To «Battle Hymns» των Manowar έκλεισε 37 χρόνια ζωής και το ατσάλι του δεν θα λιώσει ποτέ (vids)

To «Battle Hymns» των Manowar έκλεισε 37 χρόνια ζωής και το ατσάλι του δεν θα λιώσει ποτέ (vids)
Με αφορμή την επικείμενη εμφάνιση των Manowar στις 14 Ιουνίου, στο Release Athens 2019, θυμόμαστε όλα όσα συνέβαιναν, όταν κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο, μια μέρα σαν τη σημερινή, το 1982. Του Γιάννη Κονταξή.

Μία μέρα σαν τη σημερινή, την 7η Ιουνίου του 1982, οι Manowar συστήνονται στη metal κοινότητα με τον πρώτο τους δίσκο, το επικό «Battle Hymns». Από εκεί και έπειτα, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο για το heavy metal. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μεταλάδες χωρίζονται σε αυτούς που λατρεύουν τους Manowar και σε αυτούς που τους σιχαίνονται. Ερωτήματα όπως «Γίνεται να είσαι μεταλάς και να μην ακούς Manowar;» ή «Είναι μεταλάς όποιος δεν ακούει Manowar;», δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, παρότι όλοι ξέρουμε πως και στα δύο ερωτήματα χωρά μόνο μία απάντηση: Όχι.

Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με τον πρώτο δίσκο των Manowar που σήμερα κλείνει τα 37 του χρόνια από τότε που σμιλεύτηκε από το ατσάλι εκείνων των τεσσάρων ανθρώπων, του Joey DeMaio, του Eric Adams, του Ross the Boss και του Donnie Hamzik.

Αφορμή για αυτό το αφιερωματικό κείμενο, δεν είναι μόνο η παθολογική αγάπη του γράφοντος για τους Manowar, αλλά και η επικείμενη εμφάνισή τους την επόμενη Παρασκευή στην Πλατεία Νερού, στο Φάληρο.

«Θα παίξουμε σε ένα από τα πιο θρυλικά, μαγικά μέρη στη Γη. Μια χώρα που έχει μια τόσο πλούσια ιστορία, που μας έδωσε τον Έκτορα, τον Αχιλλέα, ένα πάνθεον από Θεούς και αιώνιους μύθους, οι οποίοι ανέκαθεν μας ενέπνεαν. Οι Έλληνες Manowarriors θα δείξουν, για άλλη μία φορά, πως κληρονόμησαν το πνεύμα των προγόνων τους! Ο αληθινός metal στρατός μας θα ξαναγυρίσει μαζί μας στην Τελική Μάχη, στις όχθες της Αθήνας!», τόνισε ο Αρχηγός Joey.

Έτσι, την Παρασκευή 14 Ιουνίου, θα ζήσουμε ένα show μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά, που θα εκπληρώσει το όνειρο κάθε οπαδού των Manowar, σε μία αποκλειστική συναυλία για την Ελλάδα και τις γύρω χώρες!

Για να φτάσουμε όμως στο σημείο να αναλύσουμε το «Battle Hymns», θα πρέπει πρώτα να κάνουμε ένα σύντομο πέρασμα στα όσα συνέβησαν στον αμερικάνικο metal και hard rock κόσμο των δύο πρώτων σωτήριων ετών της δεκαετίας του 1980.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τις πιο σημαντικές κυκλοφορίες του 1980. Οι Rossington, Collins, Wilkeson και Powell των θρυλικών Lynyrd Skynyrd δημιουργούν τους Rossington Collins Band και κυκλοφορούν το «Anytime, Anyplace, Anywhere» γεμάτο ποιοτικό southern rock. Ο Ted Nugent κυκλοφορεί το «Scream Dream», οι Blue Öyster Cult το «Cultösaurus Erectus», η Joan Jett βγάζει τον πρώτο της ομώνυμο προσωπικό δίσκο, οι Van Halen κυκλοφορούν το «Women and Children First» και οι ιδιόμορφοι Plasmatics ντεμπουτάρουν με το «New Hope for the Rest». Οι KISS κυκλοφορούν το χειρότερό τους album με τίτλο «Unmasked» και ο Alice Cooper το απογοητευτικό «Flush The Fashion». Ας κάνουμε μια παύση εδώ και να σκεφτούμε τι σημαίνει να βγάζουν τα χειρότερά τους άλμπουμ αυτοί οι δύο καλλιτέχνες που σημάδεψαν τα ‘70s όσο ελάχιστοι με τη σκηνική τους παρουσία. Τέλος, όσον αφορά τον ήχο που ξεφεύγει από το hard rock πλαίσιο και σηματοδοτεί τη δειλή εμφάνιση του metal στη δημόσια ζωή έχουμε την εμφάνιση των Manilla Road με το «Invasion» και των The Roads με το «Rock Hard».

Την επόμενη χρονιά, οι KISS συνεχίζουν να ξύνουν τον πάτο με το «Music for the Elder», οι Van Halen κυκλοφορούν το «Fair Warning», οι Blue Öyster Cult μάς συστήνουν το μεγαλειώδες «Fire of Unknown Origin» και η Joan Jett μπαίνει σε όλα τα σπίτια, τα σχολεία, τις δουλειές και τα charts με το «I Love Rock n' Roll». Όμως, το 1981, έχουμε το πρώτο μεγάλο ΜΠΑΜ (από τα πολλά που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια) στην αμερικάνικη μουσική σκηνή. Είναι η χρονιά που οι Mötley Crüe συστήνονται στην αμερικανική νεολαία, κάνουν τους γονείς να χάνουν τον ύπνο τους και την παγκόσμια ροκ κοινότητα να στρέφει το βλέμμα της προς τα εκεί. Είναι η χρονιά που σιγά σιγά έρχονται στο προσκήνιο δεκάδες μπάντες που αργότερα θα δημιουργήσουν μία νέα σκηνή, το glam metal. Ratt, WASP και Twisted Sister παίζουν ασταμάτητα σε μικρά και μεγάλα clubs και διάφορα festivals και φτιάχνουν το όνομα και το κοινό τους μέχρι να κυκλοφορήσουν τα πρώτα τους άλμπουμ στα επόμενα χρόνια. Το 1981, λοιπόν, είναι η χρονιά που οι Mötley Crüe κυκλοφορούν το «Too Fast for Love» όντας ότι πιο fast εκείνη τη χρονιά στο αμερικάνικο metal, ενώ και ο Dokken χτυπάει με το «Breaking the Chains» το οποίο όμως κυκλοφορεί μόνο στην Ευρώπη. Την ίδια χρονιά έχουμε και την εμφάνιση των αγαπημένων cult ηρώων Cirith Ungol με το «Frost and Fire», ενώ και οι πολυαγαπημένοι Riot κυκλοφορούν το θρυλικό «Fire Down Under». Πρόκειται για δύο δίσκους που γνωρίζουν πλέον την καθολική αναγνώριση από τους απανταχού metalheads, παρότι και τα δύο συγκροτήματα δεν κατάφεραν ποτέ να γνωρίσουν την αναγνώριση που τους άξιζε.

Το 1982 συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το 1981, όσον αφορά την έννοια groundbreaking για τη metal κοινότητα. Έχουμε το δεύτερο μεγάλο ΜΠΑΜ για το αμερικάνικο metal. Είναι η χρονιά που η Metal Blade Records του Brian Slagel κυκλοφορεί τη θρυλική συλλογή «Metal Massacre» και το «Hit The Lights» των Metallica γίνεται και επίσημα ό,τι πιο γρήγορο έχει ακουστεί μέχρι τότε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλοι ήθελαν να παίζουν έτσι. Ας ξεκινήσουμε όμως με μια μικρή παρένθεση για τις hard rock κυκλοφορίες της χρονιάς. Οι Aerosmith κυκλοφορούν το κακό «Rock in A Hard Place», ο Ted Nugent και οι Van Halen κυκλοφορούν τα ποιοτικά «Nugent» και «Diver Down» αντίστοιχα, ενώ οι KISS κάνουν επιτέλους την ευχάριστη έκπληξη με το αξιόλογο «Creatures of the Night». Εδώ κλείνει η παρένθεση. Το 1982 είναι η χρονιά που ουσιαστικά εδραιώνεται το metal στην Αμερική με πολλούς δίσκους που αποτελούν σημεία αναφοράς ακόμα και σήμερα. Οι Twisted Sister ντεμπουτάρουν με το «Under the Blade» και γίνονται το πιο hot όνομα της χώρας, οι Manilla Road κυκλοφορούν το «Metal» βρίσκοντας δειλά δειλά τα πατήματά τους, οι David DeFeis και Jack Starr μάς συστήνουν τον επικό κόσμο των Virgin Steele με τον ομώνυμο πρώτο δίσκο τους, οι The Rods επιστρέφουν με το πιο σκληρό «Wild Dogs», οι Riot κυκλοφορούν το μέτριο «Restless Breed» αλλά και το τρομερό «Riot Live». Και τέλος, οι Manowar κυκλοφορούν, μία μέρα σαν τη σημερινή, 7 Ιουνίου του 1982, το θρυλικό «Battle Hymns».

Ας βάλουμε το «Battle Hymns» να παίζει στο τέρμα και ας ξεκινήσουμε να βλέπουμε ένα ένα τα τραγούδια του δίσκου με σημειώσεις και λεπτομερείς περιγραφές από όσα είπαν οι Joey, Ross και Eric, όταν επανακυκλοφόρησε ο δίσκος το 2001.

Death Tone

Σίγουρα όλα θα ήταν καλύτερα, αν το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου ήταν το «Manowar» ή το «Metal Daze». Ωστόσο, οι στίχοι «Riding on two wheels / Chains hooked on my heels / Sitting in leather, riding on steel» εμπεριέχουν τις λέξεις wheels, leather και steel που, πλέον, ίσως είναι αρκετές για να περιγράψεις την κοσμοθεωρία των Manowar, όταν βρίσκονται μακριά από το στούντιο.

Joey: Μας άρεσε που το τραγούδι ξεκινούσε με τον ήχο της μοτοσυκλέτας. Ήταν μια τέλεια εισαγωγή.

Ross: Ήταν εντελώς άγριες καταστάσεις τότε γιατί είχαμε φέρει μηχανές μέσα στο στούντιο. Κάναμε πράγματα που κανένα άλλο συγκρότημα δεν είχε κάνει. Όλοι τότε θα χρησιμοποιούσαν εφέ για να βγάλουν αυτόν τον ήχο, αλλά εμείς φέρμα την καλύτερη Harley Davidson στο στούντιο και της βάλαμε μικρόφωνα.

Eric: Γεμίσαμε όλο το χώρο με καπνό από την εξάτμιση. Ο μηχανικός ήχου πίστευε ότι τρελαθήκαμε.

Joey: Υπάρχουν διαφόρων ειδών πολεμιστές. Μερικοί ιππεύουν άλογα φτιαγμένα από ατσάλι.

Metal Daze

Εδώ είναι η πρώτη φορά που οι Manowar παρουσιάζουν αυτό που έγινε το σήμα κατατεθέν τους. «Heavy Metal / Heavy Metal Daze / Loud as it can be». Μόλις, δύο χρόνια αργότερα, το 1984, σε μια συναυλία στο Ανόβερο, θα μπουν στο Βιβλίο Γκίνες ως το συγκρότημα που έπαιξε πιο δυνατά από όλους, φτάνοντας τα 129,5db.To 2008, ξανά στη Γερμανία και το Magic Circle Fest, θα φτάσουν στα 139db! Το «Metal Daze» είναι αυτό που λέμε «τίγκα συναυλιακό άσμα». Ιδανικό riff στο ξεκίνημα για air guitar, ιδανικό ρεφρέν για να το τραγουδάς για όση ώρα σε προστάζει ο Eric Adams.

Joey: Αυτό είναι το πρώτο τραγούδι μας που έχει γίνει ύμνος και οι οπαδοί μας το τραγουδούν από την αρχή ως το τέλος, όποτε το παίζουμε.

Fast Taker

Μετά τα δύο πρώτα mid-tempo τραγούδια, το «Fast Taker» μπαίνει γκαζομένο, αλλά χωρίς να δημιουργεί και καμιά τρελή έκσταση στον ακροατή.

Shell Shock

Μία ωδή στους βετεράνους του Βιετνάμ. Το τραγούδι είναι ένα γράμμα ενός στρατιώτη των Ειδικών Δυνάμεων που παλεύει για να επιβιώσει στην επίγεια κόλαση της ασιατικής χώρας και επιστρέφει σπίτι του ως ελεύθερο πνεύμα. Μπορεί να είχαν περάσει μόλις επτά χρόνια από το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ και την πανωλεθρία των ΗΠΑ, αλλά όσοι στρατιώτες επέστρεψαν από εκεί, αντιμετωπίστηκαν πολύ εχθρικά από την αμερικάνικη Πολιτεία, αλλά και από πολύ μεγάλο μέρος της αμερικάνικης κοινωνίας. Ταινίες όπως «Ο Ελαφοκυνηγός» (1978), το «Αποκάλυψη: Τώρα» (1979), το «Platoon» (1986), το «Full Metal Jacket» (1987) και το «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1989) παρουσίασαν πως ακριβώς είναι η επίγεια κόλαση. Καλλιτέχνες όπως οι Pete Seeger, Joan Baez, Peggy Seeger, Ewan MacColl, Barbara Dane, The Critics Group, Phil Ochs, John Lennon, Nina Simone, Neil Young, Tom Paxton, Jimmy Cliff και Arlo Guthrie τραγούδησαν κατά του πολέμου. Και κάπου εκεί, έρχεται να προστεθεί και το «Shell Shock» με το στίχο «The businessmen sat home / Well I got shell shocked» να καθιστά σαφές ποιους αφορούσε εκείνος ο πόλεμος. Τέσσερις μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 22 Οκτωβρίου του 1982, θα κυκλοφορήσει και η θρυλική ταινία «Ράμπο: Το πρώτο αίμα».

Ross: Είναι ένας ύμνος για τους βετεράνους του Βιετνάμ

Joey: Πάντα νιώθαμε ότι αυτοί οι τύποι γαμήθηκαν εκεί πέρα. Μέχρι και σήμερα, αρκετοί μας συγχαίρουν για αυτό το τραγούδι.

Manowar

Αυτή είναι η αυτοβιογραφία του συγκροτήματος. «We met on English ground / In a backstage room we heard the sound» λένε οι πρώτοι στίχοι περιγράφοντας το πως ακριβώς ξεκίνησαν οι Manowar. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας των Black Sabbath για το αριστουργηματικό «Heaven and Hell», ο Dio είχε προσλάβει τον John “Dawk” Stillwell ως υπεύθυνο του εξοπλισμού του. Ο Stillwell με τη σειρά του, προσέλαβε τον Joey DeMaio ως βοηθό του και ως τεχνικό για το μπάσο και τα πυροτεχνήματα. Και κάπως έτσι, μια μέρα που οι Sabbath έπαιζαν στο Νιούκαστλ, έγινε η γνωριμία που θα άλλαζε το metal.

Ross: Ο Dio και εγώ ήμασταν φίλοι. Κάθε βράδυ ερχόταν και με έβλεπε να παίζω. Ήξερε ότι ψαχνόμουν να φύγω από τους Shakin’ Street. Ένα βράδυ μου είπε: «Πρέπει να γνωρίσεις τον Joey. Κανείς δεν παίζει μπάσο σαν αυτόν»

Joey: Όταν ο Dio με σύστησε στον Ross, μου είπε: «Πρέπει να δεις αυτόν τον τύπο να παίζει κιθάρα»

Ross: Ανακαλύψαμε ότι είχαμε παρόμοιο γούστο στη μουσική. Ο Joey μου είπε: «Είσαι πραγματικά απίστευτος, αλλά αυτό το συγκρότημα που παίζεις δεν είναι και τόσο καλό». Συμφώνησα. Είχα εκνευριστεί. Ήθελα να παίζω όλο και πιο πολύ και οι Shakin’ Street δεν μου έδιναν το χώρο που χρειαζόμουν. Συν το ότι ήθελα να παίξω κάτι διαφορετικό.

Joey: Συζητούσαμε καθόλη τη διάρκεια του tour, μιλούσαμε για τα διάφορα μουσικά είδη και τζαμάραμε κάθε βράδυ με τον εξοπλισμό των Black Sabbath.

Ross: Όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί, είπαμε «ΟΥΑΟΥ». Οι νότες είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ταιριάξαμε αμέσως και παίζαμε νιώθοντας μεγάλη ελευθερία. Ξέραμε ότι κάτι καλό υπήρχε μεταξύ μας.

Dark Avenger

To «Dark Avenger» είναι το πρώτο μεγάλο, σκοτεινό, μαγικό έπος των Manowar. Σπαθιά, μαγεία, θάνατος, ήρωες, φαντασία. Εδώ, οι Manowar βάζουν τα θεμέλια για όλα τα έπη που θα μας προσφέρουν αργότερα. Το «Hatred», το «March for Revenge», το «Bridge of Death», το «Mountains», το «Guyanna», όλα είναι τέκνα του «Dark Avenger». Όταν ο Eric Adams τραγουδά «Where no one sleeps while the undead cry», μπορείς να φανταστείς τους νεκροζώντανους να κλαίνε. Και όταν ουρλιάζει «Burning death destruction / Rapping their daughters and wives / In blood I take my payment / In full with their lives», ξέρεις ότι όλες οι αιματηρές σκηνές του «Game of Thrones» δεν φτάνουν ούτε στο ελάχιστον για να περιγράψουν αυτό που σου προκαλεί το «Dark Avenger». Μέσα σε όλα αυτά προσθέστε και τον… Orson Welles! Ναι, αυτό ακριβώς. Ο θρυλικός Orson Welles αφηγείται κάμποσους στίχους στη μέση του τραγουδιού απογειώνοντας ακόμα περισσότερο ένα metal διαμάντι που διδάσκει πως στήνεις μια ιστορία μέσα σε ένα τραγούδι. Αλλά πώς φτάσαμε μέχρι τον Orson Welles;

Ross: Ήταν το τέλειο χτύπημα

Eric: Έκανα πρόβα το σημείο που πρέπει να κάνω την αφήγηση, αλλά η φωνή μου ήταν αρκετά υψηλή. Χρειαζόμασταν μια άλλη φωνή, μια φωνή που να σε καθηλώνει, μια φωνή σαν του Orson Welles. Ο Bob είπε «Γιατί δεν παίρνουμε τον Orson Welles;». Και όλοι είπαμε χαμογελώντας «Ναι, σίγουρα...»

Ross: Ο Bob ήρθε σε επαφή με τον μάνατζερ του Orson Welles και του έστειλε τους στίχους. Ο Orson το λάτρεψε. Το θεώρησε απίστευτα τολμηρό και καλλιτεχνικό.

Joey: Ο Orson είχε μόλις επιστρέψει στις ΗΠΑ, ύστερα από μια τελετή απονομής βραβείων στη Γαλλία. Βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για να εμφανιστεί σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.

Ross: Μόλις μπήκαμε στα Media Sound Studios είδαμε τον Orson Welles να κάθεται εκεί.

Eric: Ο Orson ζήτησε να μιλήσει με τον στιχουργό και ο Joey του λέει «Ναι, κύριε Welles, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;». Ο Orson του είπε ότι ήταν εντυπωσιασμένος από τους στίχους και για αυτό συμφώνησε να συμμετάσχει στο «Dark Avenger», το «Defender» και να ηχογραφήσει την εισαγωγή για τις συναυλίες μας.

Williams’ Tale

Ο Joey DeMaio πήρε το «William Tell Overture» του Rossini και το μεταμόρφωσε σε ένα κτήνος που θέλει να σε κατασπαράξει. Πολλοί μουσικοκριτικοί τον κατηγόρησαν τότε ότι έκανε διάφορες αλχημείες στο στούντιο για να ακουστεί πιο γρήγορος. Όταν τον είδαν να το παίζει live, απλώς κατάπιαν τη γλώσσα τους.

Joey: Ήθελα να αφήσω το σημάδι μου. Να δείξω σε όλους πόσο διαφέρω από τους άλλους μπασίστες. Έτσι όπως λειτουργούσε τότε η μουσική βιομηχανία, μπορεί να μην καταφέρναμε να ηχογραφούσαμε και δεύτερο άλμπουμ. Ποιος ήξερε τι μπορούσε να συμβει; Με τη ζωή που έκανα, μπορεί να πέθαινα νέος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ήθελα να με θυμούνται ως κάποιον που είχε το δικό του στυλ, που έπαιζε διαφορετικά και ζούσε με τον δικό του τρόπο. Το να παίξω ένα κομμάτι κλασσικής μουσικής είχε και γέλιο και ενδιαφέρον συνάμα. Ήταν μια πρόκληση από τεχνικής άποψης.

Battle Hymn

Όποιος δεν έχει σφίξει τη γροθιά του τραγουδώντας «By moonlight we ride / Ten thousand side by side», δεν είναι μεταλάς. Όποιος δεν έχει τσιρίξει «Kill, kill, Ohohohoh», δεν είναι μεταλάς. Όποιος δεν δάκρυσε τραγουδωντας «To the battle we ride / We crossed a starlit sky», δεν είναι μεταλάς. Όποιος δεν μάτωσε το λαρύγγι του ουρλιάζοντας «Sound the charge into glory ride / Over the top of the vanquished pride», δεν είναι μεταλάς. Με λίγα λόγια, αν δεν σου αρέσει αυτό το τραγούδι, δεν είσαι μεταλάς.

Joey: Ο Ross ηχογράφησε το solo του με τη μία. Μόλις τελείωσε, ζήτησε να το παίξει άλλη μια φορά. Και τότε του είπα: «Με καμία Παναγία. Αυτό είναι το μαγικό σόλο που απαιτεί αυτό το τραγούδι»

Eric: Ο Joey είναι τρομερά λεπτολόγος και τελειομανής. Έλειπα έξι μήνες από το σπίτι μου κάνοντας πρόβες και ηχογραφώντας για το δίσκο. Είχα μόλις γυρίσει σπίτι μου για μια μέρα, όταν με κάλεσε και μου είπε: «Σε χρειαζόμαστε εδώ». Νόμιζα ότι κάνει πλάκα, αλλά ήταν ξεκάθαρος: «Υπάρχει μία νότα στο αργό μέρος του “Battle Hymn” που πρέπει να την ηχογραφήσουμε ξανά». Τι να έκανα… Πήρα το αεροπλάνο, πήγα ξανά στο στούντιο, τραγούδησα εκείνο το σημείο, με πήγαν στο αεροδρόμιο και γύρισα σπίτι μου.

Για εισιτήρια, τρόπο μετάβασης στην Πλατεία Νερού και περισσότερες πληροφορίες:

Website: Release Athens - official site

Facebook: Release Athens Festival

Instagram: release_athens

Youtube: Release Athens

Twitter: Release Athens