Αυτό ήταν ένα δώρο προς όλους τους κανονικούς Ελληνες ποδοσφαιρόφιλους

Αυτό ήταν ένα δώρο προς όλους τους κανονικούς Ελληνες ποδοσφαιρόφιλους

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για ένα ελληνικό ντέρμπι που ήταν “ξένο” με τα ελληνικά ντέρμπι χάρη στην παρουσία των ξένων διαιτητών, των οποίων η παρουσία αποτελεί την μόνη λύση για την εξυγίανση και την βελτίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ηταν όλα φυσιολογικά, λογικά, τέτοια που εξηγούνται με την ποδοσφαιρική λογική, αυτά που έλαβαν χώρα το βράδυ του Σαββάτου στο τερέν του ΟΑΚΑ, εκεί όπου αναμετρήθηκαν οι δύο καλύτερες ελληνικές ομάδες της σεζόν. Ανάμεσα σε δύο ομάδες περίπου ίδιων αγωνιστικών κυβικών, νικήτρια βγήκε αυτή που ζήτησε με πάθος, πείσμα και αφοσίωση την κατάκτηση του κυπέλλου.

Ο ΠΑΟΚ ήταν πολύ θυμωμένος με την ΑΕΚ, διότι ήταν η ΑΕΚ αυτή που έβαλε στο μάτι και προσδιόρισε ως τον μεγάλο του εχθρό κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων. Ο ΠΑΟΚ έχασε το πρωτάθλημα αλλά δεν θέλησε στιγμή να κάνει αυτοκριτική. Δεν μπορούσε ή δεν θέλησε να τα βάλει ούτε με την διοίκηση του ποδοσφαίρου, διότι αυτή έχει προκύψει κυρίως χάρη στη δική του προεκλογική και εκλογική υποστήριξη. Δεν θέλησε να τα βάλει με τη Δικαιοσύνη, δεν μπορούσε, επειδή δεν ήθελε, να τα βάλει με την Κυβέρνηση. Ποιος του έμενε για να θυμώσει; Η ΑΕΚ.

Μια ομάδα την οποία έχει δουλέψει πολύ καλά ο Ραζβάν Λουτσέσκου, όπως κάποιοι αντιλαμβανόμασταν από την αρχή της σεζόν, δεν χρειάστηκε καν να ψάξει για να βρει παράγοντα παρακίνησης για τους ποδοσφαιριστές της ενόψει του τελικού. Ταξίδεψε στην Αθήνα με το μάτι να γυαλίζει, και όλα αυτά τα συναισθήματα, του αδικημένου, μετατράπηκαν σε αγωνιστικό πάθος. Τέτοιο, που αποδείχθηκε ικανό να κρατήσει τον ΠΑΟΚ συγκεντρωμένο και σθεναρό ακόμη και όταν το ματς του έδειχνε να “στραβώνει” με το χαμένο πέναλτι και τις χαμένες κλασικές ευκαιρίες. Ο ΠΑΟΚ έμεινε προσηλωμένος στον στόχο του, απτόητος, επέμεινε να εφαρμόζει το πολύ αποτελεσματικό αγωνιστικό πλάνο του προπονητή του και τελικά έφτασε να μετουσιώσει σε γκολ την υπεροχή του και να κατακτήσει με παρέλαση το τρόπαιο.

Ο τελικός θα ήταν πολύ καλύτερος αν ήταν εκεί και η ΑΕΚ, η οποία χάθηκε περίπου από το 20'ο λεπτό και εμφανίστηκε ξανά, αναιμικά, μόνο στο τελευταίο 15'λεπτο. Στο πρώτο 20'λεπτο και στο τελευταίο 15'λεπτο ήταν εκεί, έστω και αν ήταν μέτρια. Στο υπόλοιπο διάστημα δεν ήταν εκεί. Ηταν μια εντελώς απροετοίμαστη, ψυχικά και πνευματικά, ομάδα, αδειανή από κίνητρα, αδειανή από πάθος, ενέργεια και ένταση στο παιχνίδι της. Τι της συνέβη της ΑΕΚ; Ηταν χορτάτη, από την κατάκτηση του πρωταθλήματος, και δεν κατάφερε να θυμώσει με τον ΠΑΟΚ, επειδή δεν τον είδε σαν εχθρό. Ναι, η ΑΕΚ ένιωθε αδικημένη πέρσι τέτοια εποχή, όταν έχασε το κύπελλο, αλλά ο θυμός της δεν κράτησε διότι μεσολάβησε μεγάλο διάστημα χρόνου και στο μεταξύ η ΑΕΚ κατέκτησε έναν τίτλο που της έλειπε για 24 χρόνια, το πρωτάθλημα. Και δεν κατάφερε να θυμώσει με τον ΠΑΟΚ παρά τα όσα είχε ακούσει από τα πρόσωπα του ΠΑΟΚ μετά το επεισοδιακό ματς του πρωταθλήματος στην Τούμπα.

Αυτός ο τελικός προσέφερε πολύ ουσιαστικά διδάγματα στην ηττημένη ΑΕΚ και στον νικητή ΠΑΟΚ. Η ΑΕΚ έχασε μια ευκαιρία να φτάσει σε ένα νταμπλ μετά από 40 χρόνια, κι αυτό το πάθημα, που πρέπει να την πονάει, προφανώς τη διδάσκει ότι, προκειμένου να διατηρηθεί στο υψηλότερο επίπεδο, θα πρέπει η νοοτροπία της να τη βάζει από ένστικτο στη διαδικασία να γεμίζει την μπαταρία της με κίνητρα. Ναι, σημαντικό ρόλο στη βραδιά του τελικού έπαιξαν και οι άστοχες επιλογές του Μανόλο Χιμένεθ στην ενδεκάδα και το αγωνιστικό πλάνο, είναι και αυτή μια σημαντική εξήγηση για το γεγονός ότι η ΑΕΚ δεν βρήκε ποτέ απαντήσεις στις ερωτήσεις που της έβαλε το αγωνιστικό πλάνο του Λουτσέσκου, αλλά δεν συνέβη λόγω προσώπων και σχηματισμού να μην πηγαίνει ποτέ η ΑΕΚ πρώτη στη μπάλα, να χάνει όλες τις δεύτερες μπάλες, να μην κερδίζει μονομαχίες. Η ΑΕΚ έμεινε στα πανηγύρια του τίτλου. Κι αυτό ο προπονητής της πρέπει να το προλαβαίνει, περισσότερο από όσο κατάφερνε να το προλαβαίνει και να το θεραπεύει κατά τη διάρκεια της σεζόν, όταν συνέβαινε η απόδοση της ΑΕΚ να πέφτει στο επόμενο ματς μετά από μια επιτυχία.

Ο ΠΑΟΚ έδειξε το βράδυ του Σαββάτου τι μπορεί να πετύχει όταν δεν είναι αυτοκαταστροφικός, όταν δεν βλάπτει τον εαυτό του με τη συμπεριφορά του. Στο τερέν του ΟΑΚΑ ο Λουτσέσκου του έδωσε ακόμη μια απόδειξη της ικανότητάς του να φτιάξει μια ομάδα που μπορεί να κυριαρχεί και μακριά από την Τούμπα, και στην Αθήνα. Με όσα έδειξε κατά τη διάρκεια της σεζόν, ο Ρουμάνος έχει φωνάξει ότι αν του δίνουν τα εργαλεία που ζητεί και αν ο μεγαλομέτοχος τον αφήνει να δουλεύει χωρίς παρεμβάσεις, διατάραξη της ηρεμίας των αποδυτηρίων και εισβολές στο τερέν μπορεί να φτιάξει μια ομάδα που θα συμπεριφερθεί από την αρχή της σεζόν όπως συμπεριφέρθηκε στο δεύτερο μισό της. Τούτη τη φορά, που θα έχει προπονητή από την αρχή, ο οποίος μάλιστα θα έχει συμμετοχή στον σχηματισμό του ρόστερ, ο ΠΑΟΚ μπορεί να έχει την προσμονή να δει από την αρχή της σεζόν μια έκδοση ώριμη και έτοιμη για πρωταθλητισμό. Αρκεί να αφήσουν τον προπονητή, ή πιο σωστά να επιβάλουν στον Λουτσέσκου να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο και την προπονητική και να πάψει να συμπεριφέρεται σαν υποψήφιος βουλευτής, διότι διαφορετικά δημιουργεί τον κίνδυνο να προσφέρει στους ποδοσφαιριστές του έτοιμες δικαιολογίες για να αποφεύγουν την αυτοκριτική και να κρύβουν τις δικές τους ευθύνες.

Ολα τα παραπάνω, που ήταν καθαρό ποδόσφαιρο, δεν θα τα είχαμε δει στο τερέν του ΟΑΚΑ αν ήταν Ελληνας ο διαιτητής του τελικού. Διότι δεν θα είχαμε δει ποτέ τους ποδοσφαιριστές σε αυτή την πνευματική και ψυχική κατάσταση, να ασχολούνται μόνο με την μπάλα και τον αντίπαλο και όχι με τους διαιτητές. Δεν θα είχαμε δει ποτέ τους συγκεκριμένους προπονητές να ασχολούνται μόνο, ή έστω κυρίως με το ποδόσφαιρο. Θα είχαμε δει τους πάγκους μέσα στο γήπεδο, ενδεχομένως και οπαδούς εντός τερέν. Και ποιος ξέρει και ποιον άλλο ακόμη...

Το μόνο αφύσικο, για ελληνικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι, στον τελικό του Σαββάτου ήταν η νοοτροπία όλων: ποδοσφαιριστών, πάγκων, παραγόντων, θεατών. Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο σφύριγμα όλοι (εξαιρώ τους κάφρους, επαγγελματίες και μη) ασχολήθηκαν μόνο με το ποδόσφαιρο και όχι με τους διαιτητές. Αυτό που συνέβη το βράδυ του Σαββάτου ήταν ένα θαύμα, που μας συνέβη έστω και πρόχειρα, δηλαδή δυο μέρες πριν από τον τελικό, όταν ο Βίτορ Μέλο Περέιρα αποφάσισε, ή του επετράπη να αποφασίσει, να φέρει ξένους διαιτητές στο ΟΑΚΑ. Αυτή η απόφαση του ποδαριού ήταν η μεγαλύτερη προσφορά του Πορτογάλου αρχιδιαιτητή προς το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ακόμη και αν αποχωρήσει αύριο ο Περέιρα, στις αναμνήσεις μας θα ζει ως ένας αρχιδιαιτητής που πήρε, έστω έτσι, την απόφαση να κάνει αυτό που εδώ και δεκαετίες φάνταζε ως μόνη λύση για την αλλαγή της νοοτροπίας του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Αυτός ο τελικός, από το 1' μέχρι το 90+ (προσοχή, αναφέρομαι μόνο στα όσα έγιναν εντός αγωνιστικού χώρου, για τα υπόλοιπα θα γράψω σε ένα επόμενο σημείωμα) ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσαμε να πάρουμε όσοι αντιλαμβανόμαστε το ελληνικό πρωτάθλημα ως τοξικό και επικίνδυνο για την ψυχική υγεία μας προϊόν. Εχουμε πλέον μια καθαρή απόδειξη στα χέρια. Δεν θεωρητικολογούμε. Δεν υπάρχει απολύτως καμία άλλη λύση για το σημερινό ελληνικό ποδόσφαιρο πλην αυτής της πλήρους παράδοσής του σε ξένους επαγγελματίες που θα αναλάβουν το project της διοργάνωσης των πρωταθλημάτων. Ξένη διοίκηση, ξένοι αρχιδιαιτητές, ξένοι διαιτητές. Για χρόνια. Για καιρό, ώστε να αλλάξουν την ποιότητα και την καθαρότητα του ποδοσφαίρου προκειμένου να πετύχουν έτσι και την αλλαγή της νοοτροπίας των Ελλήνων για το ποδόσφαιρο.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.