Τι μπορεί να σε κρατήσει μακριά από το ΟΑΚΑ το Σάββατο;

Τι μπορεί να σε κρατήσει μακριά από το ΟΑΚΑ το Σάββατο;

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος κοιτάζει την προπώληση των εισιτηρίων του Ελλάδα – Ιταλία και αναρωτιέται αν και πότε θα θυμηθούν οι πολλοί να αγαπήσουν την Εθνική Ομάδα.

To OAKA ως έδρα διεξαγωγής αγώνων της Εθνικής Ομάδας ποδοσφαίρου το ζω από την πρώτη του στιγμή. Ημουν παρών στο πρώτο φιλικό (1982) και το πρώτο επίσημο (1983) παιχνίδι, ήμουν ένας “μικρός για τη μπάλα”, ή ball boy, όπως λέγεται σήμερα ο μικρός για τις μπάλες, στις προπονήσεις της Εθνικής στο πρώτο βοηθητικό γήπεδο ποδοσφαίρου του Σταδίου. Η γειτονιά μου, στο Ηράκλειο, απείχε λιγότερο από 3 χιλιόμετρα από το ΟΑΚΑ κι εγώ εκμεταλλευόμουν την τύχη μου και καβαλούσα το ποδήλατό μου για να ζω τη χαρά του να βλέπω από κοντά τα ινδάλματα των παιδικών μου χρόνων.

Από εκείνα τα χρόνια, μικρό παιδί ακόμη, ταλαιπωρούσα τον πατέρα μου με ερωτήσεις σχετικά με τη μειωμένη προσέλευση του κοινού στα φιλικά και τα επίσημα παιχνίδια της Εθνικής κάθε φορά που η Ομοσπονδία επέλεγε το ΟΑΚΑ. Πότε 1.500, πότε 2.000, πότε 4.000 θεατές, στα πρώτα χρόνια πάντοτε ήμασταν “εμείς κι εμείς” στις κερκίδες. Οχι ότι γέμιζαν οι κερκίδες στα υπόλοιπα γήπεδα της Αθήνας ή των άλλων πόλεων όταν πήγαινε η Εθνική, αλλά στο παιδικό μυαλό μου το ΟΑΚΑ ήταν κάτι άλλο, μεγαλύτερο, ήταν το κέντρο της χώρας σχετικά με τον αθλητισμό και ειδικά το ποδόσφαιρο, και γι' αυτό δυσκολευόμουν πολύ να κατανοήσω για ποιο λόγο χρειάστηκε να περιμένω μέχρι το 1985, για να δω, σε ένα παιχνίδι της προκριματικής φάσης του Μουντιάλ '86, περίπου 40.000 θεατές στο ΟΑΚΑ (Ελλάδα – Πολωνία 1-4).

Τρεισήμισι δεκαετίες αργότερα, με περίπου δυόμισι δεκαετίες αθλητικής δημοσιογραφίας στην πλάτη μου, και κυρίως μετά από μια χρυσή περίπου δεκαπενταετία (2001-2014), ακόμη δυσκολεύομαι πολύ, στα 46 μου, να δώσω στον εαυτό μου τις απαντήσεις που γυρεύω από τα 10 μου χρόνια. Σήμερα, παραμονές του Ελλάδα – Ιταλία κοιτάζω τα στοιχεία της προπώλησης των εισιτηρίων για τον αγώνα του Σαββάτου και δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ και να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ζω σε μια χώρα της οποίας οι ποδοσφαιρόφιλοι δεν δίνουν σημασία στη σχέση τους με την Εθνική Ομάδα.

Πέντε χρόνια ζωής μακριά από την τελική φάση των μεγάλων διοργανώσεων είναι μεγάλο διάστημα. Και γίνεται πλέον ολοφάνερο ότι αυτή η απουσία, που τους κοστίζει και επαγγελματικά, έχει “γράψει” πάνω στους ποδοσφαιριστές της Εθνικής. Οχι μόνο σε αυτούς που πρόλαβαν να ζήσουν μερικά από τα καλά χρόνια και σήμερα τα νοσταλγούν, αλλά και στους μικρότερους, δηλαδή στα παιδιά που έβλεπαν από τηλεοράσεις και κερκίδες τις επιτυχίες και σήμερα μεγαλώνουν με τον καημό να ζήσουν μια διοργάνωση από μέσα και όχι από τον ψηφιακό δέκτη τους. Κι αυτή είναι μια από τις εξηγήσεις για τα πρώτα σημάδια αλλαγής στο κλίμα που επικρατεί στον εσωτερικό κόσμο της Εθνικής Ομάδας, τα οποία είναι ευδιάκριτα στα μάτια κάποιου που παρακολουθεί το περιεχόμενο που επικοινωνείται μέσα από τα social media από την Ομοσπονδία και τους ποδοσφαιριστές. Είναι παραπάνω από νωρίς για να επιχειρήσει κανείς μια κρίση σχετικά με το αν η Εθνική αλλάζει νοοτροπία και ξαναγίνεται Ομάδα, αλλά είναι εμφανής η διάθεση όλων να προσπαθήσουν για την επίτευξη του κοινού στόχου, για το όραμα της παρουσίας της Ελλάδας στην τελική φάση του Euro 2020.

Ολο αυτό το παραπάνω είναι που με κάνει να αναρωτιέμαι σήμερα: βλέπεις την προσπάθεια, είδες τα πρώτα βήματα – δηλαδή τα ματς με το Λιχτενστάιν και τη Βοσνία. Και ξέρεις ότι το Σάββατο πρόκειται να βρίσκεται στο ΟΑΚΑ η Εθνική Ιταλίας, δηλαδή μια από τις πιο “μεγάλες” ευρωπαϊκές δυνάμεις του ποδοσφαίρου, με ελκυστικά ονόματα στην σύνθεσή της. Γνωρίζεις επίσης τις τιμές των εισιτηρίων (10€, 15€ και 20€), και ξέρεις ότι μπορείς να προμηθευτείς εισιτήρια και για το ματς με την Αρμενία στη μισή τιμή. Με όλα αυτά τα δεδομένα, αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, τι μπορεί να σε κρατήσει μακριά από το ΟΑΚΑ το Σάββατο; Αν δεν είναι αυτός ένας αγώνας για να δώσεις στα παιδιά σου τη χαρά μιας καλής γηπεδικής εμπειρίας σε ασφαλείς και πολιτισμένες συνθήκες, ποιος μπορεί να είναι;

Αν περιμένεις να σου τάξουν τη νίκη, για να πας να την πανηγυρίσεις, δεν απευθύνομαι σε εσένα. Αν περιμένεις την Εθνική να παίξει το ποδόσφαιρο της Μάντσεστερ Σίτι ή της Λίβερπουλ για να πας στο γήπεδο, δεν απευθύνομαι σε εσένα. Αν περιμένεις τη γέννηση του Ελληνα Μέσι ή του Ελληνα Κριστιάνο Ρονάλντο για να πας στο γήπεδο, δεν απευθύνομαι σε εσένα. Εσύ, που βρίσκεις νόημα να πηγαίνεις να δεις ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο επειδή θέλεις να είσαι κοντά στην ομάδα του τόπου σου, ή εσύ που βρίσκεις νόημα να πηγαίνεις σε χαμηλότερες της Superleague κατηγορίες επειδή θέλεις να στηρίζεις την αγαπημένη σου ομάδα, ή εσύ που θέλεις να πηγαίνεις στο γήπεδο αλλά το έκοψες για λόγους αισθητικής, όλοι εσείς είστε που έχω στο μυαλό όταν απευθύνω τις ερωτήσεις. Πώς γίνεται να μη βρίσκετε διάθεση ή και χαρά στην παρουσία στο γήπεδο σε έναν αγώνα της Εθνικής Ομάδας, ανεξάρτητα από την ποιότητα του θεάματος που αυτή παράγει ή θα παράξει;

Αν έχεις διαβάσει το "Εξηγώντας το θαύμα" και το βρήκες ωφέλιμο, βοήθησε με την ψήφο σου τη διάδοσή του!

Στη διάρκεια της πορείας μου στην αθλητική δημοσιογραφία και ειδικά στην περίπου 15ετία που έχω πίσω μου σε επιτελικές θέσεις έχω κάνει αμέτρητες φορές κριτική στον εαυτό μου για την στάση του Μέσου, στο οποίο εργαζόμουν ή εργάζομαι, απέναντι στην Εθνική Ομάδα. Είναι όμως περισσότερες οι φορές που έχω εκ των υστέρων διαπιστώσει ότι, για λόγους που δεν χωρούν σε ένα σημείωμα, η ελληνική ποδοσφαιρική κοινωνία κουβαλά μυαλό που δεν αντιδρά στο ερέθισμα της Εθνικής Ομάδας. Η Εθνική “πούλησε” μόνο το καλοκαίρι του 2004, και σε κάποιες στιγμές του 2008, του 2010, του 2012, του 2014. Για την Ελλάδα η Εθνική, ακόμη και στην χρυσή 15ετία της, ήταν διαχρονικά ζήτημα highlights. Και πάνω που πήγαινε να μεγαλώσει τη βάση των “πιστών” της, δηλαδή των τακτικών θαμώνων στους αγώνες της, ήρθε η λαίλαπα της περιόδου 2014-2016 για να τα διαλύσει όλα και να διώξει και τον κόσμο.

Για να αγαπάς την Εθνική σου, σε μια σχέση που δεν ορίζεται από το αποτέλεσμα του προηγούμενου αγώνα, πρέπει να αγαπάς την πατρίδα σου, λένε. Εχω πια την ροπή να το ενστερνιστώ. Στο δικό μου μυαλό η επιθυμία να βρεθώ στο γήπεδο – έδρα ενός αγώνα της Εθνικής δεν εξαρτιόταν ποτέ από το αποτέλεσμα του προηγούμενου αγώνα, την πορεία σε μια προκριματική φάση, το ονοματεπώνυμο του προπονητή ή του προέδρου της ομοσπονδίας, τον σέντερ φορ ή το δεκάρι. Ηθελα πάντα να είμαι εκεί. Χαιρόμουν να είμαι εκεί. Και ήλπιζα πάντα ότι το ίδιο συνέβαινε με τον διπλανό μου. Και περιμένω να δω πόσους θα συναντήσω το Σάββατο στο ΟΑΚΑ. Ναι, είμαστε μειοψηφία στην Ελλάδα, αλλά δεν είμαστε αρκετοί ούτε για να μισογεμίσουμε το Στάδιο;

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.