Ο Σνόουντεν καταλαμβάνει τη μεγάλη οθόνη (vid)

Gazzetta team
Ο Σνόουντεν καταλαμβάνει τη μεγάλη οθόνη (vid)
Η ιστορία μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του 21ου αιώνα μέσα από τη ματιά του Όλιβερ Στόουν.

Από τον βραβευμένο τρεις φορές με Oscar Όλιβερ Στόουν, έρχεται η ταινία ΣΝΟΟΥΝΤΕΝ, μια καθηλωτική προσωπική ματιά σε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 21ου αιώνα, τον άνθρωπο που έβγαλε στη δημοσιότητα το θέμα για την ύπαρξη προγραμμάτων μαζικής παρακολούθησης που διενεργούσε το αμερικανικό κράτος.

Το 2013, ο Έντουαρντ Σνόουντεν (Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) αφήνει κρυφά τη δουλειά του στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (National Security Agency, NSA) των ΗΠΑ και πετά στο Χονγκ Κονγκ για να συναντηθεί με τους δημοσιογράφους Γκλεν Γκρίνγουολντ, (Ζάκαρι Κουίντο) και Ίβεν Μακάσκιλ (Τομ Γουίλκινσον), αλλά και τη σκηνοθέτιδα Λάουρα Πουατράς (Μελίσα Λίο). Ο Σνόουντεν, ο οποίος εργαζόταν για την NSA και την CIA ως υψηλόβαθμος τεχνικός διαχειριστής ηλεκτρονικών συστημάτων, ανακαλύπτει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρακολουθεί όλες τις ψηφιακές επικοινωνίες - όχι μόνο ξένων κυβερνήσεων και τρομοκρατικών ομάδων, αλλά και των απλών Αμερικανών. Απογοητευμένος από τη δουλειά του, συγκεντρώνει σχολαστικά εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα που αποκαλύπτουν την πλήρη έκταση των υποκλοπών, εγκαταλείπει την αγαπημένη του Λίντσεϊ Μιλς (Σαϊλίν Γούντλι) και βρίσκει το θάρρος να ακολουθήσει την προσωπική ηθική και τις αρχές του.

Η ταινία Σνόουντεν ανοίγει την πόρτα στη συγκλονιστική ιστορία του Έντουαρντ ΣΝΟΟΥΝΤΕΝ, εξετάζοντας τη μεταστροφή ενός συντηρητικού νεαρού πατριώτη. Ταυτόχρονα, θέτει προκλητικές ερωτήσεις σχετικά με το ποιες ελευθερίες είμαστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψουμε ως πολίτες, προκειμένου να αφεθούμε στην κρατική προστασία.

Η ταινία είναι βασισμένη στα βιβλία «Time of the Octopus» του δικηγόρου του Snowden, Ανατόλι Κουτσερένα και «Φάκελος Σνόουντεν: Η Ιστορία του Νο 1 Καταζητούμενου Ανθρώπου στον Κόσμο», του δημοσιογράφου του Guardian, Λουκ Χάρντινγκ (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Στις διάσημες ταινίες του, Platoon, JFK, Natural Born Killers και Wall Street, ο Όλιβερ Στόουν προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει σημαντικές στιγμές της αμερικανικής ιστορίας και κουλτούρας, αντιμετωπίζοντας με τόλμη αμφιλεγόμενα θέματα. Η ιστορία του Έντουαρντ Σνόουντεν ήταν κομμένη και ραμμένη για το ατρόμητο σκηνοθετικό μάτι του Στόουν, με την προϋπόθεση ότι θα προσέθετε κάτι νέο σε επίπεδο πληροφόρησης γύρω από το θέμα. Είχε ήδη κυκλοφορήσει ένα βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ, που κατέγραφε την πορεία του Σνόουντεν, καθώς και αρκετά βιβλία σχετικά με το θέμα. Εκείνος αποφάσισε να διερευνήσει το τι συνέβαινε στο μυαλό του Εντ, τι τον ώθησε στις αποκαλύψεις, το αν είχε συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα των κινήσεων του από την αρχή.

Ο Ανατολάι Κουτσερένα, ο Ρώσος δικηγόρος του Έντουαρντ Σνόουντεν είχε ήδη προσεγγίσει τον Μόριτζ Μπόρμαν, που ήταν για πολλά χρόνια παραγωγός στις ταινίες του Στόουν. Ο Κουτσερένα είχε γράψει μια μυθιστορηματική εκδοχή της ιστορίας και ήθελε να δει αν υπήρχε ενδιαφέρον να γυριστεί σε ταινία μεγάλου μήκους. Μετά από κάποιες αρχικές συζητήσεις με τον Κουτσερένα, ο Στόουν ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου και συναντήθηκε με τον ίδιο τον Σνόουντεν.

Με τη συνεργασία του Σνόουντεν, ο Στόουν άρχισε να επεξεργάζεται το σενάριο μαζί με τον Κίραν Φίτστζεραλντ, τον ταλαντούχο νεαρό σεναριογράφο της ταινίας The Homesman του Tommy Lee Jones, ο οποίος είχε ξανασυνεργαστεί με τον Στόουν στην κινηματογραφική προσαρμογή του μυθιστορήματος The Army of the Republic της Stuart Cohen. Εντελώς συμπτωματικά, ο Φιτζέραλντ ήταν εκείνο το διάστημα στο Βερολίνο και εργαζόταν πάνω σε έναν πιλότο για το κανάλι HBO, που είχε ως θέμα τους ακτιβιστές χάκερς. Παράλληλα, είχε ήδη συναντηθεί με την ντοκιμαντερίστα Λάουρα Πουατράς, τον δημοσιογράφο Τζέικομπ Άπλμπαουμ και άλλους που είχαν βοηθήσει τον Σνόουντεν.

Όπως είναι φυσικό, ο Σνόουντεν ήταν αρχικά διστακτικός στην προοπτική μίας ταινίας μεγάλου μήκους. Αυτό ήταν κάτι που αποζητούσε κυρίως ο δικηγόρος του, θεωρώντας ότι η δημοσιότητα γύρω από την υπόθεση θα βοηθούσε τον πελάτη του. Ο Στόουν και ο Φίτστζεραλντ έβαλαν τα δυνατά τους να στήσουν μία ρεαλιστική ταινία που να περιγράφει τις εσωτερικές λειτουργίες της NSA, και για το λόγο αυτό συμβουλεύτηκαν τεχνικούς εμπειρογνώμονες και συμβούλους, καθώς και διάσημους πληροφοριοδότες της NSA, όπως τον Γουίλιαμ Μπίνεϊ και τον Τόμας Ντρέικ.

Ο Φίτστζεραλντ έμαθε όσα περισσότερα μπορούσε για τα προγράμματα της NSA, και βασίστηκε στον Σνόουντεν για την επιβεβαίωση των στοιχείων που είχε συλλέξει, καθώς το να περιγράψει κάποιος έναν οργανισμό τόσο μυστικοπαθή όπως η NSA καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο το εγχείρημα. Για τον Φίτστζεραλντ, η καρδιά της ιστορίας, είναι η μετάλλαξη του Σνόουντεν από υπάκουο γιο -που ακολούθησε τη στρατιωτική παράδοση της οικογένειάς του- σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος διέπραξε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν τη μεγαλύτερη πράξη προδοσίας στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο Στόουν και ο Φιτζέραλντ θεώρησαν ότι η μακροχρόνια σχέση του Σνόουντεν με την Λίντσεϊ Μιλς ήταν το κλειδί για την κατανόηση του χαρακτήρα του. Εκείνη ήταν το πρόσωπο στο οποίο εκμυστηρεύτηκε τις περισσότερες πληροφορίες. Και ήταν συνεχώς δίπλα του κατά τη διάρκεια της 10ετούς πορείας και της μεταστροφής του.

Ο Στόουν και ο Φιτζέραλντ χρειάστηκαν ένα χρόνο για να ολοκληρώσουν το σενάριο. Το γεγονός ότι η ιστορία του Σνόουντεν ήταν συνεχώς πρωτοσέλιδο, περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία. Υπήρχε μία συνεχής αντιπαράθεση, ανάμεσα σε εκείνους που ήθελαν να κρεμαστεί και τους υπόλοιπους που ήθελαν να του δοθεί το βραβείο Νόμπελ! Όταν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το πρώτο προσχέδιο, ταξίδεψαν στη Ρωσία για να το παρουσιάσουν στον Σνόουντεν και να λάβουν τη συγκατάθεσή του, αφού πρώτα έγιναν οι σχετικές διορθώσεις.

Η ιστορία της ταινίας επικεντρώνεται στην προσωπική και πολιτική εξέλιξη του πρωταγωνιστή. Μέσω φλασμπακ, τονίζει τις σημαντικές στιγμές στη ζωή Σνόουντεν, ξεκινώντας από ένα ατύχημα που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τις Ειδικές Δυνάμεις και τον οδήγησε σε μία ανοδική πορεία στη CIA. Και παρόλο που, για καλλιτεχνικούς και ηθικούς λόγους, κάποια στοιχεία της ταινίας δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τα πραγματικά γεγονότα, ωστόσο η ταινία παραμένει πιστή στο πνεύμα της προσωπικής πορείας του Σνόουντεν.

Η παραγωγή επέστρεψε στη Μόσχα για να ολοκληρώσει τα γυρίσματα με μια τελική σκηνή που θα συζητηθεί πολύ. Παρόλα αυτά, ο Στόουν δεν τρέφει αυταπάτες για τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει το έργο του. Όπως αναφέρει, δεν θέλει να κάνει κάποια ανατροπή, ούτε να θεωρηθεί ότι ο στόχος του ήταν ακτιβιστικός. Γνωρίζει πολύ καλά τους περιορισμούς που θέτονται εξορισμού σε μία κινηματογραφική παραγωγή. Απλά προσπαθεί να προβάλει αυτό που η επιτάσσει η συνείδηση και το πάθος του.

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ & ΛΙΝΤΣΕΪ: Η «ΚΑΡΔΙΑ» ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Όσο και αν η εκρηκτική φύση της ιστορίας του Σνόουντεν ταίριαζε απόλυτα με το ύφος των ταινιών του Στόουν, ο ίδιος ήταν ένας χαρακτήρας εντελώς διαφορετικός σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο θέλησε να ζωντανέψει ο Στόουν στη μεγάλη οθόνη, ο οποίος συνήθως επιλέγει δυναμικούς, ηγετικούς χαρακτήρες. Αντίθετα, ο Έντ είναι γλυκομίλητος, μεθοδικός και ελάχιστα δραματικός. Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Στόουν, το να κάνει μία ταινία που έχει στο επίκεντρό της έναν προγραμματιστή υπολογιστών ήταν κάτι νέο για εκείνον. Έτσι αποφάσισε να προσδώσει σ΄έναν γυναικείο ρόλο της ταινίας, σε αυτόν της Λίντσεϊ Μιλς, κάποια παραδοσιακά ανδρικά χαρακτηριστικά.

Η απόφαση του Σνόουντεν μπορεί να βγάλει νόημα, μόνο αν κατανοήσουμε τη σχέση που είχε με την Λίντσεϊ Μιλς. Για να διαλέξει τους ηθοποιούς για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Στόουν στράφηκε σε δύο πολύ δημοφιλή κινηματογραφικά ονόματα: επέλεξε τον Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ για να παιξει τον Έντουαρντ Σνόουντεν και την Σαϊλίν Γούντλι για να ενσαρκώσει την Λίντσεϊ Μιλς.

Ο Στόουν αναφέρει ότι είχε διαβάσει μερικά blogs του Τζόζεφ και τον είχε θεωρήσει ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο. Από την αρχή είχε εκφράσει το ενδιαφέρον και το θαυμασμό του για τον Σνόουντεν και όταν συναντήθηκαν στη Μόσχα ήταν προφανή τα κοινά τους σημεία. Ο Γκόρντον-Λέβιτ θέλοντας να διαβάσει για το ρόλο, ερεύνησε όσο μπορούσε την περίπτωση του Σνόουντεν, και παρακολούθησε αρκετά videos προκειμένου να ξεπατικώσει τις χαρακτηριστικές του κινήσεις. Στην πορεία συνειδητοποίησε ότι τα media (Fox, CNN ή το MSNBC) είχαν δημιουργήσει μία παραπλανητική, μονόπλευρη και εν τέλει ανακριβή εικόνα του. Σε αυτό συμφωνεί και ο Στόουν, επισημαίνοντας ότι ο Σνόουντεν ήταν ένας επιτυχημένος αναλυτής της NSA για παραπάνω από μία δεκαετία. Σε αντίθεση με αυτό, στα media παρουσιαζόταν ως ένας junior πληροφορικάριος που εργαζόταν για ένα τεράστιο οργανισμό. Στην πραγματικότητα ωστόσο είχε ειδικές προσβάσεις και προνόμια, επειδή ακριβώς ήταν καλός σε αυτό που έκανε. Σχεδίασε προγράμματα που εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τη NSA. Ίσως μέσω του Νόμου περί Ελευθερίας της Πληροφορίας αυτά τα στοιχεία να βγουν στο φως.

Ο Γκόρντον-Λέβιτ ισχυρίζεται ότι η ταινία παρουσιάζει ένα διαφορετικό, πληρέστερο πορτρέτο ενός άνδρα που βρίσκεται σε πόλεμο με τη συνείδησή του. Αντί να δαιμονοποιεί τον Έντουαρντ Σνόουντεν διερευνά γιατί έκανε ό, τι έκανε. Οι κατηγορίες εναντίον του επισείουν μια βαριά ποινή, η οποία έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το μέλλον του και για την οποια ο Σνόουντεν είχε πλήρη επίγνωση. Αν ήταν να επιστρέψει σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο θα κατηγορούνταν για κατασκοπεία, και θα έπρεπε να λάβει μέρος σε μια μυστική δίκη, χωρίς ενόρκους. Θα μπορούσε να του επιβληθεί ακόμα και η θανατική ποινή.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη θυσία για εκείνον ήταν το ότι έπρεπε να αποχωριστεί την Λίντσεϊ Μιλς. Η Λίντσεϊ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του, παρόλο που είχε μια διαφορετική προσέγγιση για τη ζωή. Εκείνη ήταν η καλλιτέχνης που αμφισβητούσε την εξουσία και αυτός ο μηχανικός. Τον παρέσυρε σε άλλους δρόμους σκέψης και τον έβαζε ν’ απαντά δύσκολα ερωτήματα. Η Σαϊλίν Γούντλι – πρωταγωνίστρια στην σειρά ταινιών Divergent και στην ταινία The Fault in our Stars - που την ενσαρκώνει, εντυπωσίασε τον Στόουν, γράφοντάς του μια επιστολή στην οποία του εξέφραζε τον θαυμασμό της για τον Σνόουντεν. Στο αρχικό σενάριο του Στόουν και του Φίτστζέραλντ ο ρόλος της Μιλς ήταν μικρότερος – εξάλλου μέχρι τότε και τα media την παρουσίαζαν απλά ως μία bimbo. Όμως αργότερα, έγινε αντιληπτό και στους δύο, πόσο σημαντική ήταν για την εξέλιξη του Σνόουντεν.

Παρόλο που η Γούντλι δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την Μιλς, μπόρεσε να μάθει πολλά γι 'αυτήν μέσω του λογαριασμού της στο twitter. Με τον Εντ γνωρίστηκαν όταν ήταν και οι δύο 20 ετών. Επειδή ήθελε να ταξιδέψει, τον ακολούθησε σ΄όλες τις αποστολές του. Έτσι μπορούσε να παρατηρήσει ότι η επαγγελματική ζωή του επιδεινωνόταν σταδιακά και είχαν όλο και λιγότερο χρόνο για τους δυο τους. Όταν έφτασαν στην Χαβάη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι της έκρυβε πολλά.

Η ταινία προσθέτει μια νέα διάσταση στη δημόσια συζήτηση για τον Σνόουντεν. Δεν παίρνει θέση για το αν είναι ή όχι ήρωας, αλλά θέτει το ερώτημα αν, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κάποιος με αυτό που έκανε, μπορεί να ζήσει κανείς ξέροντας ότι κάθε φορά που η οθόνη του υπολογιστή του είναι ανοιχτή, κάποιος τον παρακολουθεί. Αρκεί αυτό για να θελήσει κάποιος να πολεμήσει για το δικαίωμά στην ιδιωτική του ζωή;

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΝΌΟΥΝΤΕΝ

Όπως αρμόζει σε κάθε ιστορία με παγκόσμιο αντίκτυπο, τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε πολλές τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο: Μόναχο, Ουάσιγκτον, Χαβάη, Χονγκ Κονγκ, Μόσχα. Στο Χονγκ Κονγκ, στο Mira Hotel, το οποίο είναι το πραγματικό ξενοδοχείο στο οποίο είχε καταφύγει ο Σνόουντεν για τρεις εβδομάδες, δόθηκε άδεια γυρισμάτων στην παραγωγή, η οποία «ξαναέστησε» το δωμάτιο αυτό στο Μόναχο με πανομοιότυπο τρόπο.

Ο σχεδιαστής παραγωγής Μαρκ Τάιλντσλεϊ κατάφερε να μετατρέψει ασυνήθιστες τοποθεσίες σε κινηματογραφικά sets. Χρησιμοποίησε ένα εγκαταλελειμμένο ταχυδρομείο στο Μόναχο και τους διαδρόμους του Ολυμπιακού Σταδίου του Μονάχου για να στήσει το σετ της NSA στην Χαβάη. Κατάφερε να βρει ένα δάσος, αρκετές ώρες έξω από την πόλη, υποκαθιστώντας το Fort Benning, της Τζόρτζια.

Η ταινία Σνόουντεν θα είναι η πρώτη κινηματογραφική αφήγηση του Όλιβερ Στόουν που έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σε ψηφιακές κάμερες. Ο Βρετανός κινηματογραφιστής Άντονι Ντοντ Μάντλ είναι γνωστός για τη συνεργασία του με τον πρωτοπόρο του «Δόγματος» Lars Von Trier, καθώς και για τη συμμετοχή σε ταινίες όπως το Rush του Ρον Χάουαρντ και το Slumdog Millionaire του Ντάνι Μπόιλ, για την οποία κέρδισε και το Όσκαρ. Ο Μαντλ χρησιμοποιήσε μεγάλη ποικιλία από κάμερες και φορμάτ, την Alexa ST, στελέχη Leica στα οποία προσάρμοσε πρωτοποριακούς φακούς, αλλά και backpack/lipstick κάμερες που είχε χρησιμοποιήσει και στην ταινία Rush.

Το πρωταρχικό μέλημα του Στόουν ήταν να κρατήσει τα πράγματα απλά, χωρίς να θυσιάζεται ο ρεαλισμός, επιλέγοντας μια ποικιλία από διαφορετικές οπτικές γωνίες, κοντινά πλάνα και χρώματα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Στόουν, η αίσθηση της έντασης που βγάζει η ταινία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερ-υψηλή aανάλυση της κάμερας 65χιλιοστών.

Η παραγωγή αντιμετώπισε και ένα ακόμα πρόβλημα για το οποίο συνήθως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Μία ιστορία βασισμένη στους χάκερς θα μπορούσε να είναι μαγνήτης για άλλους χάκερς, όλων των ειδών, τόσο από το εσωτερικό της κυβέρνησης, όσο και έξω από αυτήν. Ο παραγωγός Έρικ Κόπελοφ, που έχει συνεργαστεί με τον Στόουν και σε μία σειρά από άλλες ταινίες, ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η NSA τους παρακολουθούσε.

Η ασφάλεια και η κρυπτογράφηση έγιναν θέματα υψίστης σημασίας για την παραγωγή. Κανένα υλικό της ταινίας δεν ανέβαινε online. Όλα παραδίνονταν χέρι με χέρι. Αν π.χ. ένας ηθοποιός ήθελε να διαβάσει το σενάριο, του επιτρεπόταν να το κάνει μέσω οθόνης υπολογιστή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος. Τα δεδομένα δημιουργούνταν σε αναλογικό περιβάλλον, όσο αυτό ήταν δυνατόν, ενώ η παραγωγή πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα τσέκαρε τα γραφεία για κοριούς.

Η ιστορία του Έντουαρντ Σνόουντεν έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της. Αυτή τη στιγμή, ο Σνόουντεν επεξεργάζεται μία πρόταση συνταγματικής μεταρρύθμισης για το Διαδίκτυο. Καθημερινά, παίρνει θέση στις εξελίξεις. Μιλάει στον κόσμο μέσου του λογαριασμού του στο twitter. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα τύχει μίας δίκαιης δίκης στις ΗΠΑ, δεδομένου ότι έχει κατηγορηθεί για κατασκοπεία. Αν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, δεν θα είναι μία θετική εξέλιξη για τις ΗΠΑ.

Ο Κόπελοφ συσχετίζει την υπόθεση του Σνόουντεν με έναν άλλο συνεχιζόμενο αγώνα που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. «Τι θα γινόταν αν καταργούνταν το δικαίωμα του να εκφραζόμαστε ελεύθερα; Αυτό δεν μπορεί να είναι αποδεκτό. Δεν είναι αυτό οι ΗΠΑ. Όλοι θέλουμε να είμαστε ασφαλείς, αλλά δεν μπορεί να παραβιάζει κάποιος τα προσωπικά μας emails, τα κείμενά μας και τους σκληρούς μας δίσκους κατά βούληση. Και αν αυτό γίνεται ήδη τώρα, σκεφτείτε τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον.»

Ο Στόουν δεν τρέφει αυταπάτες ότι θα αλλάξει τον κόσμο με την ταινία του. Όπως αναφέρει και ο ίδιος, «Ο στόχος μου ήταν να πω μία απλή, στέρεη, δραματική ιστορία. Ίσως κάποιοι να μην την καταλάβουν. Είμαστε μια χώρα που μας αρέσουν οι ταινίες δράσης, τα blockbusters και η βία. Στην ιστορία του Έντουαρντ Σνόουντεν δεν υπάρχουν πυροβολισμοί ή καταδιώξεις. Το επίκεντρο είναι ο πραγματικός Έντουαρντ Σνόουντεν, που είναι ακόμα νέος και ζωντανός και δυναμικός. Έχει πολύ καλές και στοιχειοθετημένες ιδέες για το πώς οι ΗΠΑ μπορούν να προστατευθούν, επειδή είναι ένα θέμα που πραγματικά τον ενδιαφέρει. Οι ΗΠΑ έχουν δικαίωμα να προστατευθούν, όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη χρήση του δικαιώματος αυτού και την κατάχρησή του. Το ερώτημα είναι, ως ποιο σημείο είναι ικανός να φτάσει κάποιος για να σταματήσει αυτό που θεωρεί ότι είναι κατάχρηση;».