Οι δύο κόσμοι του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου

Θάνος Σαρρής Θάνος Σαρρής
Οι δύο κόσμοι του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου

bet365

Ο Θάνος Σαρρής γράφει για τις δύο πιο εμβληματικές προσωπικότητες στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, τα διαφορετικά μονοπάτια που χάραξαν και τη διαδρομή που επιλέγουν οι περισσότεροι συμπατριώτες τους.

Είναι κλισέ η φράση πως το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από ένα άθλημα, όμως στη Βραζιλία δεν θα πάψει ποτέ να εκφράζει την απόλυτη πραγματικότητα. Είναι πραγματικός τρόπος ζωής και η διείσδυσή του στην κοινωνία και τον πολιτισμό της χώρας είναι εντελώς διαφορετική από οπουδήποτε αλλού. Η συνηθισμένη απάντηση που έρχεται στο μυαλό σχετικά με τον καλύτερο Βραζιλιάνο παίκτη, είναι αυτή του Πελέ. Δεν είναι όμως για όλους έτσι. Ειδικά για τις κοινωνικές τάξεις που έχουν ζήσει τη φτώχεια και την εκμετάλλευση, η απάντηση μάλλον είναι διαφορετική. Ο «Άγγελος με τα στραβά πόδια», ή απλά Γκαρίντσα, σημαίνει πολλά περισσότερα. Ήταν η σκοπιά αυτή του Άλεξ Μπέλος στο βιβλίο Futebol, η αιτία για το κείμενο αυτό, παραμονές της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα που το ποδόσφαιρο βρίσκεται παντού.

Ο Πελέ με τον Γκαρίντσα βρίσκονται στο επίκεντρο του ποδοσφαιρικού κόσμου της Βραζιλίας. Αρκετές φορές, παράλληλα. Η δική τους Βραζιλία δεν έχανε ποτέ. Ήταν αήττητη όποτε αγωνίστηκαν και οι δύο μαζί. Η συνύπαρξή τους ξεκίνησε από ένα ματς με τη Σοβιετική Ένωση στο Μουντιάλ του '58. Ο θρύλος λέει πως οι υπόλοιποι παίκτες ήταν εκείνοι που πίεσαν τον προπονητή τους για να τους χρησιμοποιήσει και η ήττα στο Μουντιάλ του 1966 από την Ουγγαρία ήταν η πρώτη και η τελευταία για τον Γκαρίντσα με τη φανέλα της εθνικής.

Συχνά όμως, όπως αναφέρει ο Άλεξ Μπέλος, τους θυμούνται περισσότερο για τις διαφορές παρά για τις ομοιότητές τους. Οι πορείες και η αντιμετώπισή τους προς την ασπρόμαυρη θεά, χάραξε δύο εντελώς διαφορετικά μονοπάτια. Ο Πελέ είναι ο «Βασιλιάς». Ο Γκαρίντσα, η «χαρά των ανθρώπων». Και στα προσωνύμιά τους εντοπίζεται σημαντικό μέρος των διαφορετικών πλευρών του ίδιου κόσμου που εκπροσωπούν. Ο ένας συμβολίζει τη νίκη. Ο άλλος, τη χαρά του παιχνιδιού. Και για αρκετούς Βραζιλιάνους το δεύτερο συχνά έχει μεγαλύτερη σημασία από το πρώτο.

Παρότι οι δύο θρύλοι των καριόκας έπαιξαν την ίδια εποχή, μοιάζουν βγαλμένοι από διαφορετικές γενιές. Ο Πελέ ήταν πάντα ο απόλυτος επαγγελματίας. Ο πατέρας του είδε σε εκείνον την καριέρα που δεν κατάφερε να κάνει ποτέ λόγω τραυματισμού και από μικρή ηλικία οι προπονήσεις και η δουλειά ήταν το α και το ω της κοσμοθεωρίας του. Έφυγε από το σπίτι στα 15, για να μείνει έγκλειστος στη Σάντος. Δεν γνώρισε άλλη ζωή, πέραν εκείνης του επαγγελματία ποδοσφαιριστή και σε κάθε φάση της καριέρας του ήταν συγκεντρωμένος μόνο στο πως θα βελτιωθεί και πως θα αφήσει το στίγμα του αποκλειστικά μέσα στο γήπεδο.

Αθλητικός, προσέχοντας την εικόνα του και έχοντας το μυαλό του και στο μέλλον. Όταν ο Γκαρίντσα είχε τα χρήματά του σε βάζα μέσα στο σπίτι, εκείνος είχε ήδη μάνατζερ και επένδυε σε επιχειρηματικά πρότζεκτς, ενώ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με τα ΜΜΕ, καταλαβαίνοντας το ρόλο τους στην γιγάντωση της εικόνας του. Όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, δεν στράφηκε αποκλειστικά και μόνο στις επιχειρήσεις του. Συνέχισε να εμπλέκεται με το ποδόσφαιρο με κάθε τρόπο, διατέλεσε υπουργός Αθλητισμού, έκανε εκπομπές στην τηλεόραση, έγραφε σε εφημερίδες. Η εικόνα του διατηρήθηκε στις συνειδήσεις του κόσμου, ο οποίος άρχισε να τον κρίνει πλέον σαν κάτι παραπάνω από έναν ποδοσφαιριστή. Αρκετοί, τον συνέδεσαν με το κατεστημένο, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οι Βραζιλιάνοι δεν λατρεύουν τον «βασιλιά» τους.

Ο Γκαρίντσα, από την άλλη, είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Κανείς ποδοσφαιριστής στη χώρα δεν είχε τόσο μεγάλη ατομική συμμετοχή όσο εκείνος στο Μουντιάλ του 1962, όταν τραυματίστηκε ο Πελέ. Έβλεπε το ποδόσφαιρο από τελείως διαφορετική σκοπιά. Για τη χαρά του παιχνιδιού. Δεν ήταν ποτέ αθλητικός, δεν έμπαινε σε επαγγελματικά και τακτικά καλούπια. Έκανε αρκετούς να απορούν με τα στραβά και ασύμμετρα πόδια του, καθώς και με το πόσο εύκολα μπορούν να τον κοροϊδέψουν για να του πάρουν χρήματα, ή να τον πληρώσουν για ψίχουλα σε σχέση με την αξία του. Η αφέλειά του έκανε κάποιους να θεωρούν ότι είχε νοητικό πρόβλημα. Όταν έπαιρνε τη μπάλα όμως, μπορούσε να βρει κάθε πιθανό τρόπο και απίθανο τρόπο για να καταπλήξει τα πλήθη. «Ο Γκαρίντσα ήταν η σύνθεση του Βραζιλιάνου: Φτωχός, συμπαθητικός και δημιουργικός. Ήταν ένας φτωχός εργάτης στην κλωστοϋφαντουργία, ο οποίος με την απλότητά του και το ποδοσφαιρικό του ταλέντο μας γέμισε όλους με χαρά», είχε δηλώσει ο Ζοάο Πέδρο Στεντίλε, οικονομολόγος και ιδρυτής του Landless Movement. Ο βιογράφος του, Ρούι Κάστρο, τον περιέγραψε ως τον «πιο ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή που έπαιξε ποτέ επαγγελματικά».

Ο Γκαρίντσα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο κόσμος παίρνει το ποδόσφαιρο τόσο σοβαρά. Όταν η Βραζιλία γνώριζε την μεγαλύτερη ποδοσφαιρική της τραγωδία στον τελικό του '50 με την Ουρουγουάη, εκείνος ήταν για ψάρεμα, έχοντας απολυθεί από το αφεντικό του στην κλωστοϋφαντουργία λόγω... τεμπελιάς. Στη Βάσκο Ντα Γκάμα, στην αρχή, τον έστειλαν σπίτι επειδή πήγε ξυπόλητος. Όσοι προπονητές προσπάθησαν να τον βάλουν σε καλούπι και να περιορίσουν τις ντρίμπλες του, κατέληξαν να συμβιβάζονται με το ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Εκείνος λάτρευε να περνάει τη μπάλα κάτω από τα πόδια των αμυντικών και ο θρύλος θέλει το περίφημο «όλε» των γηπέδων να ξεκίνησε από τα δικά του σόλο. Ο συγγραφέας Νέλσον Ροντρίγκες τον χαρακτήρισε ως «τον ποδοσφαιριστή που έμαθε στους οπαδούς να γελούν».

Δεν ήταν όμως μόνο γέλια και αφέλεια. Τα περίεργα πόδια του Γκαρίντσα, που τον βοήθησαν στις ντρίμπλες, σταδιακά προκάλεσαν το τέλος της καριέρας του, ενώ ένα τροχαίο στο οποίο οδηγούσε ο ίδιος, στάθηκε η αιτία για τον θάνατο της μητέρας της γυναίκας που αγαπούσε. Ξεκίνησε τις απόπειρες αυτοκτονίας και εθίστηκε στο αλκοόλ. Για τον Πελέ δεν υπήρχε ποτέ κάτι τέτοιο. Ήταν εκείνη την περίοδο όπου σημείωνε στο Μαρακανά το 1000ό του γκολ. Ο Γκαρίντσα, έχοντας μείνει απένταρος, ζήτησε από την Βραζιλιανική Ομοσπονδία δάνειο για να πάρει σπίτι. Το αίτιημά του δεν έγινε δεκτό. Με πρωτοβουλία της συζύγου του Ελίζα μετακόμισε στη Ρώμη, όπου η κατάστασή του ήταν τόσο τραγική, που κάπνιζε αποτσίγαρα που έβρισκε στο δρόμο. Πέθανε σε ηλικία 49 ετών, με το σώμα του να έχει αλλάξει χρώμα από το αλκοόλ.

Η μαρτυρία που φιλοξενείται στο futebol είναι ενδεικτική, κάνοντας λόγο για εθνική αίσθηση ενοχής μετά την απώλειά του: «Ο Γκαρίντσα ήταν αναγνωρισμένος από τον κόσμο. Δεν έχασε ποτέ τις ρίζες του. Επίσης το ποδόσφαιρο τον εκμεταλλεύτηκε, οπότε ήταν σύμβολο για την πλειοψηφία των Βραζιλιάνων, οι οποίοι επίσης έχουν πέσει θύματα εκμετάλλευσης στη ζωή τους». Ο Πελέ ανήκει περισσότερο στον υπόλοιπο κόσμο. Ο θρύλος του Γκαρίντσα, αντιπροσωπεύει περισσότερο τον μέσο Βραζιλιάνο...

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Θάνος Σαρρής
Θάνος Σαρρής

O Θάνος Σαρρής γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Πάρο. Ερωτεύτηκε από μικρή ηλικία τη μαγεία του αθλητισμού και το γράψιμο. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ και έκανε το master του στο Πολιτικό της Νομικής. Λατρεύει τα ταξίδια σε ποδοσφαιρικές γειτονιές του εξωτερικού, τις ιστορίες που γεννά το ποδόσφαιρο εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου και θυμάται την ατμόσφαιρα του γηπέδου σχεδόν απ' όταν θυμάται τον εαυτό του. Τα βιβλία του, «Η Μπάλα στην Κερκίδα» και «30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΟΞΥ και Brainfood αντίστοιχα.