Ο Αναστό, η Ρεξόνα και το ...Γκαμάυ! (επικά vids)

Miltos+
Ο Αναστό, η Ρεξόνα και το ...Γκαμάυ! (επικά vids)
Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης αφορά στη ...μισή αρχοντιά, έστω κι αν σε πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ένας ολόκληρος άρχοντας, όπως ο Αλενατόρε. Ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται παλιές διαφημίσεις, μέσα από την παλιοπαρέα των έιτις...

Πέρασα να πάρω τον Φώτη από το σπίτι του, για να πάμε μαζί στον καφενέ του Μπάφα, ο οποίος εκείνη την περίοδο επιχειρούσε τη μετατροπή του καταστήματος σε ...«καφεμπάρ». «Στα μούτρα σου», του είχε πει τότε του καφετζή ο Μαστρομανέλος, που δεν έπαιρνε χαμπάρ΄ από καφεμπάρ. Για κακή μου τύχη, στο σπίτι του Φώτη βρήκα τον πατέρα του, τον Σαυρογιώργη, που ήταν πιο κουραστικός κι από το γιο του. Οι δυο μαζί ήταν πιο κουραστικοί κι απ΄ την υπερκόπωση. Αφού για πολλοστή φορά δοκίμασε τα νεύρα μου με το παρωχημένο -καθόλου- αστείο με την πλαστική σαύρα που κουβαλούσε πάντα πάνω του κι αφού προσποιήθηκα πως φοβήθηκα για να γελάσει τρανταχτά και να μην του χαλάσω τη διασκέδαση, άρχισα να ψάχνω τον Φώτη. Ωστόσο, έπρεπε πρώτα να υποστώ κι έναν δεύτερο γύρο Σαυρογιώργη, ο οποίος μιλούσε μια δική του διάλεκτο, επαναλαμβάνοντας μέσα στην ίδια φράση δύο και τρεις φορές το ίδιο ρήμα, για να δώσει έμφαση. Μου έδειξε το μπάνιο και πρόσταξε: «Πες του να βγει, γιατί θα τον βγάλω εγώ και δεν θα του βγει σε καλό». Και δεν θα βγούμε βόλτα, σκέφτηκα να προσθέσω, αλλά δεν ήταν ώρα για προσθέσεις, παρά μόνο για αφαιρέσεις. Έπρεπε να αφαιρέσω τον Φώτη από το μπάνιο και μετά να αφαιρεθούμε και οι δύο από το σπίτι, γιατί με τον Σαυρογιώργη ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει...

Ο Φώτης είχε εκνευρίσει τον πατέρα του επειδή προετοιμαζόταν σχολαστικά για την έξοδό μας, λες και τώρα που ο καφενές του Μπάφα τα βράδια λεγόταν «καφεμπάρ» και σέρβιρε ποτά, είχε αλλάξει θαμώνες. Τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής θα βλέπαμε κι όταν ήταν καφενές, τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής θα βλέπαμε κι απόψε. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και ...δεν είδα τον Φώτη. Πού να τον δω μέσα σε τόσους υδρατμούς; «Τι κάνεις εδώ, ρε;», τον ρώτησα τάχα πιεστικά, για να με ακούσει απέξω ο Σαυρογιώργης και να αποδείξω πως ευθυγραμμίστηκα με τις υποδείξεις του. «Μπανάκι με Ρεξόνα. Έχει δίκιο ο Αναστόπουλος, το καλύτερο σαπούνι είναι».

Έτσι νόμιζα κι εγώ, κυρίως γιατί υπήρχε και έκδοση «σπορτ» με σκούρο καφέ χρώμα και έντονο άρωμα. Αντρική έκδοση σαπουνιού! Ωστόσο, η μάνα μου προτιμούσε «Λουξ» που είχε μια ομορφογυναίκα στο χαρτί της συσκευασίας και μια φορά που με είχε στείλει στον μπακάλη να πάρω σαπούνι και προτίμησα «Ρεξόνα», έπεσε του θανατά: «Αυτές οι διαφημίσεις θα σε φάνε. Το Λουξ είναι το καλύτερο σαπούνι, αλλά εσύ δεν ακούς κανέναν. Όλο του κεφαλιού σου κάνεις και θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν άρρωστη...

Εμένα με αρρώσταινε με κάτι τέτοια, καθώς και μια άλλη φορά που με έστειλε στον μπακάλη να πάρω σαπούνι και γύρισα στο σπίτι με «Λουξ», πάλι χέρι μου έβαλε: «Δεν ξέρεις ότι το καλύτερο σαπούνι είναι το Καμάυ; Δεν την είδες τη διαφήμιση; Αλλά εσύ όλο το κεφαλιού σου κάνεις. Θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν λέμε... Εσείς στο μεταξύ, ρίξτε μια ματιά στη ...διαφήμιση του Καμάυ σε εκδοχή «Γκαμάυ» από τον Χάρρυ Κλυνν!

Με τα πολλά και μέχρι να ντυθεί, φορώντας μαύρο, υφασμάτινο πανταλόνι, μαύρα σκαρπίνια και άσπρες, πετσετέ κάλτσες, ο Φώτης που εκμυστηρεύτηκε άλλη μία ομοιότητά του. Εκτός από τον Ρουμενίγκε και τον Γκούλιτ, πλέον έμοιαζε και στον Μουστάκια τον Αναστόπουλο! Έστω κι αν το μοναδικό κοινό που είχαν οι δυο τους, ήταν το ...όνομα: δεν έλεγαν κανέναν τους Γιάννη!

Αφού ντύθηκε γαμπρός με άσπρες κάλτσες (όταν του το επισήμανα, με διόρθωσε με ένα δωρεάν μάθημα στυλ: «κολλητέ, ταιριάζουν με το άσπρο πουκάμισο» - δεν είχα να αντιπαραθέσω τίποτα μπροστά σε αυτό το ατράνταχτο επιχείρημα), πήγαμε να συναντήσουμε τον Πέτρο τον Αρμένη στον καφενέ του Μπάφα, όπου δούλευε ο φίλος μας, ο Δεμπασκαλάς. Τυχαία βρεθήκαμε με τον Πέτρο απέξω από τον καφενέ κι όταν μπήκαμε όλοι μαζί μέσα, ο Πέτρος της Κουφής, που καθόταν μαζί με τον Μαστρομανέλο και τον Μπάφα στο τραπέζι τους μπροστά στο τζάκι, ούρλιαξε στον Δεμπασκαλά: «Κέρνα τον βαφτιστήρα μου και την παρέα του ό,τι πιουν».

Ο Φώτης εννοείται πως εκμεταλλεύτηκε το κέρασμα του νονού του Πέτρου και συνέχισε να παραγγέλνει επηρεασμένος από τις διαφημίσεις: «Τρομάριε, βάλε ένα Καμπάρι, ρε χαμένε». Ο Τρομάριος ο Δεμπασκαλάς, εκ φύσεως ομιλητικότατος, έκρινε σκόπιμο να τον ενημερώσει πως το ποτό που παράγγειλε ήταν λίγο ...ιδιαίτερο. «Πικρό», του είπε σε μια κρίση λογοδιάρροιας, όμως ο Φώτης δεν άκουγε τίποτα: «Με τέτοιο μανάρι που παίζει στη διαφήμιση, αποκλείεται να είναι πικρό. Βάλε ένα, ρε χαμένε». Ο Δεμπασκαλάς εννοείται πως του είπε «δεν πας καλά» και του σέρβιρε κανονικά το Καμπάρι. «Πικρό», διαπίστωσε ο Φώτης με την πρώτη γουλιά και του είπε «πάρ΄το πίσω και βάλε ένα κανονικό ποτό». «Δεν πας καλά», του ξανάπε ο Δεμπασκαλάς και του έβαλε ένα κανονικό ποτό. Το ίδιο που πίναμε εγώ κι ο Πέτρος. Κάπτεν Μόργκαν. Κι ας μην είχαμε δει ποτέ σχετική διαφήμιση...

Εκείνο το βράδυ δεν τελείωσε στον καφενέ του Μπάφα, καθώς μετά το δεύτερο ποτό που μας κέρασε ο Πέτρος της Κουφής κι ενώ εκείνος με τον Μαστρομανέλο είχαν ρουφήξει ένα ποτάμι ουίσκι, η αφεντιά τους ήθελε τσάρκα στα Γιάννενα. «Ρε σαϊταναρούδια, είστε για τη μεγάλη ζωή;», ρώτησε κάποια στιγμή ο Μαστρομανέλος. Ήμασταν...

Μέχρι να αποκαλύψω τη συνέχεια σε κάποια από τις επόμενες ρετρό ιστορίες, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.