Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 53 (pics & vids)

Gazzetta team
Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου vol. 53 (pics & vids)
Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...

ME THN EΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ Bergmann Kord

Ο «Δόκτωρ Ζι-βέγγος», τα αισθήματα του Φίνου και το ταλέντο στην «εύθυμη μελαγχολία»

Το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός, η πηγαία ερμηνεία και το ερμηνευτικό πάθος, γεμάτο καλώς εννοούμενες ακρότητες, αποτελούν ίσως τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της υποκριτικής τέχνης του Θανάση Βέγγου. Και είναι πράγματι μοναδικό το γεγονός ότι οι ερμηνείες του μπορούν να καθηλώσουν το ίδιο εύκολα έναν ενήλικα και ένα 7χρονο παιδί. Ο ίδιος, ανήσυχο πνεύμα από μικρός, δεν δίστασε όταν «πάτησε καλύτερα στα πόδια του» καλλιτεχνικά, να αφήσει για λίγο την ασφαλή αγκαλιά του Φίνου και να δοκιμάσει την τύχη του ως παραγωγός ταινιών. Έτσι, το 1964 αναζητώντας την καλλιτεχνική ελευθερία του, ίδρυσε την δική του εταιρεία παραγωγής «Θου-Βου Ταινίες Γέλιου». Η περίοδος που ακολούθησε ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για τον ίδιο, αφού την περίοδο 1965-1969, μέσα από συνεργασίες του με κορυφαίους ανθρώπους του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής, όπως π.χ. ο Ερρίκος Θαλασσινός και ο Πάνος Γλυκοφρύδης, γύρισε μερικές από τις πλέον επιτυχημένες ταινίες του, όπως είναι οι ταινίες «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης», αλλά και η ταινία «Δόκτωρ Ζι-βέγγος», του 1968, η οποία βέβαια ήταν συμπαραγωγή με την Finos Film. Ωστόσο, η σκηνοθεσία ήταν του Βέγγου, σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου. Ο Φίνος δεν ήθελε να αφήσει τον Βέγγο μόνο του σε αυτή του την προσπάθεια, ανέκαθεν πίστευε πολύ στο ταλέντο του και τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Όπως και να έχει το πράγμα ωστόσο, ο Βέγγος ως σκηνοθέτης και ως πρωταγωνιστής «δίνει ρέστα» στην ταινία αυτή, «αφηνιάζει» υποκριτικά και προκαλεί ένα καταιγιστικό γέλιο μέχρι δακρύων. Ποιος θα ξεχάσει ανεπανάληπτες σκηνές όπως όταν με το τσουβάλι στην πλάτη πέφτει στο λιμάνι του Πειραιά, όταν εμπλέκεται σε τουρτοπόλεμο με τον Φώτη Μεταξόπουλο, όταν μεταμφιέζεται σε Δόκτορ Ζι-βέγγος και βγάζει το μούσι για να φάει τη μακαρονάδα του και τόσες άλλες. Πραγματικά, όποιος δεν έχει απολαύσει την ταινία αυτή έχει σημαντικό κενό στο μέγεθος του ηθοποιού «Θανάσης Βέγγος». Ποια ήταν όμως η υπόθεση της ταινίας; Ο Θανάσης είναι ένας ταλαίπωρος ανθρωπάκος που μόλις έχει κατορθώσει να στεριώσει σε μια δουλειά ως υπάλληλος κουρείου. Από παρεξήγηση, εκλαμβάνεται από τον βιαστικό κύριο Απόστολο ως γιατρός και καλείται εσπευσμένα να σώσει τη μοναχοκόρη του Μπέλλα, η οποία θέλει να αυτοκτονήσει από ερωτική απογοήτευση, γιατί ο πατέρας της δεν την αφήνει να παντρευτεί ένα φτωχό βοηθό λογιστή, τον Αύγουστο. Ο Θανάσης της υπόσχεται να τη βοηθήσει κι αυτή γίνεται αμέσως καλά, αναγκάζοντάς τον όμως ακολούθως να ασκήσει την ιατρική και σε άλλους ασθενείς, όπως είναι η μητέρα της κι ένας φίλος του πατέρα της που θέλει να βγάλει τρελή την αδελφή του, τη Λευκή, για να βάλει στο χέρι την περιουσία της. Ο Θανάσης καταφέρνει να γλιτώσει τη Λευκή από τα νύχια του αδελφού της και να αποσπάσει τη συγκατάθεση του Απόστολου για τον γάμο της Μπέλλας με τον Αύγουστο, ο οποίος στο μεταξύ γίνεται αρχιλογιστής. Παρά το καταιγιστικό γέλιο ωστόσο, το τέλος αφήνει τον θεατή με ένα μικρό παράπονο, αφού ο Θανάσης παρά το γεγονός ότι τους βοήθησε όλους, μένει μόνος του να συνεχίσει την περιπλάνησή του στη ζωή. Είναι πραγματικά ένα μοναδικό ταλέντο του Βέγγου, μέσα από το απίστευτο γέλιο, μέσα από ακραίες χιουμοριστικές καταστάσεις, να προκαλεί παράλληλα στον θεατή και μια ίσως απροσδιόριστη, μελαγχολία. Και η ταινία αυτή αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής του της ικανότητας. Φυσικά, για το εξαιρετικό αποτέλεσμα η «ευθύνη» δεν είναι μόνο του ισοπεδωτικού Βέγγου, αλλά και των άξιων συμπρωταγωνιστών του. Όπως του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, του Χρήστου Τσαγανέα, της Νίτσας Τσαγανέα, της Νόρας Κατσέλη, της Κούλας Αγαγιώτου και του Περικλή Χριστοφορίδη. Οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ωστόσο είναι μοιραίο το υποκριτικό μέγεθος του Βέγγου να τους αφήσει σε δεύτερο πλάνο. Και είναι από τις στιγμές που αξίζει κάποιος να δει λίγο πιο βαθιά, στις επιλογές των ηθοποιών αυτών, οι οποίοι συμμετέχουν σε μια ταινία γνωρίζοντας ότι νομοτελειακά θα αποτελούν «δεύτερα ονόματα». Και μόνο αυτό αρκεί για να αποδείξει την ποιότητά τους πρώτα ως ανθρώπων και μετά ως ηθοποιών. Η ταινία «Δόκτωρ Ζι-βέγγο» ακόμα και σήμερα αποτελεί αγαπημένη ταινία των ελληνικών καναλιών και δικαίως. Η ζωή όμως δεν είναι ρόδινη και ποτέ το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Έτσι, παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές του Βέγγου οδηγούν την εταιρεία του σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από καιρό. Πολλά χρόνια αργότερα όταν τον ρώτησαν γιατί η εταιρεία του πτώχευσε ενώ έκανε τόσες εισπράξεις, δεν απάντησε ξεκάθαρα, ίσως για να μην κακοκαρδίσει κάποιους. Κάποιους που τον εκμεταλλεύτηκαν άγρια, εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη του και τα καλά του αισθήματα για όλους. Ας είναι, μπορεί η εταιρεία του να πτώχευσε, το γεγονός όμως ότι ο Θανάσης έμεινε στην καρδιά και στην ψυχή των Ελλήνων ως «ο καλός μας άνθρωπος» είναι το μεγαλύτερο κέρδος του. Διαχρονικό και ανεξίτηλο.

«Η Χαρτοπαίχτρα» Βλαχοπούλου, οι ατάκες της Σαπφούς Νοταρά και η άγνωστος Κατερίνα Ανδρεάδη

Για πολλούς, ο ρόλος της Ρένας Βλαχοπούλου στην «Χαρτοπαίχτρα», την ταινία που γύρισε με τον Φίνο το 1964 είναι ο καλύτερος της καριέρας της. Παρά το γεγονός ότι στην ταινία αυτή η Βλαχοπούλου δίνει τον καλύτερό της εαυτό, θα ήταν άδικο να συμφωνήσουμε με την παραπάνω άποψη, αφού η σπουδαία αυτή ελληνίδα ηθοποιός έχει δώσει σπουδαία δείγματα γραφής σχεδόν σε κάθε ταινία της δεκαετίας του 1960 που πρωταγωνιστούσε. Ας μείνουμε λοιπόν απλά στην εξαιρετική ερμηνεία της στην συγκεκριμένη ταινία, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Κώστα Βουτσά και τη Χλόη Λιάσκου. Η ταινια «Η χαρτοπαίχτρα» βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, ο οποίος το έγραψε το 1963,για την μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου εκείνης της εποχής, την Κατερίνα Ανδρεάδη. Το έργο είχε τεράστια επιτυχία, ξεπερνώντας τον μυθικό για την εποχή αριθμό των 700 παραστάσεων και ήταν φυσικό μια τέτοια επιτυχία να μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. Θα περίμενε βέβαια κανείς τον ρόλο της χαρτοπαίχτρας και στον κινηματογράφο να υποδυθεί και πάλι η Κατερίνα Ανδρεάδη, η οποία τον ανέδειξε. Ωστόσο η σπουδαία αυτή ελληνίδα ηθοποιός – πόσοι άραγε τη γνωρίζουν σήμερα; - είχε ως αρχή της να μην παίζει ποτέ σε κινηματογραφικές ταινίες, οπότε ο Φίνος έπρεπε να βρει άλλη πρωταγωνίστρια. Όσο σεβαστή ακούγεται σήμερα αυτή η στάση της Ανδρεάδη, άλλο τόσο άδικη είναι για την ίδια, αφού τα θεατρικά έργα και οι ερμηνείες τους χάνονται στο βάθος του χρόνου, ενώ οι ταινίες μένουν. Έτσι, δεν έχουμε τη δυνατότητα σήμερα να απολαύσουμε την εξαιρετική αυτή ηθοποιό σε κάποιες ταινίες και έτσι ο «μύθος» της παραμένει μόνο για λίγους. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ταινία και στον ρόλο της χαρτοπαίχτρας, τον οποίο όπως είπαμε τελικά ανέλαβε η Βλαχοπούλου. Αν και η ίδια είχε καθιερωθεί κινηματογραφικά με τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, με την «Χαρτοπαίχτρα» καθιερώθηκε και ως η καλύτερη γυναίκα κωμικός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αυτό τουλάχιστον ανέφεραν οι κριτικοί της εποχής στον αθηναϊκό Τύπο. Μαζί με τους παραπάνω ηθοποιούς, στην ταινία έπαιζε και η Σαπφώ Νοταρά, η οποία άφησε εποχή στο ρόλο της υπηρέτριας, με την μοναδική της ερμηνεία και τις θρυλικές πλέον ατάκες της. Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Η Αλέκα (Ρένα Βλαχοπούλου) είναι μια παθιασμένη χαρτοπαίχτρα. Ο άνδρας της (Λάμπρος Κωνσταντάρας), ο γιος της (Κώστας Βουτσάς) και η κόρη της (Χλόη Λιάσκου) αγωνίζονται να βάλουν μυαλό στην άμυαλη μητέρα τους, αλλά μάταια. Η μανία της Αλέκας για το χαρτί την οδηγεί στις πιο απίθανες επιπολαιότητες. Για να καλύψει τη χασούρα της από τα χαρτιά και τα χρέη της πουλάει συνέχεια οτιδήποτε χρήσιμο ή άχρηστο υπάρχει στο σπίτι και οι λογαριασμοί του τηλεφώνου, του νερού και του ηλεκτρικού μένουν απλήρωτοι. Ώσπου ο άνδρας της βρίσκει τον τρόπο που θα φέρει αποτέλεσμα: την κάνει να ζηλέψει, φλερτάροντας την πιο καλή φίλη και συμπαίχτριά της. Όμως, το σχέδιο αυτό δεν το ξέρουν τα παιδιά του, που νομίζουν ότι και ο πατέρας τους πήρε τον κακό δρόμο. Άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί που συμμετείχαν στην «Χαρτοπαίχτρα» ήταν η Λίλη Παπαγιάννη, ο Γιώργος Βρασιβανόπουλος, ο Νίκος Φέρμας (μοναδικός στο ρόλο του παπατζή, που «ξελογιάζει τη Βλαχοπούλου μαθαίνοντάς της το...αειθαλές αυτο τυχερό (;) παιχνίδι) , ο Άγγελος Μαυρόπουλος, ο Περικλής Χριστοφορίδης, ο Κώστας Νάος, ο Νικήτας Πλατής, ο Γιάννης Μπέρτος, ο Νάσος Κεδράκας, ο Γιώργος Λουκάκης κ.α. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 28 Δεκεμβρίου του 1964, κόβοντας 534.085 εισιτήρια και καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στις ταινίες της χρονιάς. «Η χαρτοπαίχτρα» δεν έμεινε όμως εκεί, αφού ανέβηκε αργότερα και πάλι στο θεατρικό σανίδι, το 1975 και το 1993, επίσης με πρωταγωνίστρια την Ρένα Βλαχοπούλου, το 1982 με την Μαίρη Αρώνη και τέλος, το 1988, όπου την υποδύθηκε η Άννα Παναγιωτοπούλου. Το σενάριο κι η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα.

Περιμένουμε σχόλια, απόψεις και παρατηρήσεις στο mail μας