Είναι η στιγμή να γίνει πιο απαιτητικός ο Ουζουνίδης

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Είναι η στιγμή να γίνει πιο απαιτητικός ο Ουζουνίδης

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει το ωριμότερο παιχνίδι της ΑΕΚ στο Champions League και σημειώνει την ανάγκη να ζητήσει ο προπονητής της περισσότερα από την ομάδα του στα δύο τελευταία παιχνίδια αν θέλει να τη δει – και να το δείξει σε όλους – να συνεχίσει να βελτιώνεται.

Ρεάλ Μπέτις – Μίλαν με πριμ 5%*, ακόμα καλύτερες αποδόσεις και 190+ ειδικά στοιχήματα! (21+) * Ισχύουν Οροι και Προϋποθέσεις

Στον καιρό της κλήρωσης για τη φάση των ομίλων του Champions League ο Μαρίνος Ουζουνίδης έβαζε τον στόχο, τον οριοθετούσε για την ομάδα του με αυτό το “να είμαστε ανταγωνιστικοί”. Δεν θα ήταν ρεαλιστικό για μια ομάδα που επέστρεφε μετά από 12 χρόνια στην κορυφαία διοργάνωση και δεν αναβάθμισε το περασμένο καλοκαίρι το ρόστερ της με ποδοσφαιριστές που έχουν παραστάσεις Champions League να σηκώσει ψηλότερα το βλέμμα της και να βάλει ψηλότερα τον πήχη απέναντι σε Μπάγερν, Αγιαξ, Μπενφίκα. Δεν θα είχε τύχη ο προπονητής να μανατζάρει αποτελεσματικά το ανθρώπινο δυναμικό του αν έβαζε έναν στόχο που δεν θα έπειθε τα αποδυτήρια ότι είναι ρεαλιστικός. Είναι ένα από τα βασικά λάθη που γίνονται από τους leaders στο man management. Ο Ουζουνίδης δεν το έκανε.

Στα μάτια ενός προπονητή που σήμερα συμπληρώνει τρίμηνο από το πρώτο επίσημο παιχνίδι του στον πάγκο της, αυτό που του έχει δείξει η ομάδα του κατά την πορεία της στα πρώτα τέσσερα ματς της φάσης των ομίλων του Champions League μοιάζει με πρόοδο. Στο Μόναχο, στην Allianz Arena, στο κατά τεκμήριο δυσκολότερο παιχνίδι που είχε/έχει να δώσει σε αυτή τη φάση, η ΑΕΚ συμπεριφέρθηκε καλύτερα, συγκριτικά με τη συμπεριφορά της στα προηγούμενα τρία βήματά της στην διοργάνωση. Μπήκε στο ματς με τον λιγότερο εκνευρισμό που είχε ποτέ σε εκκίνηση παιχνιδιού της διοργάνωσης, και γι' αυτό κατάφερε στο πρώτο ημίχρονο να έχει τη μεγαλύτερη ακρίβεια που είχε ποτέ στις μεταβιβάσεις σε αυτό το διάστημα του παιχνιδιού, με συνέπεια να κρατήσει και τη μπάλα περισσότερο συγκριτικά με την κατοχή που είχε κάνει στο αντίστοιχο διάστημα του πρώτου εκτός έδρας αγώνα της, στο Αμστερνταμ, αλλά και στο α' ημίχρονο του ματς με την Μπάγερν στο ΟΑΚΑ. Κι αν κανείς αναλογιστεί ότι όλα αυτά συνέβαιναν στο Μόναχο απέναντι στην Μπάγερν και σε μια ΑΕΚ που είχε αλλάξει σχηματισμό και έπαιζε για πρώτη φορά με αυτόν τον προπονητή με τρεις κεντρικούς αμυντικούς συνειδητοποιεί ότι στην εξέλιξη των περίπου πενήντα ημερών από το πρώτο της ματς στη διοργάνωση η ΑΕΚ άρχισε να ωριμάζει και να εξοικειώνεται με το Champions League.

Ολα αυτά όμως στα μάτια των πολλών, δηλαδή των media και των φιλάθλων, αναδεικνύονται και αποκτούν σημασία μόνο αν συνοδεύονται από αποτέλεσμα. Στην Allianz Arena, με το σχέδιο που ακολούθησε η ΑΕΚ δεν μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερες από τις 15 επιθέσεις που έφτιαξε. Σε άλλες ομάδες αυτός ο αριθμός επιθέσεων έχει αποδειχθεί αρκετός για να φέρει αποτέλεσμα, επειδή καταφέρνουν να τις ολοκληρώσουν με τελική προσπάθεια και να επιδείξουν αποτελεσματικότητα. Σε 15 επιθέσεις η ΑΕΚ κατάφερε να φτάσει σε 2 τελικές προσπάθειες, κι αυτές εκτός στόχου. Με εξαίρεση την κεφαλιά του Λαμπρόπουλου στο 5', σε κάθε επιθετική προσπάθεια της ΑΕΚ συνειδητοποιούσες ότι το “πιστεύω” και το “απαιτώ από τον εαυτό μου” των ποδοσφαιριστών της ΑΕΚ ήταν σχετικό με το αμυντικό μέρος του αγωνιστικού πλάνου, όχι με το δημιουργικό και το εκτελεστικό. Στην ολιγωρία του Πόνσε από την πάσα του Μπακάκη στο 11', στο κακό κοντρόλ του Μάνταλου στο 26' το ένιωθες ότι οι Κιτρινόμαυροι δεν είχαν το θάρρος να γίνουν απειλητικοί. Κι αυτό το νιώθει πάντα ο αντίπαλος, ειδικά όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστές με την εμπειρία του Χούμελς, του Μπόατενγκ, του Νόιερ, του Αλάμπα. Ναι, ουδείς θα μπορούσε να απαιτήσει από ποδοσφαιριστές χωρίς ανάλογες παραστάσεις να έχουν τον τρόπο να αντλήσουν θάρρος σε μια διαδικασία εσωτερική, διότι απέναντι είχαν την Μπάγερν, αλλά όχι, στο εξής δεν μπορεί να τους ζητείται από τον προπονητή τους μόνο αυτό, δηλαδή το να μη χάνουν τη συγκέντρωσή τους και να μην ρίχνουν την ένταση του παιχνιδιού τους. Μέχρι εδώ ήταν αυτά, τα αυτονόητα του Champions League, τα βασικά ζητούμενα. Και γι' αυτό η ΑΕΚ μπορεί να νιώθει ικανοποιημένη από τον εαυτό της που δεν έχασε τη συγκέντρωσή της και δεν βγήκε από τον ρυθμό του ματς στο Μόναχο, και τελικώς νικήθηκε μόνο από το σημείο του πέναλτι και μια εύνοια της τύχης με την πρόσκρουση της μπάλας στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Μπακάκη σε μια στατική φάση. Αν όμως θέλει η ΑΕΚ να εξελιχθεί, να μεγαλώσει με όρους αγωνιστικούς και να φτάσει το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου, όταν θα έχει ολοκληρώσει τους αγώνες της, στη θέση να μπορεί να κοιτάξει πίσω και να νιώσει ικανοποίηση, ο προπονητής πρέπει να ζητήσει περισσότερα: μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην ανασταλτική και τη δημιουργική δράση, φυσικά πάντα μέσα από ένα συντηρητικό αγωνιστικό πλάνο, δεδομένου ότι πρόκειται να αντιμετωπίσει δύο καλές ομάδες της διοργάνωσης.

Στο Μόναχο η ΑΕΚ φάνηκε “λίγη” δημιουργικά επειδή δεν έχει την μπαταρία για να βγάλει την απαιτούμενη ενέργεια για να πάρει περισσότερα μέσα από από αυτό το αγωνιστικό πλάνο που είχε. Η ΑΕΚ έτρεξε συνολικά στο τερέν της Allianz Arena ακριβώς όσο και η αντίπαλός της (110,12 χλμ.). Με το ίδιο τρέξιμο, η ΑΕΚ έφτιαξε 15 επιθέσεις και η Μπάγερν 57, διότι η ΑΕΚ ήταν στημένη στο τελευταίο 1/4 του τερέν, δηλαδή στην άμυνά της, ενώ η Μπάγερν ήταν στημένη έξω από την περιοχή της αντιπάλου της. Με το ίδιο τρέξιμο, χάρη στην ακρίβεια του passing game της (89%), η Μπάγερν ολοκλήρωσε 528 πάσες · η ΑΕΚ 291. Για να έκανε περισσότερα, η ΑΕΚ έπρεπε να τρέξει πολύ περισσότερο από την Μπάγερν. Και ο Ουζουνίδης, που αμφέβαλε για το αν έχει τόση μπαταρία η ομάδα του, επειδή την είχε δει να “σκάει”, δηλαδή να κουράζει πολύ το μυαλό και το σώμα της στο ΟΑΚΑ και να “κλατάρει” στο 61' – 63', δηλαδή αμέσως μόλις προσπάθησε, για 15' λεπτά, από την αρχή του β' ημιχρόνου να τρέξει “πάνω – κάτω” ώστε να αποκτήσει ισορροπία ανάμεσα σε ανασταλτική και δημιουργική δράση, επέλεξε το βράδυ της Τετάρτης να κρατήσει πίσω την ΑΕΚ. Η στρατηγική του ήταν να φτάσει το ματς στο 1-0 μέχρι το 80' και να κάνει τότε αυτό που έκανε στην αρχή του β' ημιχρόνου στο ΟΑΚΑ. Να βγεί μπροστά. Κι ήρθε το δεύτερο χτύπημα του Λεβαντόφσκι στο 71' για να σβήσει το ματς και να στείλει στο καλάθι το σχέδιο του προπονητή της ΑΕΚ.

Στη λήξη του ματς στο Μόναχο, ο Ουζουνίδης στήθηκε μπροστά στην κάμερα της CosmoteTV για να βάλει ξανά τον “να είμαστε ανταγωνιστικοί” αόριστο στόχο ενόψει των δύο τελευταίων αγώνων στο Champions League. Βελτίωση δεν έρχεται όταν δεν ανεβαίνει ο πήχης, είναι βασικός κανόνας του man management αυτός. Αν θέλει να πάρει περισσότερα, και να παίξει με τις πιθανότητές του για να φέρει βαθμούς στην ΑΕΚ, ο προπονητής της πρέπει να γίνει πιο απαιτητικός από την ομάδα του στα δύο τελευταία παιχνίδια. Δίχως όμως να ξεχάσει ποτέ ότι πρόκειται για ματς επιπέδου Champions League, τα οποία απαιτούν να μην είναι πολύ θαρραλέα η αλλαγή των ρυθμίσεων της ομάδας του, διότι διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν συνθήκες σαν αυτές που βρήκε η ΑΕΚ στο Αμστερνταμ μετά το 77' και στο ΟΑΚΑ απέναντι στην Μπενφίκα μετά το 15'. Σε τέτοιες συνθήκες, αν η ΑΕΚ δεν είναι προσεκτική, μπορεί το “μπροστά” να αποδειχθεί φτωχότερο από αυτό που έχει πίσω της στο Champions League και το τέλος της φάσης των ομίλων να την βρει να νιώθει ότι δεν δικαιολόγησε την παρουσία της.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.