Αρνούνται, ακόμη και στα 45+, να χάσουν

Αρνούνται, ακόμη και στα 45+, να χάσουν

Αρνούνται, ακόμη και στα 45+, να χάσουν

bet365

Μαγεμένος από μια ακόμη εμπειρία συνεύρεσης με την Ελλάδα 2004, ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την ειδοποιό διαφορά αυτής της γενιάς των Ελλήνων ποδοσφαιριστών από τις προηγούμενες και τις επόμενες: την νοοτροπία του νικητή.

Το ματς στο Παγκρήτιο ανάμεσα στην Euro 2004 Ελλάδα και την Inter forever, το βράδυ της Τετάρτης, είχε φτάσει περίπου στο 80'ο λεπτό. Οι περίπου 20 χιλιάδες θεατές περίμεναν την λήξη του, για να παρακολουθήσουν την πιο ψυχαγωγική τελευταία πίστα αυτού το ματς, τα πέναλτι, αφού οι δύο ομάδες έμεναν στο 1-1. Για πολύ καλή μου τύχη αυτή τη βραδιά την έζησα από τον αγωνιστικό χώρο, εκεί όπου βρισκόμουν για την κάλυψη αυτής της υπέρλαμπρης γιορτής από την CosmoteTV. Για πολύ καλή μου τύχη, αφού στο Παγκρήτιο πήρα πολλά μαθήματα, σε αρκετά εκ των οποίων θα αναφερθώ στα επόμενα σημειώματά μου. Σήμερα όμως επέλεξα να μιλήσω μόνο για αυτό που μου έκανε, για ακόμη μια φορά, τη μεγαλύτερη εντύπωση: τη νοοτροπία του πρωταθλητή.

Εκεί, στο 80' λεπτό, που αρκετοί από τους περίπου 45ρηδες σήμερα ποδοσφαιριστές έμεναν από φυσικές δυνάμεις και έπαιρναν τα ρίσκα τους να υποστούν όχι μόνο μυϊκούς τραυματισμούς, που θα τους ταλαιπωρούσαν για εβδομάδες, αλλά και τραυματισμούς βαρύτερης μορφής, ο Ζαγοράκης και ο Μπασινάς επιχειρούσαν να τραβήξουν τους συμπαίκτες με την λύσσα τους για το δεύτερο, το νικητήριο γκολ. Και την ίδια ώρα ο Ζανέτι έκανε τη μία κούρσα πίσω από την άλλη, επιχειρώντας να περάσει τους πάντες για να φτάσει στο γκολ, και ο 53χρονος Τζουζέπε Μπέργκομι έκανε το ένα σπριντ πίσω από το άλλο, έβγαινε στην πλάτη του Ζανέτι και έκανε κίνηση φορ ζητώντας την μπάλα για να βάλει το γκολ. Κάπου εκεί, ένα – δύο λεπτά προτού σφυρίξει ο Τάσος Κάκος τη λήξη, ο Τραϊανός Δέλλας, που είχε μόλις σηκωθεί από ένα τάκλιν και έχανε την ανάσα του από τους πόνους στους μυς και τις αρθρώσεις, αυτούς που όταν περνάς τα 40 σε χτυπούν με μεγαλύτερη λύσσα όσο καλά/συχνά/σωστά κι αν γυμνάζεσαι, ζητούσε με νοήματα από τον Οτο Ρεχάγκελ να αντικατασταθεί. “Δεν μπορεί” φώναξε ο Ζαγοράκης προς τον πάγκο δείχνοντας τον Δέλλα. Κι ενώ ο Γιάννης Τοπαλίδης ζητούσε από τον Γιούρκα Σεϊταρίδη να σηκωθεί για να ξαναπεράσει στο ματς και να παίξει στη θέση του, ο Δέλλας με μια κραυγή και ένα νεύμα ζήτησε να μείνει στο ματς. Η λαχτάρα του να ολοκληρώσει τον αγώνα, να μείνει όρθιος, να βοηθήσει την ομάδα του, να μη νικηθεί από την κόπωση και τον αντίπαλο δεν τον άφηνε να κάνει αυτό που στο δικό μου μυαλό θα έδειχνε ως αυτονόητο, και προτού ακόμη περάσω τα 40 μου χρόνια, ως επιλογή: να προστατέψω τον εαυτό μου, τον οργανισμό μου, το σώμα μου, και να βάλω όλες αυτές τις έγνοιες πάνω από την έγνοια μου να μη χάσει η ομάδα μου σε έναν φιλανθρωπικό αγώνα μεταξύ πρώην ποδοσφαιριστών.

Ακριβώς αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον ερασιτέχνη αλλά και τον μέσο επαγγελματία ποδοσφαιριστή και αυτή τη γενιά των Ελλήνων ποδοσφαιριστών: η νοοτροπία. Αυτή η άρνησή τους να τα παρατήσουν, η άρνησή τους να χάσουν, αυτές ήταν διαχρονικά, από το 2001, οι κινητήριες δυνάμεις τους κάθε φορά που επιτύγχαναν μια υπέρβαση. Αυτό και η ομαδικότητα ήταν τα πιο βασικά συστατικά της χρυσής συνταγής.

Θα σου φανεί υπερβολικό, όμως είναι ακριβώς έτσι: αυτοί οι “άντρες”, όπως τους βάφτισε χθες ο Ρεχάγκελ σε μια συναισθηματική ομιλία που τους έκανε, στην πρώτη τους αντάμωση για αγώνα από τότε που αποχώρησε, πριν από 7 χρόνια, από τον πάγκο της Ελλάδας, δεν ... ανέχονται ούτε σήμερα να πάρουν “στην πλάκα” έναν ποδοσφαιρικό αγώνα με συνομήλικους ή και μεγαλύτερης ηλικίας αντιπάλους. Και δεν ανέχονται να παίξουν “για πλάκα” ούτε όταν απέναντι έχουν ενεργούς ποδοσφαιριστές μικρότερης ηλικίας. Δεν υπάρχει “για πλάκα” για αυτούς, διότι έμαθαν να σταματούν την πλάκα πριν από το πρώτο σφύριγμα του διαιτητή και να τη συνεχίζουν μετά το τελευταίο. Και την ίδια ακριβώς στάση ζωής είχαν στο Παγκρήτιο ο Ζανέτι και τα υπόλοιπα μέλη της Ιντερ που κατέκτησε το Champions League 2010, την ίδια στάση είχε ο τεράστιος Τζουζέπε Μπέργκομι, την ίδια στάση είχε ο Γρηγόρης Γεωργάτος. Κι είναι αυτή η κύρια εξήγηση, η κύρια απάντηση στην “γιατί αυτοί κατάφεραν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε άλλους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές της γενιάς τους και να πετύχουν;” ερώτηση. Αυτή η άρνηση να ηττηθούν, να τα παρατήσουν, να εγκαταλείψουν, να λυγίσουν. Αυτή η μόνιμη ρύθμιση που έχει ο κινητήρας τους να αποδίδει πάντοτε στα “κόκκινα” και να μη χαμηλώνει τις στροφές για να κάνει συντήρηση και να προστατευθεί από τις φθορές που προκαλεί η διαρκής λειτουργία στο μάξιμουμ. Αυτή η άρνηση να “παίξουν για πλάκα”, να πάρουν στην πλάκα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Από το πρωί της Τρίτης μέχρι το απόγευμα της Τετάρτης οι Ελληνες και οι “Ιταλοί” έγιναν φίλοι. Εκαναν παρέα, ήπιαν μαζί καφέδες και ποτά, γευμάτισαν και δείπνησαν μαζί, βόλταραν μαζί, αστειεύτηκαν, γέλασαν, ξεκαρδίστηκαν. Μέχρι την έναρξη του παιχνιδιού, όταν η κλωτσιά, το τζαρτζάρισμα, και τα σκληρά μαρκαρίσματα έπεφταν σύννεφο ανάμεσα σε γκριζομάλληδες πρώην ποδοσφαιριστές που ήξεραν ότι ρισκάρουν έναν τραυματισμό που θα φέρει προβλήματα στην φυσική ζωή τους. Μετά από τη λήξη του παιχνιδιού, Ελληνες και “Ιταλοί” όχι μόνο ξανάγιναν παρέα, αλλά έφτασαν να γλεντούν και να παρακολουθούν αγκαλιασμένοι τους Κρητικούς χορευτές που μάγεψαν Ελληνες και ξένους με το πεντοζάλι τους και τους υπόλοιπους αρσενικούς χορούς τους. Και σήμερα το πρωί, όταν αποχωρίστηκαν, το έκαναν με αγκαλιές ανάμεσα σε φίλους και υποσχέσεις για μια επόμενη συνάντηση. Επί τρεις ημέρες συμπεριφέρθηκαν με αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση, ακόμη και με φιλικό ενθουσιασμό. Στο περίπου 85'λεπτο όμως έπεσαν κορμιά. Διότι και οι μεν και οι δε ήταν και παραμένουν πρωταθλητές. Δεν ξέρουν πώς παίζεται αλλιώς αυτό το παιχνίδι. Και δεν θα μάθουν ποτέ.

Θυμάμαι πάρα πολύ καλά ένα από τα πρώτα συμπεράσματα – σλόγκαν που έβγαζαν οι καλοί αλλοδαποί προπονητές που εργάστηκαν σε ελληνικές ομάδες στην προ Ρεχάγκελ εποχή, το σχετικό με τη νοοτροπία του Ελληνα ποδοσφαιριστή. Αυτό το “ο Ελληνας ποδοσφαιριστής έχει το κουσούρι να σταματά την προσπάθεια μετά από μια καλή ενέργεια, ένα γκολ, μια καλή πάσα, ένα καλό κόψιμο. Είναι σαν να νομίζει ότι με μια καλή ενέργεια έχει ολοκληρώσει την αποστολή του και μπορεί να χαλαρώσει, ή είναι σαν να νομίζει ότι με μια καλή ενέργεια αγοράζει το δικαίωμα να κάνει έπειτα δύο – τρία μαζεμένα λάθη που θα περάσουν απαρατήρητα και ατιμώρητα. Αυτή η αγωνιστική νοοτροπία, η ελαφρομυαλιά είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των ελληνικών ομάδων”. Ακριβώς αυτή ήταν/είναι η μεγαλύτερη προσφορά του Ρεχάγκελ στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ναι, όπως μας είπε και χθες, στάθηκε πολύ τυχερός που πήρε στα χέρια του μια χρυσή φουρνιά Ελλήνων ποδοσφαιριστών, πολλοί εκ των οποίων είχαν φύγει στο εξωτερικό και είχαν ξεφύγει από τις ελληνικές ποδοσφαιριστές αντιλήψεις. Δίχως τον Ρεχάγκελ όμως η Εθνική δεν θα είχε αλλάξει νοοτροπία, για λόγους που έχουν αναλυθεί διεξοδικά στο παρελθόν.

Αυτή η νοοτροπία θα ήταν η μόνη αποσκευή που θα ήθελα να βάλω στο αεροσκάφος που μετέφερε σήμερα την αποστολή της Εθνικής ομάδας στο Σεράγεβο για τον αυριανό “τελικό” της Ελλάδας με τη Βοσνία για την πρόκριση στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018. Η σημερινή Εθνική έχει κάνει βήματα προόδου, έχει αρχίσει να διαμορφώνει και να επιδεικνύει χαρακτήρα και μέταλλο ομάδας που ξεσυνηθίζει τη ρουτίνα ζωής με αρνητικά αποτελέσματα και αποτυχίες, έχει αρχίσει να βγάζει εγωισμό, έχει αρχίσει να δείχνει ότι ξεκίνησε αυτή την προκριματική φάση θυμωμένη με τον εαυτό της, αυτόν που είχε δείξει στην προκριματική φάση του Euro 2016, και αποφασισμένη να αλλάξει εαυτό και να ξαναγίνει ο παλιός καλός εαυτός της. Την Παρασκευή όμως είναι που αποφασίζει αν πράγματι θα αρνηθεί να ηττηθεί. Την Παρασκευή στη Ζένιτσα είναι που πρέπει να δείξει, πρώτα στον εαυτό της και μετά σε όλους εμάς, ότι είναι αποφασισμένη να κάνει υπέρβαση, διότι υπέρβαση είναι το ζητούμενο, για να προκριθεί στο Μουντιάλ. Και δεν αναφέρομαι στο αποτέλεσμα, αλλά στην εικόνα που θα εκπέμψει από το Bilino Polje.

Εχω πολύ πρόσφατα αναφερθεί στα ουσιαστικά βήματα που έχει δείξει ότι κάνει ο Μίκαελ Σκίμπε για να αλλάξει τη νοοτροπία της Εθνικής που παρέλαβε και να την ξανακάνει ομάδα. Στη θέση του θα είχα ήδη ζητήσει από την Ομοσπονδία να μου εξασφαλίσει το video του αγώνα της Euro 2004 ομάδας με την InterForEver, για να δείξω τα τάκλιν του Ζαγοράκη, του Νταμπίζα, του Μπασινά, του Δέλλα, του Σεϊταρίδη, την ορμή του Καραγκούνη, τον ζήλο και την αυταπάρνηση όλων όσων έπαιξαν το απόγευμα της Τετάρτης στο Παγκρήτιο. Για να δείξω τα παραδείγματα και να εμπνεύσω, να παρακινήσω συναισθηματικά και να προετοιμάσω αποτελεσματικά, ψυχικά, τους σημερινούς ποδοσφαιριστές.

Οχι, όλοι αυτοί δεν ζουν με ψευδαισθήσεις, δεν νομίζουν ότι μπορούν στα 45 να παίζουν όπως έπαιζαν στα 30. Δεν προσπαθούν να νικήσουν τον χρόνο. Κάνουν απλώς αυτό που έμαθαν να κάνουν: παλεύουν ακόμη και στα 45 για τη νίκη, δεν συμβιβάζονται με την ήττα, βγάζουν την ψυχή τους και την αφήνουν στο τερέν, και βγαίνουν από τον αγωνιστικό χώρο με το κεφάλι ψηλά ακόμη και αν το πρόσωπο είναι χαρακωμένο από τις ρυτίδες που προκαλούν οι σωματικοί πόνοι ή από τα συναισθήματα που τους προκαλεί η απώλεια της νίκης.

“Τους είπα στα αποδυτήρια ότι πλέον έχουν περάσει σε άλλη φάση, στη φάση της πραγματικής ζωής, έχουν πάψει να είναι παιδιά και να φορούν τα σορτσάκια και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια και είναι άντρες, που έχουν αλλάξει αντίπαλο και αντιμετωπίζουν πλέον την πραγματική ζωή”, μας είπε το βράδυ της Τετάρτης στο Παγκρήτιο ο Ρεχάγκελ. Κι είναι ακριβώς αυτό το μεγαλύτερο δώρο του προς “τα παιδιά του”: τους βοήθησε να γίνουν άντρες που αρνούνται να χάσουν, όσο δύσκολος και αν είναι ο αντίπαλος. Και το καλό είναι ότι αρκετούς από αυτούς έχει καταφέρει να τους κάνει “αποστόλους” του. Κι έτσι όσα παιδιά έχουν την τύχη να μαθαίνουν ποδόσφαιρο κοντά τους, ανατρέφονται με αυτή τη νοοτροπία: του πρωταθλητή.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.