαν εποχή. Όπως ο Θανάσης Βέγγος στην ταινία που μόλις αναφέραμε, ο Βασίλης Λογοθετίδης στο έργο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στον «Σπαγγοραμένο» και στην ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», ο Ορέστης Μακρής στην «Κάλπικη λίρα», ακόμα-ακόμα ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα». «Τι μυστήριο κι αυτό με τα λεφτά. Εκείνοι που τα μαζεύουν δεν ξέρουν να τα τρώνε κι εκείνοι που τα τρώνε, δεν ξέρουν να τα μαζεύουν» ήταν η θρυλική ατάκα του Δημήτρη Νικολαϊδη στην ταινία «Θα σε κάνω βασίλισσα», σχολιάζοντας τα καμώματα του φίλου του Αντώνη. (Ένα μυστήριο που προφανώς θα παραμείνει μυστήριο εις τους αιώνας των αιώνων!). Η ερμηνεία του Βέγγου στην ταινία «Θα σε κάνω βασίλισσα» άφησε εποχή τόσο με τις εξαιρετικά ευφυείς ατάκες, όσο και από το πάθος με το οποίο ο ίδιος υποδύθηκε το ρόλο του τσιφούτη, ρόλο που απείχε μακράν από τον πραγματικό του χαρακτήρα.

Βασίλης Λογοθετίδης: Ο πρώτος διδάξας σπαγγοραμένος

Ο Βασίλης Λογοθετίδης ωστόσο, ήταν ο πρώτος διδάξας σπαγγοραμένος του ελληνικού κινηματογράφου, ερμηνεύοντας το 1952 το ρόλο του Μανώλη Σκουντρή, στην ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου και σκηνοθεσία του πρώτου. Ο Μανώλης Σκουντρής διατηρεί επιχείρηση εργολαβιών και κατασκευών και είναι παντρεμένος επί 12 χρόνια με τη Βέτα (Μαίρη Λαλοπούλου). Είναι ένας άνθρωπος βαθύτατα συντηρητικός, πιστός στη γυναίκα του αλλά και πολύ τσιγκούνης. Προσέχει το παραμικρό έξοδο που κάνει στο σπίτι του και δεν κάνει δώρα στη γυναίκα του ελέω…οικονομίας. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω διάλογος: «- Βέτα! Κανένα άλλο φως δεν είχατε να ανάψετε ρε παιδιά; Γιατί τα φωτάκια; Τα φωτάκια λέω, γιατί; - Ε, τι τα φωτάκια; - Αμαρτία είναι. Γιατί να καίνε ερήμην τα φωτάκια, Βέτα μου; Φως είναι αυτό. Ρεύμα είναι αυτό. Βατ είναι αυτά. Γι’ αυτό στο τέλος του μηνός έρχεται ο λογαριασμός και δεν ξέρουμε που κάψαμε το φως. Να που κάψαμε το φως. Στον γάμο του καραγκιόζη το κάψαμε το φως. Μπαίνεις, χραπ! Γι’ αυτό τους έχουμε τους διακόπτες δίπλα στην πόρτα!». Από την άλλη, ο συνεργάτης του Μανώλη, ο Γιώργος (Βαγγέλης Πρωτοπαπάς) είναι ένας ανοιχτοχέρης γλεντζές με ελάττωμα την αδυναμία του στις γυναίκες. Κάποια μέρα, μία από τις φιλενάδες του Γιώργου, η Μάργκαρετ (Καίτη Λαμπροπούλου), προσκαλεί στο γραφείο τη φίλη της Έβελυν (Ίλυα Λιβυκου), η οποία είναι ελληνίδα που μένει στην Αμερική. Ο Μανώλης θα τη γνωρίσει και θα μείνει έκθαμβος. Έτσι, ο Γιώργος πείθει – έστω και δύσκολα - τον Μανώλη να βγουν ζευγάρια το ίδιο βράδυ. Ο Μανώλης για μια βραδιά, ξεχνάει τον τσιγγούνη εαυτό του, παρεκτρέπεται, παρασύρεται και αρχίζει να ξοδεύει ασύστολα χρήματα για την Έβελυν. Ωστόσο, επειδή κάθε πρωτάρης είναι συνήθως και…γκαντέμης, η Έβελυν αποδεικνύεται ξαδέλφη της γυναίκας του, της Βέτας, κάτι που αποκαλύπτεται το επόμενο βράδυ που η Έβελυν έρχεται σπίτι του Μανώλη για επίσκεψη στην ξαδέλφη της. Η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες των κινηματογράφων σε Αθήνα-Πειραιά και προάστια το 1952 και έκοψε 151.058 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση από τις 22 ταινίες εκείνης της χρονιάς.

Και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην «λίστα», ως Σκουντρής και Δέλβης

Αρχικά, πριν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, το «Βότσαλο στη λίμνη» ήταν ένα θεατρικό έργο, με ομώνυμο τίτλο, σε σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Μετά τη μεταφορά του θεατρικού έργου στη μεγάλη οθόνη από τον Αλέκο Σακελλάριο, η ταινία προβάλλεται ξανά, με τίτλο «Ο σπαγγοραμένος», το 1967, σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο ρόλο του Μανώλη, την Κατερίνα Γιουλάκη στο ρόλο της Βέτας, τον Ανδρέα Μπάρκουλη να υποδύεται τον Γιώργο και την «πέτρα του σκανδάλου» Έβελυν να ερμηνεύει η Τζένη Ρουσσέα. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δημιούργησε την δική του «παράδοση» στους σπαγγοραμένους, όταν το 1966 υποδύθηκε στην ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» τον ρόλο του τσιγκούνη εργοστασιάρχη Αντώνη Δέλβη, ο οποίος μαζεύει κομματάκια σπάγγο από το έδαφος, πηγαίνει με λεωφορείο στο γραφείο του, ενώ ζητάει και το πενηνταράκι ως ρέστα από τον εισπράκτωρα.

Ο Ορέστης Μακρής ως σπαγγοραμένος σπιτονοικοκύρης στην «Κάλπικη λίρα»

Ένας ακόμα εξαιρετικός ερμηνευτής ρόλων σπαγγοραμένων στον ελληνικό σινεμά ήταν ο Ορέστης Μακρής, με το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα να αφορά στην ερμηνεία του στην μυθική πλέον ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, «Η κάλπικη λίρα», το 1955. Εκεί υποδύεται τον Βασίλη Μαυρίδη, πλούσιο ιδιοκτήτη ενός ολόκληρου τετραγώνου σπιτιών, τα οποία νοικιάζει και απαιτεί επιτακτικά τα ενοίκια από τους ενοίκους, ακόμα και την Πρωτοχρονιά! Δεν χαρίζει ούτε το χαρτόσημο, δεν δίνει παράταση για τα ενοίκια σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, εκνευρίζεται με τις γιορτές και την ονομαστική του εορτή διότι συνεπάγεται….έξοδα, δεν αγοράζει κρέας για το τραπέζι του, ενώ και τον ανηψιό του που είναι δικηγόρος, δεν τον πληρώνει παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του. Η «Κάλπικη λίρα» ήταν η πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και ο ρόλος του Μακρή εμφανίζεται στην τρίτη ιστορία, όπου την κάλπικη λίρα βρίσκει τυχαία η Φανίτσα (την υποδύεται η Μαρία Καλαμιώτου), ένα φτωχό και ορφανό κοριτσάκι που πουλάει λουλούδια και παλεύει να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα της. Η αφελής και αγνή Φανίτσα πιστεύει ότι με τη λίρα θα μπορέσει να πληρώσει τα νοίκια που χρωστάει στον τσιγκούνη σπιτονοικοκύρη της (Ορέστης Μακρής), κανείς όμως δε φαίνεται να την πιστεύει. Ο πατέρας της, Αναστάσης (Λαυρέντης Διανέλλος) ήταν μπογιατζής και όσο ζούσε είχαν μια ευτυχισμένη οικογένεια, έστω και αν συνεχώς τους ενοχλούσε ο σπιτονοικοκύρης τους, ζητώντας τους τα νοίκια, απειλώντας τους παράλληλα να τους πετάξει στον δρόμο εάν δεν του τα έδιναν. Κάποια μέρα ωστόσο, ο πατέρας της Φανίτσας θα σκοτωθεί στην οικοδομή, οπότε μένει μόνη της με την μητέρα της, η οποία για να ζήσουν πλένει και καθαρίζει σπίτια. Όταν όμως εκείνη αρρωσταίνει, δεν έχουν λεφτά ούτε για φαγητό. Έρχονται λοιπόν τα Χριστούγεννα και η φτώχεια τους είναι απερίγραπτη. Τότε η Φανίτσα βρίσκει την κάλπικη λίρα και προσπαθεί να την δώσει για να πάρει τρόφιμα. Όλοι όμως καταλαβαίνουν ότι η λίρα είναι κάλπικη και δεν της δίνουν τίποτα. Στο τέλος όμως ο ίδιος, ο σκληρός σπιτονοικοκύρης θα δεχτεί να αλλάξει τη λίρα με χρήματα, όχι όμως γιατί ξεγελιέται, αλλά γιατί για μια φορά αποφασίζει να βγάλει προς τα έξω τον, βαθιά θαμμένο μέσα του, αυθεντικό, καλό του εαυτό. Και κάπου εδώ έρχεται μια από τις πλέον δυνατές σκηνές της ταινίας, όταν ο σπιτονοικοκύρης παίρνει αγκαλιά τη Φανίτσα και της ζητάει με δάκρυα στα μάτια να τον αφήσει να γίνει αυτός ο πατερούλης της. Στο τέλος, την κάλπικη λίρα την βάζει ο ίδιος ως νόμισμα στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα…

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας

Σινέ Νοσταλγία
Σινέ Νοσταλγία