Λουτσιάνο Μότζι: Βίος και πολιτεία

Λουτσιάνο Μότζι: Βίος και πολιτεία

bet365

Ο Lucky Luciano «επιστρέφει» στο ποδόσφαιρο και ο Παναγιώτης Παλλαντζάς γράφει για τον (αγαπημένο του) Direttore.

Οι Ιταλοί έλεγαν κάποτε ότι «τρία πράγματα δουλεύουν ρολόι στη χώρα: Το Βατικανό, η κεντρική τράπεζα και η Μαφία». Οχι απολύτως ακριβές, αφού επί πολλά χρόνια υπήρχε και ένας τέταρτος "οργανισμός" που δούλευε στην εντέλεια: Η εκάστοτε ομάδα του Λουτσιάνο Μότζι. Του παράγοντα με την πιο έντονη καριέρα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, αυτού που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο κανείς άλλος, για να εκδιωχθεί τελικά υποδεικνυόμενος σαν η μεγαλύτερη κατάρα του Calcio. Αυτού του Calcio, που μάλλον δεν έγινε καλύτερο στη μετά Μότζι εποχή πάντως. Το αντίθετο...

Οτι ο Μότζι ήταν μεγάλη περίπτωση, αποδεικνύεται και από το πώς μπήκε στο ποδόσφαιρο. Υπάλληλος του σιδηροδρομικού σταθμού της Ρώμης ήταν στις αρχές των 70's και εκεί γνώρισε αρκετούς ποδοσφαιρικούς παράγοντες που πηγαινοέρχονταν στις πόλεις τους. Ανάμεσα τους, ο ορισμός της λέξης leggenda όταν μιλάμε για Ιταλούς παράγοντες: Ο Ιταλο Αλόντι. Ο Λουτσιάνο τον... σημάδεψε, τον πλησίασε και τελικά τον κέρδισε με την εξυπνάδα του, τις γνώσεις του και την αγάπη του για την μπάλα, με αποτέλεσμα ο Αλόντι να του δώσει πόστο στις ακαδημίες της Γιουβέντους, για την οποία δούλευε εκείνα τα χρόνια. Ο Ιταλο, προφανώς, δεν ήξερε εκείνη την στιγμή τι θα «προκαλούσε» με την πόρτα που άνοιγε. Ο Μότζι, από την πλευρά του, μια χαρά ήξερε πώς να την διαβεί αυτή την πόρτα, πώς να ανοίξει άλλες και πώς να καταλήξει τελικά να είναι αυτός η μεγαλύτερη πόρτα του Campionato.

Και για να το πετύχει αυτό, έκανε με χαρά και με επιτυχία το αγροτικό του... Το 1979, για παράδειγμα, άφησε τα τμήματα υποδομής των Μπιανκονέρι για να δουλέψει στη Ρόμα και ένα χρόνο μετά έφυγε και από εκεί για να πάει στην Λάτσιο, η οποία θα έμπλεξε στο σκάνδαλο Totonero, το οποίο προκάλεσε τον δικό της -αλλά και αυτόν της Μίλαν- υποβιβασμό. Θα ακολουθούσε, δύο χρόνια μετά, η Τορίνο και στη συνέχεια θα δει το όνομα του για πρώτη φορά να εμπλέκεται σε περίεργες φήμες. Οταν το 1985 η Ελλάς Βερόνα τρέλανε τους πάντες κατακτώντας το scudetto, άπαντες αποθέωσαν τον Ελκιερ, τον Μπρίγκελ, τον Γκαλντερίζι, τον προπονητή Οσβάλντο Μπανιόλι. Οι κακές γλώσσες, πάντως, αποθέωσαν και τον Μότζι, ο οποίος ήταν φίλος με τον πρόεδρο Τσελεστίνο Γκουιντότι και λένε ότι προσπάθησε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε.

Για τον Lucky Luciano πάντως, ακόμη και σήμερα, η λέξη «βοήθεια» σε ό,τι αφορά τον ίδιο, μεταφράζεται σε «προστασία από αυτούς που ήλεγχαν το παρασκήνιο». Αυτή ήταν η δουλειά του, άλλωστε, και στη Νάπολι του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Τον πρόεδρο Κοράντο Φερλαΐνο δεν ήθελε να τον βλέπει ο Αργεντίνος. Τον Μότζι, ο οποίος ήταν ο πιο στενός συνεργάτης του, τον λάτρευε. Είτε γιατί αδιαφορούσε για το αν ο Ντιέγκο θα αργούσε να πάει ή δεν θα πήγαινε καθόλου στην προπόνηση αν βαριόταν («τον Μαραντόνα τον αφήνεις να ζήσει όπως θέλει, γιατί είναι ο Μαραντόνα», λέει σχετικά), είτε επειδή φρόντιζε ώστε να είναι όλα τα προβλήματα λυμένα και οι παίκτες να ασχολούνται μόνο με το αγωνιστικό μέρος, είτε επειδή ήταν τέλειος στο να ξεσηκώνει τους Νάπολιτάνους κατά του βορρά και ειδικά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Προσθέστε σε αυτά και το γεγονός ότι η διαιτησία δεν έβαζε εμπόδια στους Παρτενοπέι και καταλαβαίνετε γιατί ο ιταλικός νότος κάηκε δύο φορές και θα μπορούσε να καεί και τρίτη.

Ο Μότζι που αναστάτωνε τη Νάπολη κατά του Μπερλουσκόνι, βέβαια, ήταν ο ίδιος Μότζι που το καλοκαίρι του 1992 βοηθούσε τον Cavaliere να αποκτήσει από την Τορίνο τον Τζανλουίτζι Λεντίνι, κάνοντας τον την πιο ακριβή μεταγραφή -μέχρι τότε- στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Πάνω και από τα συναισθήματα, άλλωστε, ήταν οι business. Απλά πράγματα για τον Λουτσιάνο. Οσο απλό ήταν το να βγαίνει η Τορίνο στην Ευρώπη εκείνα τα χρόνια και να φτάνει ως τον τελικό του κυπέλλου UEFA το 1992, όσο απλό ήταν το να παίρνουν πρωταθλήματα αρκετοί και να έχουν γενικά επιτυχίες οι ομάδες του, την ίδια ώρα που η Γιουβέντους μετρούσε χρόνια χωρίς scudetto. Μέχρι που ο Ουμπέρτο Ανιέλι αποφάσισε να τα αλλάξει όλα το καλοκαίρι του 1994, καλώντας στην Κυρία τον Lucky Luciano.

Αποδέχθηκε την πρόσκληση και τα υπόλοιπα τα γνωρίζουν όλοι. Αυτό που δεν ήξεραν πολλοί εκτός Ιταλίας, βέβαια, ήταν ότι στα χρόνια του Μότζι η Γιούβε είχε καταφέρει κάτι που επαναλαμβάνει μόλις τώρα ενώ για τις υπόλοιπες ιταλικές ομάδες, πλην Νάπολι, μοιάζει με... ουτοπία: Αυτοχρηματοδότηση. «Από το καλοκαίρι του 1994 μέχρι και το 2006 δεν ζήτησα ποτέ από τους Τζάνι και Ουμπέρτο Ανιέλι να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Ούτε μία φορά. Κάθε χρόνο αλλάζαμε κάπως το ρόστερ, κάνοντας μια-δυο καλές πωλήσεις, αλλά πάντα παρουσιάζαμε καλύτερη ομάδα γιατί ξέραμε να δουλεύουμε. Ξέραμε να πετυχαίνουμε χωρίς να χρειαζόμαστε τα λεφτά των αφεντικών», λέει κάθε φορά που τον ρωτούν ποια ήταν η μεγαλύτερη, από τις πολλές, επιτυχίες του σε αυτή τη 12ετία στους Μπιανκονέρι.

Μια 12ετία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Lucky Luciano βρέθηκε στο στόχαστρο πολλές φορές. Για διαιτησία, για ντόπινγκ, για έλεγχο των μάνατζερ, για τα πάντα. Προφανώς, αν υπόλογίσουμε και τους ψιθύρους για τις προηγούμενες ομάδες του, αν σκεφτούμε ότι λίγο μετά την αποχώρηση του από την Ρόμα για να πάει στη Γιούβε ήρθε στην επιφάνεια σκάνδαλο για πλαστογραφίες και παρανομίες στις μεταγραφές των Τζαλορόσι, μάλλον δεν σε παίρνει να πεις -αν είσαι υποστηρικτής του- ότι όλα αυτά ήταν διαβολικές συμπτώσεις... Σοβαροί να είμαστε. Από την άλλη, επειδή θυμόμαστε καλά το κλίμα του 2006, αν κάποιος έλεγε τότε ότι «τα 30 αργύρια στον Ιούδα για να προδώσει τον Χριστό τα είχε δώσει ο Μότζι», η πλειοψηφία θα ήταν υπέρ του. Ακραία και τα δύο.

Ετσι ήταν ο Μότζι όμως. Των άκρων. Ο μόνος Direttore με fan club υπέρ του και κατά του, δεν μπορούσε παρά να προκαλεί ακραία συναισθήματα. Ή να κάνει ακραία πράγματα. Οπως, για παράδειγμα, το να στείλει το 2004 τον Εμερσον στη διοίκηση της Ρόμα με χαρτί ψυχολόγου, ο οποίος έλεγε πως η ψυχική υγεία του Βραζιλιάνου είναι κλονισμένη και απαιτείται η άμεση αποχώρηση του από την Ρώμη και η μετακόμιση του σε μια ήρεμη πόλη. Οπως ακραίο ήταν το να πείθει τον Μοράτι, στην τελευταία μέρα του Αυγούστου του 2004, να δεχθεί ανταλλαγή του Φάμπιο Καναβάρο με κάποιον Φαμπιάν Καρίνι, ή το να πρέπει να δώσει την συγκατάθεση του στον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς για να παντρευτεί την μοντέλα με την οποία διατηρούσε σχέση. Ο Ζλάταν, ένας από τους περίεργους τύπους που έχουν εμφανιστεί στο ποδόσφαιρο, λάτρευε τόσο τον γενικό διευθυντή του στη Γιούβε, ώστε να νιώθει ότι πρέπει να πάρει την... ευλογία του για να παντρευτεί. Και μαζί με αυτή, πήρε και την διαβεβαίωση ότι θα του βαφτίσει το παιδί.

Τα έκανε κάτι τέτοια, άλλωστε, ο Μότζι. Οταν ο Πάολο Μοντέρο παντρεύτηκε και αποφάσισε να κόψει τα ξενύχτια, ο Direttore -όπως έχει πει ο Ουρουγουανός- τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε: «Η απόδοση σου έχει πέσει από όταν παντρεύτηκες. Τα πράγματα είναι απλά: Ή αρχίζεις πάλι τα ξενύχτια ή το καλοκαίρι φεύγεις». Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και ποτέ δεν θα υπάρξει άλλος ποδοσφαιρικός παράγοντας που θα απαιτήσει κάτι τέτοιο από παίκτη του. Και που θα πάρει και το αποτέλεσμα που θέλει! Αυτό άλλωστε, η επίτευξη του στόχου δηλαδή, ήταν κάτι αδιαπραγμάτευτο για τον Λουτσιάνο και το κατάλαβε πολύ καλά και ο Μίνο Ραϊόλα στην πρώτη τους γνωριμία.

«Ηταν καλοκαίρι του 2004 και ο μάνατζερ μου, Μίνο Ραϊόλα, είχε κλείσει ραντεβού με τον Μότζι στο αεροδρόμιο του Μονακό, όπου γινόταν και το Γκραν Πρι της F1. Ο Λουτσιάνο το είχε ζητήσει. Στο αεροδρόμιο επικρατούσε ένας πανικός, το ασανσέρ είχε χαλάσει και έπρεπε να ανέβουμε και να κατέβουμε κάποιες σκάλες για να πάμε στην αίθουσα VIP όπου ήταν ο Μότζι. Ο Ραϊόλα, μάνατζερ μου, δεν είναι αθλητικός τύπος. Είναι χοντρός. Φορούσε ένα χαβανέζικο σορτς, ένα πουκάμισο, αθλητικά παπούτσια χωρίς κάλτσες και ήταν ιδρωμένος από πάνω μέχρι κάτω... Μπαίνουμε στην αίθουσα και βλέπουμε τον Λουτσιάνο κομψότατο. Με ένα ωραίο κοστούμι, να απολαμβάνει ένα πούρο. Μπορούσες αμέσως να καταλάβεις ότι είναι ένας άνθρωπος με δύναμη, εξουσία, πολύ ισχυρός. Πλησιάζουμε και ο Ραϊόλα του λέει: "Μα καλά, πώς μπορείτε ντυμένος στα μαύρα με τέτοια ζέστη;". Ο Μότζι τον κοίταξε απολύτως σοβαρός και του απάντησε: "Είσαι εδώ για να δίνεις συμβουλές για το στυλ ή για να κάνουμε τη δουλειά;". Από εκείνη τη στιγμή όλα πήραν το δρόμο τους και ήταν θέμα χρόνου η μεταγραφή μου από τον Αγιαξ στη Γιουβέντους», έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του ο Ζλάταν, ο οποίος -για να γίνει αυτή η μεταγραφή- έσπασε τα αποδυτήρια του «Αιαντα» μετά από εντολή του Μότζι.

Θέμα χρόνου, όμως, ήταν και το να έρθει το τέλος. Ο θάνατος των Τζάνι (2003) και Ουμπέρτο Ανιέλι (2004) έκανε πιο ευάλωτο από ποτέ τον γενικό διευθυντή και το καλοκαίρι του 2006 το ιταλικό ποδόσφαιρο τον απέβαλε. Οι εχθροί του, είπαν ότι επιτέλους αποδόθηκε δικαιοσύνη. Ο ίδιος, υποστήριξε ότι είναι μια καλοστημένη φάρσα η οποία θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για το ιταλικό ποδόσφαιρο. Οι ελάχιστοι ουδέτεροι, θεωρούν ότι όλο αυτό έγινε και με την «κερκόπορτα» που άφησε η νέα γενιά της οικογένειας Ανιέλι, η οποία τότε αναλάμβανε τότε την αυτοκρατορία, για δικούς τους επιχειρηματικούς λόγους. Αν πάμε σε αυτό το σενάριο, όμως, θα μπλέξουμε με άλλες ιστορίες. Χειρότερες από αυτές του Lucky Luciano...

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα