Λειψία: Η... Οξφόρδη του ποδοσφαίρου!

Λειψία: Η... Οξφόρδη του ποδοσφαίρου!

Gazzetta team
Λειψία: Η... Οξφόρδη του ποδοσφαίρου!

bet365

Το FourFourTwo πέρασε μία εβδομάδα στη Λειψία και σας παρουσιάζει τον τρόπο λειτουργίας των Ταύρων με πρωταγωνιστή τον Ραλφ Ράνγκνικ.

Για τον Ραλφ Ράνγκνικ αυτές οι μέρες είναι σπάνια βαρετές. Πριν από περίπου 12 μήνες ήταν στο Wembley, προκειμένου να περάσει από συνέντευξη για τη δουλειά στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας. Τώρα, είναι στο γραφείο του στη Λειψία , αρνούμενος ότι παραλίγο να γίνει αστροναύτης, τη στιγμή που καθόταν δίπλα σε κάποιον, που ήταν ντυμένος... ταύρος.

«Danke schon, Bulli!», «σ’ ευχαριστώ πολύ Μπούλι!», του λέει όπως φεύγει. Ήρθε να μας δει και να πάρει κάποια περιοδικά μαζί του. Ο Ράνγκνικ ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τη μεγάλη επιτυχία της ομάδας, που τερμάτισε στη δεύτερη θέση της Bundesliga. Έτσι, το FourFourTwo ταξίδεψε εκεί και έμεινε μία εβδομάδα για να δει που κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας. Σύμφωνα με τη Wikipedia ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται ως «καθηγητής» έχει πάρει πτυχίο στην αστροφυσική και σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα είχε πρόταση από την εταιρεία αστροφυσικής της Γερμανίας.

Αυτά, όμως, τα ακούει για πρώτη φορά. «Δεν έχω καμία σχέση με την αστροφυσική!», λέει γελώντας. «Σπούδασα αγγλική φιλολογία και ήθελα να γίνω καθηγητής». Αντί για αυτό, όμως, έγινε ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στο ποδόσφαιρο. Το μοντέρνο πρέσινγκ είναι δική του εφεύρεση. Είναι εκείνος που πήρε την Χόφενχαϊμ από την τρίτη κατηγορία και την έφτασε μέχρι την πρώτη θέση της Bundesliga τρία χρόνια αργότερα. Είναι εκείνος που οδήγησε την Σάλκε μέχρι τα ημιτελικά του Champions League για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία της.

Και όταν άφησε τους βασιλικούς μπλε ανέλαβε το έργο να οδηγήσει την Λειψία από την τέταρτη στην πρώτη κατηγορία. Το αποτέλεσμα; Η δεύτερη θέση στην παρθενική σεζόν των Ταύρων στην Bundesliga. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η αγγλική ομοσπονδία τον είχε στη λίστα της. «Ο Νταν (σ.σ. Άσγουορθ) επικοινώνησε για πρώτη φορά μαζί μου το 2012, τότε για τον πάγκο της Γουέστ Μπρομ. Μου προσέφερε τη δουλειά, αλλά ήξερα ότι ήταν έτοιμος να φύγει για την Ομοσπονδία και έτσι απέρριψα την πρόταση», λέει ο 58χρονος. «Μετά το Euro επικοινώνησε και πάλι και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να περάσω συνέντευξη για την Αγγλία. Τον ρώτησα: πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; Μου είπε ότι αν η απόφαση ήταν μόνο δική του, πολύ. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι που έχουν λόγο και ήθελαν κάποιον Άγγλο. Φυσικά, αυτό είναι φυσιολογικό. Τρεις ημέρες αργότερα ταξίδεψα για τη συνέντευξη και με ενημέρωσαν ότι ο Σαμ Άλαρνταϊς θα έπαιρνε τη δουλειά».

Το 2012, όταν εμφανίστηκε η ευκαιρία να αντικαταστήσει τον Χότζον στη Γουέστ Μπρομ, υπήρχε ακόμη μία πρόταση στο τραπέζι. Ήταν από την Λειψία και τον ισχυρό άντρα της Red Bull, Ντίτριχ Μάτεσιτς. Αρχικά, ο τελευταίος ήθελε τον Ράνγκνικ ως προπονητή στη Ζάλτσμπουργκ. Ο Γερμανός τεχνικός δεν ήταν και πολύ ζεστός, έτσι ενεργοποιήθηκε το Plan B. Του προτάθηκε να γίνει τεχνικός διευθυντής, όχι μόνο σε έναν, αλλά σε δύο συλλόγους. Και στη Ζάλτσμπουργκ και στη Λειψία.

Η τελευταία είχε ιδρυθεί μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, είχε ανέβει από την πέμπτη κατηγορία, αλλά είχε κολλήσει στην τέταρτη. «Αποφάσισα να αποδεχθώ την πρόταση, καθώς ήταν καινούρια εμπειρία», λέει ο Ράνγκνικ. «Για τρία χρόνια ήμουν τεχνικός διευθυντής σε δύο συλλόγους σε δύο χώρες. Όλα αυτά τα ταξίδια δεν ήταν εύκολα και έτσι το 2015 αποφάσισα να αφοσιωθώ μόνο στη Λειψία». Τι ακριβώς, όμως, κάνει ένας τεχνικός διευθυντής; Πολλά. Κατά την επίσκεψη του FFT, το πρώτο με το οποίο ασχολείται είναι η πρωινή προπόνηση

Μόλις οι παίκτες ολοκληρώνουν την προθέρμανση, βγαίνει από το γραφείο του, χαιρετά το τεχνικό τιμ και παρακολουθεί τον τεχνικό Ράφαελ Χάζενχουτλ να δίνει τις οδηγίες του. Ο 49χρονος Αυστριακός ανέλαβε το καλοκαίρι του 2016, αντικαθιστώντας στον πάγκο τον ίδιο τον Ράνγκνικ, ο οποίος πήρε την κατάσταση στα χέρια του, προκειμένου να οδηγήσει την Λειψία στην Bundesliga. «Ήταν ιδιαίτερη περίπτωση», εξομολογείται ο ίδιος. «Είχαμε μιλήσει με τον Τόμας Τούχελ, αλλά εκείνος αποφάσισε να υπογράψει στην Ντόρτμουντ. Είχαμε μιλήσει και με τον Χάζενχουτλ, που είχε μόλις κερδίσει την άνοδο στην Bundesliga με την Ίνγκολσταντ. Με πήρε πίσω και μου είπε: συγνώμη, αλλά θα ραγίσει την καρδιά μου το να αφήσω την ομάδα».

«Θα πηγαίναμε σε τρίτη ή τέταρτη λύση για τον πάγκο και είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να το κάνω. Ευτυχώς, ανεβήκαμε και καταφέραμε να πείσουμε τον κατάλληλο άνθρωπο για τη δουλειά, τον Χάζενχουτλ». Ο τελευταίος ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων με τη δεύτερη θέση. «Ήμασταν αρκετά αισιόδοξοι ότι θα περνούσαμε ήσυχη σεζόν και δεν θα κινδυνεύαμε, όμως κανένας δεν περίμενε ότι θα τερματίζαμε τόσο ψηλά», λέει ο Ράνγκνικ. «Αυτό που έγινε είναι απίστευτο».

Ακόμη περισσότερο αν ρίξεις μια ματιά στο ρόστερ. Ο σύλλογος συνεχίζει να επενδύει, αλλά το κάνει σε νεαρούς παίκτες. Ο Ράνγκνικ είναι υπεύθυνος για τον εντοπισμό των παικτών και τη μεταγραφική πολιτική και αποφεύγει να αγοράζει μεγάλα ονόματα. «Όταν μίλησα για πρώτη φορά με τον Μάτεσιτς, με είχε ρωτήσει τι θα άλλαζα σε περίπτωση που αναλάμβανα», εξηγεί ο Ράνγκνικ. «Του είπα: τα πάντα!. Και οι δύο ομάδες είχαν ρόστερ με μεγάλους σε ηλικία παίκτες και ήθελα να πάρω εκείνους που υπέγραφαν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο συμβόλαιο στην καριέρα τους, ώστε να έχουν διαφορετικό κίνητρο».

Μία από τις πρώτες του μεταγραφές στη Ζάλτσμπουργκ για παράδειγμα ήταν ο Σαντιό Μανέ σε ηλικία 20 ετών. «Δεν αγοράζουμε παίκτες μεγαλύτερους από ηλικία 23 ή 24 ετών», προσθέτει ο Ράνγκνικ. «Έχουμε τη νεότερη ομάδα στην Bundesliga. Αν βάλεις την εμπειρία απέναντι στα νιάτα, υπάρχει μεγάλη διαφορά στα επίπεδα ενέργειας και νομίζω ότι αποδεικνύουμε ότι η εμπειρία ίσως να είναι υπερεκτιμημένη. Η πολιτική της Λειψίας δουλεύει ιδανικά μέχρι τώρα, αν και ο Ράνγκνικ έχει μετανιώσει για την απόφασή του να μην αποκτήσει έναν 25χρονο επιθετικό από την Φλίτγουντ.

«Προσπαθούσαμε να αποκτήσουμε τον Τζο Γκόμες από την Τσάρλτον και ο ατζέντης του μου είχε πει ότι είναι κρίμα που δεν ενδιαφέρομαι για μεγαλύτερους σε ηλικία παίκτες. Είχε έναν που θα ταίριαζε τέλεια στη Λειψία», αποκαλύπτει ο Ράνγκνικ. «Σε κάποιο σημείο της καριέρας του κάθε προπονητής έχει πει όχι για κάποιον, που αργότερα έγινε μεγάλος παίκτης. Για μένα αυτός είναι ο Τζέιμι Βάρντι και ήταν εκείνη τη μεταγραφική περίοδο που πήγε στη Λέστερ».

Ο Ράνγκνικ έκανε αρκετές προσπάθειες να αγοράσει κάποιον Άγγλο και τελικά απέκτησε τον Μπερκ από τη Νότιγχαμ Φόρεστ. «Είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τους παίκτες να αφήσουν το Νησί. Ο Όλιβερ είναι ο πρώτος παίκτες που καταφέραμε να πείσουμε». Οι λεπτομέρειες είναι κάτι που προσέχει πολύ ο Ράνγκνικ. Όταν αποκτούν κάποιον νέο παίκτη δεν κοιτάζουν μόνο πόσο γρήγορος είναι στον αγωνιστικό χώρο. Θα πρέπει να βρεθεί στο υπερσύγχρονο προπονητικό κέντρο, που κόστισε 35 εκατ. ευρώ, προκειμένου να κάνει ένα σπριντ 30 μέτρων σε τεχνητό χλοοτάπητα. Εκεί φαίνεται ακριβώς μέχρι που μπορεί να φτάσει.

Μετά την προπόνηση ο Ράνγκνικ παρακολουθεί μία παρουσίαση για το πώς μπορούν να αποφεύγονται οι τραυματισμοί. Ο Μαρκ Πάλμερ από τη Νέα Ζηλανδία, ειδικός στο θέμα, μεταφέρει τις γνώσεις του στο τεχνικό τιμ της Λειψίας. Το μόνο «παλιό» σχετικά με τις μεθόδους του συλλόγου είναι ένας λόγος για σπριντ, τον οποίο αποκαλούν «Φέλιξ Μάγκατ» λόγω των εξαντλητικών προπονητικών μεθόδων του τελευταίου σχετικά με τη φυσική κατάσταση των παικτών του.

Ο Ράνγκνικ περνάει μία βόλτα από το γραφείο του, προκειμένου να κάνει κάποια τηλεφωνήματα. Όταν είσαι τεχνικός διευθυντής, η επικοινωνία είναι πολύ σημαντική. «Η δουλειά μου έχει να κάνει σχεδόν με τα πάντα στον σύλλογο», μας λέει. «Είναι σημαντικό να φέρνεις γρήγορα αποτελέσματα, όμως θα πρέπει να έχεις στο νου ότι οι αποφάσεις σου, θα έχουν επίπτωση και για τα επόμενα χρόνια». Αμέσως μετά πηγαίνει να παρακολουθήσει την προπόνηση κάποιων νεραών παικτών, που κλήθηκαν για δοκιμαστικά. Περίπου 700 παιδιά θα περάσουν από το προπονητικό κέντρο μέσα σε λίγες ημέρες.

Δίπλα του βρίσκεται ο Χέλμουτ Γκρος, που είναι ο σύμβουλός του. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80, όταν ο νεαρός τότε Ράνγκνικ ήταν προπονητής της δεύτερης ομάδας της Στουτγκάρδης. Οι τακτικές του Γκρος στην ερασιτεχνική Γκάισλινγκεν τον κέρδισαν αμέσως. Ήταν το ξεκίνημα του gegenpressing. Οι δυο τους τελειοποίησαν την τακτική, μελετώντας στο βίντεο την Μίλαν του Σάκι και την Ντιναμό Κιέβου του Λομπανόβσκι. «Τα VHS ήταν πολύ ακριβά εκείνη την εποχή και ο σύλλογος δεν κάλυπτε τα έξοδα. Έτσι, έπρεπε να αγοράσω ένα μόνος μου», θυμάται ο Γκρος. «Ήθελες δύο συσκευές για να κόβεις τα βίντεο και η μία είχε χαλάσει».

Το ζευγάρι δούλεψε μαζί για να δημιουργήσει προγράμματα προπονητικής για τη σχολή Wurttemberg. Ο Γκρος το έκανε παράλληλα, δουλεύοντας στον κατασκευαστικό κλάδο τα πρωινά. «Υπάρχουν δύο πράγματα που επηρεάζουν την ιδέα του ποδοσφαίρου και είναι παγκόσμια», λέει ο Ράνγκνικ. «Το πρώτο είναι ότι η καλύτερή σου ευκαιρία να σκοράρεις είναι μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που θα κερδίσεις την μπάλα. Το δεύτερο ότι η καλύτερη ευκαιρία να ξανακερδίσεις την μπάλα είναι 8 δευτερόλεπτα αφού την χάσεις. Και όταν την χάσεις πρεσάρεις για να κερδίσεις το συντομότερο δυνατό. Αυτή είναι η φιλοσοξία μας».

Ο Γκρος επεμβαίνει: «θέλεις να έχεις τον έλεγχο ακόμη και όταν ο αντίπαλος. Προσπαθούμε να έχουμε περισσότερους παίκτες κοντά στην μπάλα από τον αντίπαλο σε κάθε περίπτωση. Και όταν την έχουμε και όταν δεν την έχουμε». Το δίδυμο περιγράφει τη διδασκαλία του πρέσινγκ στους παίκτες όπως όταν φτιάχνεις ένα πρόγραμμα για υπολογιστές. Είναι πολύ πιο εύκολο να το κάνεις με νεαρούς παίκτες, των οποίων ο «σκληρός» είναι καθαρός.

«Όταν οι παίκτες υπογράφουν θα πρέπει να είναι σε μπλε τσιπάκια», λέει ο Ράνγκνικ. «Τότε, με την ποιότητα του τεχνικού τιμ μπορούν να εξελιχθούν. Έχουμε την τάση να αποκαλούμε τους εαυτούς μας ως την Οξφόρδη, το Κέιμπριτζ, το Χάρβαρντ ή το Γιέιλ του ποδοσφαίρου. Θέλουμε να προσφέρουμε στους παίκτες μας το καλύτερο δυνατό περιβάλλον, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν».

Ο Ράνγκνικ μπορεί να μην σπούδασε στην Οξφόρδη, αλλά πέρασε κάποια χρόνια στο Σάσεξ, όταν ήταν ακόμα φοιτητής. Ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του. Ακόμη και αν είχε περάσει τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο. «Με φιλοξενούσε μία οικογένεια στο Μπράιτον. Έπαιρνα το τρένο δύο φορές την εβδομάδα για το Λονδίνο, προκειμένου να παρακολουθήσω παιχνίδια. Προσπάθησα να παίξω για την Μπράιτον, αλλά δεν είχα μόνιμη άδεια παραμονής και δεν γινόταν. Πιθανότατα να μην ήμουν και τόσο καλός ούτως ή άλλως. Έτσι, πήγα να παίξω με την Σάουθγουικ και στο δεύτερο παιχνίδι έσπασα τα πλευρά μου, με αποτέλεσμα να τρυπήσει ο πνεύμονας!».

Η καριέρα του Ράνγκνικ δεν ήταν τόσο λαμπερή, αλλά έχει εξιλεωθεί για αυτό. Το τελευταίο που κάνει πριν φύγει από τα γραφεία είναι να μιλήσει για μία ώρα με τα 25 αντιπροσώπους των οπαδών, αναλύοντας τα πλάνα του, το όραμά του και απαντώντας στις ερωτήσεις τους. Είναι μία συνάντηση που ξεκίνησε από την πρώτη του μέρα το 2012. Παρόλα αυτά, η δουλειά στην υπόλοιπη Γερμανία δεν κερδίζει τον ίδιο έπαινο, καθώς ο σύλλογος παραμένει από τους πιο αντιπαθητικούς στη χώρα. Είναι μεγάλη ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ότι η Λειψία έγινε η πρώτη ομάδα της Ανατολικής Γερμανίας, που φτάνει σε τέτοια επιτυχία μετά την επανένωση.

Το γεγονός ότι στο παραπάνω ραντεβού δίνουν το παρών μόλις 25 άνθρωποι είναι από τα στοιχεία που φέρνουν την κριτική. Υπάρχει μεγάλος έλεγχος για το ποιος θα γίνει μέλος. Πολλοί πιστεύουν ότι η Λειψία πηγαίνει κόντρα στον περίφημο κανόνα 50+1. Αυτοί οι 25 δεν έχουν καν δικαίωμα ψήφου. Το μίσος εναντίον του συλλόγου είχε κορυφωθεί τους τελευταίους μήνες. Ο Ράνγκνικ, όμως, πιστεύει το αντίθετο. «Νομίζω ότι η ένταση μειώνεται», εξηγεί. «Ήταν πολύ χειρότερα όταν ήμασταν στην τρίτη κατηγορία. Δεν είναι ότι αγοράζουμε παίκτες 25-30 εκατ. ευρώ. Τους παίκτες που έχουμε μπορούν να τους πάρουν και οι υπόλοιποι. Είναι ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που θεωρείται κανονικό. Ο κανόνας 50+1 ισχύει, τη στιγμή που στην Αγγλία οι περισσότεροι οπαδοί θα ήταν πολύ χαρούμενοι να έχουν κάποιον χρηματοδότη όπως η Red Bull».

Η Λειψία θέλει να κρατήσει τους παίκτες της, αν θέλει να κάνει καλή πορεία στο Champions League. Το να κάνει το επόμενο βήμα στο πρωτάθλημα και να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Μπάγερν είναι άλλο θέμα. «Η Μπάγερν έχει 8-10 φορές τα οικονομικά όπλα σε σχέση με εμάς. Έτσι, δε νομίζω ότι ο τίτλος είναι κάτι εφικτό», λέει ο Ράνγκνικ. «Ίσως σε 2-3 χρόνια. Ο στόχος μας είναι να δείξουμε καλά πρόσωπο στο Champions League και να κάνουμε καλή σεζόν στην Bundesliga». Ακόμη και αν έρθει ξανά πρόταση από την Αγγλία, ο Ράνγκνικ θα το σκεφτεί διπλά αν την αποδεχτεί.

«Στο ποδόσφαιρο ποτέ μην λες ποτέ. Είμαι απόλυτα ευτυχισμένος εδώ. Έχουμε κάνει τεράστια προσπάθεια με πολύ πάθος και ενέργεια. Έχω επενδύσει πολλά τα τελευταία πέντε χρόνια. Όταν ξεκίνησα το 2012, ήμασταν σε ένα επίπεδο, όπου παίζαμε μπροστά σε 4.000 οπαδούς. Τώρα, αυτός ο αριθμός είναι δεκαπλάσιος. Ο ρυθμός της εξέλιξης είναι απίστευτος. Πίστευα ότι μπορούμε να φτάσουμε στην Bundesliga σε έξι χρόνια, όχι σε τέσσερα, και η τελευταία σεζόν ήταν απλά όνειρο. Τώρα, πρέπει να αρχίσουμε και να το διασκεδάζουμε».

 

Τελευταία Νέα