Saras: "Ήταν λάθος μου που έφυγα από τον Παναθηναϊκό!"

Αντώνης Καλκαβούρας
Saras: "Ήταν λάθος μου που έφυγα από τον Παναθηναϊκό!"

bet365

Λίγες ώρες πριν ολοκληρώσει τις διακοπές του στους αμμόλοφους του παραθαλάσσιου θέρετρου Νίντα στη δυτική Λιθουανία, ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους παρουσιάζει την αυτοβιογραφία του με μία απολαυστική συνέντευξη στο gazzetta.gr.

Την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ο Saras θα έχει επιστρέψει στο Κάουνας και θα έχει αφοσιωθεί στην προετοιμασία της Ζαλγκίρις, στην οποία - για δεύτερη συνεχή χρονιά - εκτελεί χρέη βοηθού προπονητή. Σαν παίκτης ήταν πολύ μεγάλος και ο ίδιος έτσι θα προτιμούσε να τον θυμούνται! Γι’ αυτό και δεν επιθυμούσε ποτέ να... πρωταγωνιστήσει σε έναν αγώνα προς τιμήν του, γιατί δεν θα ήθελε ποτέ να νιώσει ότι, ένας νεότερός του παίκτης, θα τον άφηνε να σκοράρει, μόνο και μόνο για να μη χαλάσει τη γιορτή, επειδή θα ήταν το τελευταίο του ματς. Γι’ αυτό λοιπόν, επέλεξε να αποχαιρετήσει το μπασκετικό κοινό, μέσα από μία αυτοβιογραφία που έχει τίτλο “Μόνο η νίκη δεν αρκεί!” και στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις MVPublications!

Πριν σπεύσετε να προμηθευτείτε το σπάνιο αυτό βιβλίο από όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία αλλά και από το www.mvpublications.gr με απευθείας αποστολή στον χώρο σας, διαβάστε τι είπε ο ίδιος ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στο gazzetta.gr για την πρόταση που του έγινε να συγγράψει την αυτοβιογραφία του. «Πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας ενός αθλητή, δεν είναι δυνατόν να πατήσεις το... pause και να κοιτάξεις πίσω για να αξιολογήσεις τι έχεις κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι αγώνες και οι υποχρεώσεις τρέχουν, οπότε δεν έχεις την πολυτέλεια του χρόνου και την ηρεμία για να το κάνεις. Όταν μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία, ειδικότερα στη διάρκεια των συνολικά 30 ωρών της συζήτησης με τον Πιέτρο Σαμπέτα, που ανέλαβε να γράψει το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι έχω κάνει πολλά σπουδαία πράγματα σαν μπασκετμπολίστας! Ευχαριστήθηκα πολύ την διαδικασία και νομίζω ότι οι αναγνώστες θα απολαύσουν την αφήγηση. Περιλαμβάνει πολλές άγνωστες προσωπικές ιστορίες που συνέβησαν στην διάρκεια της καριέρας μου και για μένα, είναι ίσως ο ιδανικός τρόπος για να πω αντίο... Δεν θα ήθελα να παίξω σε ένα παιχνίδι που θα οργανωνόταν προς τιμήν και προερχόμενος από την ηλιοθεραπεία του καλοκαιριού, να μπω στο γήπεδο και να με αφήνουν να βάλω καλάθι, μόνο και μόνος επειδή είμαι γέρος και κρεμάω τη φανέλα! Όπως κι εγώ έχω απολαύσει αυτοβιογραφίες άλλων αθλητών, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ευχαριστηθεί αυτό το βιβλίο...», μας είπε αρχικά ο 39χρονος παλαίμαχος διεθνής Λιθουανός μπασκετμπολίστας, πριν σχολιάσει τις μεγάλες στιγμές που σημάδεψαν την καριέρα του και στις οποίες αναφέρεται αναλυτικά στο βιβλίο του.

Για την απόφασή του να συνεχίσει το σχολείο στην Αμερική (Κουόριβιλ, Πενσιλβάνια)

«Ήταν μία πολύ εύκολη απόφαση να φύγω! Όσο σκληρό κι αν ήταν να εγκαταλείψω την οικογένειά μου και ξενιτευτώ σε ηλικία 16 ετών, ήταν μία σπουδαία ευκαιρία! Η πατρίδα μου, περνούσε δύσκολες στιγμές, γιατί είχαμε μόλις αποσχιστεί από την Σοβιετική Ένωση και προσπαθούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας, ως χώρα, οπότε δεν είχα κι άλλη επιλογή... Μου δινόταν η ευκαιρία να συνδυάσω το μπάσκετ με το σχολείο και εν συνεχεία με το πανεπιστήμιο και νομίζω, πήρα την πιο σωστή απόφαση. Θυμάμαι ότι έκλαψα πολύ, όταν συνάντησα τον καλύτερο μου φίλο που ήρθε από τη Λιθουανία για έναν αγώνα στη Φιλαντέλφια και την επομένη, θα επέστρεψε πίσω και θα έβλεπε τους γονείς του! “Εγώ άραγε πότε θα τους έβλεπα”, αναρωτιόμουν τότε... Υπήρξαν καλές και κακές στιγμές, αλλά ήμουν τυχερός γιατί έμενα μαζί με μία οικογένεια, που μου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν δικό της παιδί!»

Για την εμπειρία του κολεγίου (Μέριλαντ)

«Την απόλαυσα με την ψυχή μου! Η ζωή στο κολέγιο είναι σαν κατασκήνωση! Είναι πραγματικά εκπληκτικό συναίσθημα να είσαι μέρος ενός campus με σχεδόν 25.000 φοιτητές, κάθε εβδομάδα ήταν ένα... party! Οι καλύτερες στιγμές, όμως, ήταν οι αγώνες σε γεμάτο γήπεδο με 15.000 κόσμο, φανταστική ατμόσφαιρα και αντιπάλους πανεπιστημιακά προγράμματα όπως το Νορθ Καρολάϊνα και το Ντιούκ... Ήταν ασύλληπτη εμπειρία κι εύχομαι σε κάθε παιδί να βιώσει κάτι ανάλογο...»

Για την πρώτη επιστροφή στη Λιθουανία

«Εκείνη την περίοδο, ήξερα ότι δεν ήμουν ακόμη αρκετά καλός παίκτης, οπότε δεν έκανα όνειρα για το ΝΒΑ, ούτε είχα ως στόχο το ντραφτ. Ήθελα απλά να γυρίσω στην Ευρώπη και να βρω μία ομάδα που θα μου έδινε ένα αξιοπρεπές συμβόλαιο και χρόνο συμμετοχής για να βελτιωθώ. Τότε, η Ζαλγκίρις ήταν αρκετά ισχυρή, είχε υψηλούς στόχους και δύσκολα θα εμπιστευόταν... Γι' αυτό και πήρα την “επώδυνη” απόφαση να φορέσω τη φανέλα της Ρίτας και να συνεχίσω να παίζω μακριά από το σπίτι και τους δικούς μου. Ήξερα, όμως, ότι αν παίξω καλά στον σύλλογο του Βίλνιους, θα κινούσα το ενδιαφέρον κάποιων ευρωπαϊκών συλλόγων. Έκανα μερικά καλά παιχνίδια κόντρα σε σπουδαίους point-guards, όπως ο Ντέϊβιντ Ρίβερς κι ένα ματς απέναντι στον Άρη για το Eurocup κι έτσι άρχισα να κάνω λίγο... θόρυβο!»

Για την πρώτη του εμφάνιση στην Εθνική

«Πρωτοέπαιξα στην Εθνική ανδρών της Λιθουανίας, όταν ήμουν στο κολέγιο, στο Ευρωμπάσκετ του 1997 στην Ισπανία. Ήταν σίγουρα μία σπουδαία στιγμή για μένα, απλά τότε – ίσως επειδή ήμουν ήδη μία 5ετία στην Αμερική – δεν είχα την ίδια άποψη για το πόσο μεγάλη τιμή είναι να εκπροσωπείς την πατρίδα σου σε μία διεθνή διοργάνωση. Τολμώ να πω ότι είχα λίγο... “αμερικανοποιηθεί”, δεν ήξερα πολλά για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, ούτε καν ποιοι ήταν οι καλύτεροι παίκτες και πίστευα ότι το επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό. Όταν έπαιξα στο Ευρωμπάσκετ του 1997 στην Ισπανία, όμως κι “έτρωγα τις σφαλιάρες μου καθημερινά”, τότε άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο μεγάλη ποιότητα υπάρχει στην Ευρώπη.»

Για την χρονιά-ορόσημο στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας

«Θυμάμαι εκείνο το ματς στα πλέϊ-οφ της Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό, που είχα βάλει 7/7 τρίποντα! Πως να το ξεχάσω; Είχαμε κάνει πολύ καλή χρονιά τότε... Είχαμε νικήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπαρτσελόνα, είμαστε ο “φονέας των γιγάντων” για 'κείνη τη σεζόν! Με Ζντοβτς, Κότνικ, Μάρκο Μίλιτς, Γκόλεματς και προπονητή τον πολύ αυστηρό αλλά εξαιρετικό γνώστη, Σμάγκο Σάγκατιν, είχαμε δημιουργήσει ένα εκπληκτικό σύνολο. Νομίζω ότι δεν θα είχα κάνει αυτή την καριέρα αν δεν είχα τεθεί υπό τις οδηγίες του Σμάγκο... Έμαθα πολλά απ' αυτόν...»

Για την μετεγγραφή στην Μπαρτσελόνα

«Το να γίνω μέλος αυτού του τεράστιου συλλόγου, ήταν ένα παιδικό όνειρο! Όταν με προσέγγισαν και συμφωνήσαμε – υπέγραψα πριν τελειώσει η χρονιά, τον Απρίλιο του 2000 – έπρεπε να μείνει κρυφό για αρκετό καιρό! Δεν μπορούσα να το πιστέψω, γι' αυτό και δεν ήθελα να το πω σε κανέναν, μέχρι να επισημοποιηθεί. Ήξερα ότι ίσως να έβρισκα καλύτερη – οικονομικά – προσφορά από κάποια άλλη ομάδα, αλλά δεν το έκανα γιατί η Μπάρτσα για μένα ήταν... όνειρο... Και από μικρός κυνηγούσα τα όνειρά μου! Όταν πλέον μετακόμισα στην Βαρκελώνη και βίωσα από κοντά πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της Μπαρτσελόνα, η αγάπη μου για την ομάδα υπερπολλαπλασιάστηκε! Δεν θα χαρακτήριζα τους “μπλαουγκράνα” μία μεγάλη οικογένεια, νομίζω ότι είναι μία ξεχωριστή... χώρα. Έχουν πρόεδρο, κυβέρνηση, γίνονται εκλογές με debate, γι' αυτό και αποκαλούν την ομάδα “κάτι περισσότερο από σύλλογο” (σ.σ.: “mes que un club”). Πολλές φορές στην διάρκεια της καριέρας μου, δέχθηκα πρόταση από τη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά ποτέ δεν μπήκα στην διαδικασία να την συζητήσω... Δεν θα πρόδιδα ποτέ τη φανέλα της Μπαρτσελόνα, με την οποία έζησα απίστευτες στιγμές με κορυφαία το ευρωπαϊκό τρόπαιο του 2003! Ήταν μία δύσκολη χρονιά τότε, με προπονητή τον Πέσιτς, που δεν ήθελε από τον point-guard να σκοράρει και να δημιουργεί, αλλά απλά να οργανώνει και να είναι πειθαρχημένος στην τακτική και καλός αμυντικός. Τσακωθήκαμε αρκετές φορές γιατί είχαμε πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά ήταν πολύ καλός προπονητής.»

Για την λατρεία που έζησε στο Ισραήλ και την Μακάμπι

«Δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος που έφυγα από την Μπαρτσελόνα, αντίθετα, θα έλεγα ότι με είχε πιάσει κατάθλιψη! Αλλά, έτσι όπως εξελίχθηκε η πορεία μου στο Τελ Αβίβ, ίσως και να ήταν τα δύο καλύτερα χρόνια της καριέρας μου, αυτά που πέρασα στην Μακάμπι! Έπαιξα το καλύτερο μπάσκετ, πέρασα δύο καταπληκτικά καλοκαίρια και γενικά η εμπειρία που βίωσα ήταν εκπληκτική. Υπήρχαν βέβαια και κάποια πράγματα που με ενοχλούσαν, όπως η υπερβολική θέρμη και το πάθος των φιλάθλων που δεν σε άφηναν σε χλωρό κλαρί και καταντούσαν κουραστικοί. Από ένα σημείο και μετά μόνο στο σπίτι μου είχα ιδιωτική ζωή... Αλλά μέσα στο γήπεδο και στις αποστολές, είμαστε παρέα, διασκεδάζαμε το μπάσκετ και αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος που κερδίσαμε δύο σερί ευρωπαϊκά τρόπαια! Τη δεύτερη χρονιά, μάλιστα, στο ξεκίνημα της προετοιμασίας, γνώρισα ένα παιδί, που δεν ήξερα καθόλου έως και μας βοήθησε πολύ ουσιαστικά στο φάϊναλ-φορ της Μόσχας! Ήταν ο Νέστωρ Κόμματος!»

Για το “όνειρο” του ΝΒΑ και τη θητεία σε Ιντιάνα και Γκόλντεν Στέϊτ

«Ήταν μία πολύ πυρετώδης off-season, στη διάρκεια της οποίας, ήμουν σχεδόν όλη την ώρα στο τηλέφωνο μιλώντας με τον εκπρόσωπό μου και τον Ρικ Κάρλαϊλ. Ήθελα να πάρω την σωστή απόφασή για την ομάδα που θα επέλεγα στο ΝΒΑ και ο τότε coach των Πέϊσερς, κατόρθωσε να με πείσει να υπογράψω στην ομάδα του. Παράλληλα, έχοντας συμπληρώσει συνεχόμενες χρονιές στις οποίες έπαιζα μπάσκετ χειμώνα-καλοκαίρι σε διασυλλογικό και εθνικό επίπεδο, εκείνη τη χρονιά είχα κουραστεί πνευματικά και γι' αυτό το λόγο, δούλεψα ελάχιστα. Όταν πήγα στην Ιντιανάπολις, λοιπόν, ήμουν πολύ πιο πίσω από τους υπόλοιπους και το πλήρωσα αρκετά γιατί βρέθηκα στο στόχαστρο στα αποδυτήρια, όπου το κλίμα δεν ήταν και τόσο ιδανικό με τους χαρακτήρες που είχαμε στην ομάδα. Ήταν μία κολασμένη χρόνια! Αλλά ήταν δικό μου λάθος! Έμεινα εκτός Εθνικής για να ξεκουραστώ, αλλά τελικά το παράκανα και όταν άρχισε η χρονιά ήμουν εκτός φόρμας. Αλλά σε γενικές γραμμές, απόλαυσα την εμπειρία του ΝΒΑ και τελικά για τον χρόνο που έπαιξα και τον ρόλο που είχα, δεν τα πήγα κι άσχημα, αν σκεφτείς ότι τα στατιστικά μου αγγίζουν τους 7 πόντους μέσο όρο και τις 3 ασίστ! Πολλοί περίμεναν να εξελιχθώ αμέσως σε superstar, ίσως γιατί είχα κερδίσει τα πάντα στην Ευρώπη και είχα κάνει πολύ καλά παιχνίδια με τη Λιθουανία κόντρα στους Αμερικανούς, αλλά εγώ ήξερα ότι δεν ήμουν ο παίκτης που θα κυριαρχούσε στο ΝΒΑ. Απλά, περίμενα να έχω λίγο πιο αναβαθμισμένο ρόλο. Ωστόσο, το μπάσκετ εκεί είναι αρκετά διαφορετικό, όπως διαφορετική είναι και η ζωή και σίγουρα δεν ταιριάζει σε όλους. Αλλά σου είπα ότι έκανα λάθη και ως προς την επιλογή της ομάδας αλλά και ως προς την δική μου αγωνιστική κατάσταση.»

Για το κεφάλαιο Παναθηναϊκός

«Το καλοκαίρι του 2007, όταν έφευγα από το Όκλαντ, ήμουν σίγουρος ότι θα επιστρέψω στο ΝΒΑ, απλά ήθελα να γίνω ανταλλαγή σε κάποια άλλη ομάδα. Έγιναν προσπάθειες από πολλές ομάδες, όπως το Σαν Αντόνιο, που ήταν μακράν η πρώτη μου επιλογή αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν βολικά για μένα και ξαφνικά φτάσαμε στον Σεπτέμβριο και στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας. Έκανα πολύ καλά παιχνίδια με την Εθνική και ήταν φανερό πόσο μου έλλειπε ο πρωταγωνιστικός ρόλος που είχα στην Ευρώπη. Τότε λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα την επιθυμία να επιστρέψω στην Αμερική και να περιμένω πότε οι Γουόριορς θα βρουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα για να φύγω. Ήθελα να πάω κάπου που θα ήμουν σημαντικός παίκτης, γι' αυτό και πήρα την απόφαση να επιστρέψω. Στο τραπέζι, από την αρχή της μετεγγραφικής περιόδου υπήρχαν τρεις προτάσεις. Αυτές της ΤΣΣΚΑ, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Στην Μόσχα δεν θα πήγαινα με τίποτε, επομένως επέλεξα τον ΠΑΟ γιατί ήθελα να παίξω υπό τις οδηγίες του Ομπράντοβιτς. Δύο χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες τα είχα δει όλα με τους προπονητές, οπότε δεν θα άντεχα με τίποτε μία 3η χρονιά με έναν προπονητή που δεν σέβομαι και δεν εκτιμώ... Επομένως, η απόφαση ήταν εύκολη!»

Για το αν φανταζόταν ότι η Ελλάδα θα γινόταν κάτι σαν δεύτερο σπίτι του

«Δεν το σκέφτεσαι ποτέ αυτό, όταν πηγαίνεις κάπου να δουλέψεις! Απλά, προσπαθείς να είσαι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικός... Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους.»

Για την επιστροφή στη Λιέτουβος Ρίτας και την μισή χρονιά στη Φενέρμπαχτσέ

«Ήταν περίεργη χρονιά! Από τη μία αισθανόμουν πανευτυχής με τη γέννηση της κόρης μου, από την άλλη περίμενα να έρθει κάποια καλή πρόταση, αλλά δεν ερχόταν. Προερχόμουν από μία όχι και τόσο καλή σεζόν με τον Παναθηναϊκό, λόγω τραυματισμού, γι' αυτό και τελικά αποφάσισα να πάω ένα βήμα πίσω και να συμφωνήσω με μία μικρότερη ομάδα, απλά για να αποδείξω ότι μπορώ ακόμη να παίξω στο υψηλότερο επίπεδο.»

Για την επιστροφή στο “τριφύλλι”

«Είχα σχετικά καλή απόδοση στο Ευρωμπάσκετ του 2011 στην πατρίδα μου και με δεδομένο ότι είχα διατηρήσει πολύ καλή σχέση με αρκετούς ανθρώπους της ομάδας, ο Ιτούδης άρχισε να μου στέλνει μηνύματα για να επιστρέψω. Μου είπε ότι χρειάζονται έναν ακόμη γκαρντ και ότι ο Ζέλικο με θέλει κι όλα έγιναν πολύ γρήγορα, γιατί οι προτάσεις που είχα εκείνη την στιγμή ήταν από ομάδες που δεν με ενδιέφεραν.»

Για τη λανθασμένη απόφασή του να αφήσει τον Παναθηναϊκό για την Μπάρτσα

«Δεν ήξερα ποια ήταν η κατεύθυνση που θα ακολουθούσε ο ΠΑΟ. Έφυγε ο Ομπράντοβιτς, μου έκαναν πρόταση να γίνω προπονητής, ενώ ακόμη δεν είχα αποσυρθεί σαν παίκτης και στη συνέχεια με ήθελαν πίσω σαν παίκτη... Ήταν λίγο περίεργα... Πίστευα ότι δεν θα μπορούσε να παίξω για έναν προπονητή, που ανέλαβε την ομάδα μετά την δική μου αρνητική απάντηση... Έχω καταλήξει στο ότι τότε, πήρα λάθος απόφαση γιατί ο Πεδουλάκης έφτιαξε μία ομάδα που απέδωσε εξαιρετικά κι αυτό ήταν κάτι που με έκανε χαρούμενο σαν φίλαθλο της ομάδας και για το οποίο αξίζουν συγχαρητήρια στον coach και τους παίκτες. Στη Μπαρτσελόνα, δεν ήταν άσχημα, φτάσαμε στο φάϊναλ-φορ, πήραμε το Κύπελλο, αλλά δεν το ευχαριστήθηκα όσο θα ήθελα.»

Για τους τίτλους τέλους με την Ζάλγκιρις

«Ήταν πάντα το όνειρό μου να παίξω στην ομάδα της γενέτειράς μου, με τη μεγαλύτερη ιστορία στο λιθουανικό μπάσκετ! Δεν ήταν ιδανικό το τελείωμα από πλευράς ρόλου, γιατί όταν συμφώνησα να επιστρέψω στο τιμόνι της ομάδας βρισκόταν ο Ηλίας Ζούρος, που είναι ένας έμπειρος και καταξιωμένος προπονητής που παίζει πολύ pick'n'roll και πίστευα ότι το σύστημά του, μου ταίριαζε απόλυτα. Δυστυχώς, όμως, με το... καλημέρα της χρονιάς, ο coach απομακρύνθηκε και η ομάδα άλλαξε τελείως αγωνιστικούς προσανατολισμούς. Τουλάχιστον στο τέλος, πήραμε το πρωτάθλημα χωρίς κανείς να το περιμένει, οπότε το να τελειώνει κανείς το μπάσκετ ως πρωταθλητής είναι ένα πολύ σπουδαίο συναίσθημα.»

Για την χειρότερη στιγμή της καριέρας του

«Ήταν η ήττα στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004! Είχαμε κάνει ένα εκπληκτικό τουρνουά, είχαμε διαλύσει την Ελλάδα και το Πουέρτο-Ρίκο, κερδίσαμε τις Ηνωμένες Πολιτείες και χάσαμε από μία πολύ υποδεέστερη ομάδα, όπως ήταν η Ιταλία, που όμως, έπαιξε καλύτερα σε εκείνο το ματς. »

 

Τελευταία Νέα