Φρέντο και ζεστή καρδιά! (pics)

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Φρέντο και ζεστή καρδιά! (pics)

bet365

Ενώ η Ελλάδα αγωνιά για το τι μέρα θα της ξημερώσει, ο Βασίλης Σκουντής περί άλλα (μπασκετικά) τυρβάζει και πίνει φρέντο στο Ζάγκρεμπ, με την ελπίδα να μην του βγει ξινός!

Σε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του ο Γιώργος Σεφέρης είχε γράψει πως «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» και αυτό ακριβώς νιώθω κι εγώ ο καψερός και το συνομολογώ άνευ επιφυλάξεων, τις τελευταίες μέρες...

Απλώς σε αντίθεση με τον Νομπελίστα ποιητή, που περιορίζει (;) τις αναφορές του στην ελληνική επικράτεια, ελόγου μου βγήκα από τα σύνορα μας και κινούμαι στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων!

Στα «Βαλκάνια που δεν είναι παίξε γέλασε, ντιρετέμ, λε ντιλεμ», όπως τραγουδούσε το 1971 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Στα Βαλκάνια, όπου δεν μας σιχτιρίζουν, ούτε μας διαλοστέλνουν (όχι ακόμα, τουλάχιστον) όπως κάμποσοι από τους εταίρους μας, οι οποίοι τυγχάνει να είναι και οι δανειστές μας...

Εδώ ο κόσμος χάνεται (θα μου πείτε) και η Μιμή χτενίζεται! Για να είμαι ειλικρινής, δεν κάνω τουρισμό, ή για να κυριολεκτήσω, κάνω δημοσιογραφικό τουρισμό στο Ζάγκρεμπ και στο Βελιγράδι, ανασκαλεύοντας (προς χάριν ενός ντοκιμαντέρ στον ΟΤΕ ΤV) την Ιστορία: τη δική μας μπασκετική Ιστορία, καθότι σε λιγότερο από δυο μήνες η Εθνική ομάδα θα επιστρέψει εκεί όπου πριν από 26 χρόνια έτριψε στη μούρη ολόκληρης της Ευρώπης το χρυσό μετάλλιο, ενώ παράλληλα συμπληρώνεται μια δεκαετία από τον δεύτερο θρίαμβο της!

To εννοώ αυτό που έγραψα προηγουμένως, δεν φύρανα (όχι ακόμα, τουλάχιστον): στο Ευρωμπάσκετ του 1989 η Εθνική βγήκε δεύτερη, αλλά έτριψε στη μούρη των μπασκετικών εταίρων μας, το χρυσό μετάλλιο το οποίο είχε κατακτήσει δυο χρόνια νωρίτερα στην Αθήνα και τους απέδειξε πως δεν επρόκειτο για ένα πυροτέχνημα, που άστραψε κι αμέσως έσβησε...

Σε αυτή τη νοσταλγική βόλτα στους δυο βασικούς πυρήνες της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν είμαι μόνος μου, αλλά ταξιδεύω παρέα με τον Παναγιώτη Γιαννάκη για να ξαναγράψουμε μαζί το χρονικό στο οποίο η δική του σφραγίδα είναι ανεξίτηλη: το 1989 στο Ζάγκρεμπ ήταν ο αρχηγός της Εθνικής, ενώ δέκα έξι χρόνια αργότερα υπήρξε ο προπονητής, ο οποίος της έδωσε ξανά ταυτότητα, της τόνωσε την υπόσταση και της χάρισε πάλι τον τίτλο της επίσημης αγαπημένης όλων των Ελλήνων!

Δέκα χρόνια μετά το «βάλ’ το αγόρι μου» (Διαμαντίδης) και είκοσι έξι μετά την πρωτότυπη, πλην ανομολόγητη βερσιόν του «βάλ’ το χοντρό αγόρι μου» (Χριστοδούλου) , τίποτε δεν έχει αλλάξει, τίποτε δεν είναι όπως παλιά!

Ξεθωριασμένες από το πέρασμα του χρόνου , αλλά όχι λησμονημένες οι ανθρώπινες φιγούρες επαναπροσδιορίζονται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον: για παράδειγμα το επί της οδού Κρέζιμιρ Τσόσιτς κείμενο «Dom Sportova», όπου ο Γκάλης αλάλιαζε και ο Φάνης αποτέλειωσε τους Σοβιετικούς, από αρένα του μπάσκετ έχει μετατραπεί πλέον σε γήπεδο του χόκεϊ επί πάγου: χωρίς μπασκέτες, χωρίς παρκέ, αλλά με μπόλικα συναισθήματα που αναστήθηκαν και προκάλεσαν σύγκορμη ανατριχίλα όταν ξαναμπήκαμε εκεί, παρέα και με τον (παλαίμαχο πάουερ φόργουορντ της Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ) Ζόραν Τσούτουρα, τον έναν εκ των δώδεκα «πλάβι», ο οποίος μένει στο Ζάγκρεμπ, μαζί με τον άλλοτε παίκτη του Αρη, Ζντράβκο Ραντούλοβιτς.

Οι υπόλοιποι έχουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, απλώς ένας από εκείνη τη «dream team» που κουλάντριζε ο Ντούντα (έχοντας διαδεχθεί από το 1988 τον Τσόσιτς) βιάστηκε να πάει να συναντήσει τον Κρέζο στα ουράνια και στην ίδια γειτονιά του κοιμητηρίου «Μιργοκόι»...

Ακούγεται οξύμωρο, μακάβριο και αλλόκοτο, αλλά όντως, μολονότι έχουν περάσει κιόλας είκοσι δύο χρόνια από εκείνη την αποφράδα 7η Ιουνίου του 1993, ο Ντράζεν όχι μονάχα δεν έχει διολισθήσει στη λήθη, αλλά όπου κι αν κυκλοφορήσεις αισθάνεσαι πως θα τον δεις να ξεπροβάλει μπροστά σου ολοζώντανος: είτε περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του στο λέι απ, είτε σημαδεύοντας διάνα από του διαόλου τη μάνα (καταγράφοντας και αφήνοντας δίκην κληρονομιάς ένα αξεπέραστο ρεκόρ ευστοχίας στο ΝΒΑ), είτε με τη γλώσσα βγαλμένη έξω για να κοροϊδέψει τον αντίπαλο του και να τον κάνει να θέλει να του χιμήξει, όπως το διέπραξε ο «Δράκος» έξω από τα αποδυτήρια μετά τον αγώνα της Εθνικής με τη Γιουγκοσλαβίας το 1988 στο Προολυμπιακό Τουρνουά του Ρότερνταμ!

Τον βλέπεις μπροστά σου τον «Μότσαρτ» και πάντως αισθάνεσαι ότι είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών: στο Μουσείο το οποίο δεσπόζει στον παλιό (γιατί λόγω χρεών δεν της ανήκει πλέον) πύργο της Τσιμπόνα, στο γήπεδο «Dvorana Drazen Petrovic», στην οδό με το όνομα του, στην καφετέρια «Αmadeus», που ο ίδιος είχε ανοίξει και στον τοίχο της υπάρχει ακόμη το αποτύπωμα μιας μπουνιάς!

Είναι η μπουνιά που έριξε ολοφυρόμενος και βρίζοντας θεούς και δαίμονες το πρωί της επόμενης ημέρας μόλις έμαθε τα θλιβερά μαντάτα ο κολλητός του από την Εθνική ομάδα, Στόικο Βράνκοβιτς...

Παρεμπιπτόντως ο πρώην σέντερ του Παναθηναϊκού βρίσκεται αυτές τις μέρες στο Ζαντάρ όπου εμφανίστηκε ακόμη πιο θεόρατος απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, καμαρώνοντας διότι ο γιόκας του, ο Νίκολα επιλέχθηκε από τον Μάικ Σιζέφσκι και έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει και να παίξει στο Duke!

Την ίδια στιγμή ο Ντίνο Ράτζα ραχατεύει στο Σπλιτ και αγναντεύει τις ακτές της Δαλματίας, ο Τόνι Κούκοτς το ΄χει ρίξει στο τένις και ο καθένας από τους «Jednom braća»(«Οnce brothers» στα αγγλικά, δηλαδή «κάποτε αδέρφια», όπως τιτλοφορείται το μνημειώδες ντοκιμαντέρ του ESPN) συνεχίζει τη ζωή του, έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου: του οποιουδήποτε γηπέδου, είτε αυτό είναι το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, όπου οι Γιουγκοσλάβοι υπέστησαν δυο ήττες από την Ελλάδα το 1987, είτε το... μεταλλαγμένο πλέον «Dom Sportova», στο οποίο πήραν το αίμα τους πίσω το 1989, είτε η στοιχειωμένη για τους Σέρβους, αλλά Γη της Επαγγελίας για εμάς, το 2005, «Beogradska Arena»…

Τώρα που γράφω αυτό το κείμενο κι ενώ ετοιμάζομαι να φύγω από το Ζάγκρεμπ, με προορισμό το Βελιγράδι από τα ανοιχτά παράθυρα του δωματίου στο ξενοδοχείο «Dubrovnik» ακούω γνώριμους ρυθμούς: το πρόγραμμα άρχισε με τα «Παιδιά του Πειραιά» στη μοναδική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, , συνεχίστηκε με Μιχάλη Χατζηγιάννη, ύστερα πήρε τη σκυτάλη η Νατάσα Θεοδωρίδου και αυτή τη στιγμή παίζει στη διαπασών ένα τραγούδι του Στέλιου Ρόκκου που ταιριάζει γάντι στη νοσταλγική διάθεση η οποία με έχει κυριεύσει, όπως επίσης και τον Γιαννάκη...

«Κι έμεινα εδώ να μη σου λείψει τίποτα,

έμεινα εδώ να μη φοβηθείς,
να μη μείνεις μόνη σου κι εγώ στο τίποτα,
έμεινα εδώ να μη μαραθείς»

Δεν μαραίνονται όμως οι αναμνήσεις των μεγάλων στιγμών που ζήσαμε όλα αυτά τα («καλύτερα μας») χρόνια και άμποτε να αναβιώσουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στο Ζάγκρεμπ και στη Λιλ...

Δεν μαραίνονται οι στιγμές, που τις πάγωσε από μόνη της, σε ένδειξη χρέους, η ίδια η Ιστορία και φροντίζει πού και πού να τις ζεσταίνει και να τις ξαναβάζει μπροστά μας, με την απαραίτητη κιόλας μουσική επένδυση: γι’ αυτήν φροντίζει μια... τσαούσα Κροάτισσα, ονόματι Γιόπα, που δουλεύει εδώ και κάμποσα καλοκαίρια σε μπαρ στη Μύκονο, αλλά εφέτος αποφάσισε να κάνει τη δική της μπίζνα στο Ζάγκρεμπ και εισήγαγε μάλιστα καινά δαιμόνια στον πολύβουο πεζόδρομο.

Δεν εννοώ τα ελληνικά τραγούδια τα οποία παίζουν νυχθημερόν, αλλά τον... φρέντο εσπρέσο και τον φρέντο καπουτσίνο, που φτιάχνει και κάνει τους αυτόχθονες και τους τουρίστες να ξεροσταλιάζουν για να τους γευθούν και να τους απολαύσουν!

Θα κόψει μονέδα (και το ξέρει, γι αυτό φροντίζει από τώρα να προμηθευθεί τα απαραίτητα υλικά) η Γιόπα, την ερχόμενη εβδομάδα, όταν θα σκάσουν μύτη οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, για τον αγώνα με τη Λοκομοτίβα Ζάγκρεμπ...

Μιας και το ‘φερε η κουβέντα στο ποδόσφαιρο, αυτό το Σαββατοκύριακο άρχισε το πρωτάθλημα της Κροατίας και μάλιστα απόψε (21:00) διεξάγεται το μεγάλο ντέρμπι ανάμεσα στη Ντίναμο Ζάγκρεμπ και στη Χάιντουκ Σπλιτ, για χάρη του οποίου σκέφθηκα να μείνω άλλη μια μέρα στο Ζάγκρεμπ, αλλά δεν είναι καιρός για παραπανίσια έξοδα, χώρια που οι ελληνικές πιστωτικές κάρτες δεν γίνονται δεκτές και μπορεί τα ΑΤΜ του Ζάγκρεμπ να μην έχουν ουρές, αλλά βγάζουν το ισόποσο των εξήντα ευρώ.

Ούτε κούνα παραπάνω!

Εδώ ήρθαμε, που λένε και στο σινεμά, διότι σε αντίθεση με τους Γερμανούς, τους Φινλανδούς και τους υπόλοιπους... «ανθέλληνες» (sic), το βαλκανικό μέτωπο παραμένει τόσο ισχυρό και τόσο αρραγές, ώστε κυκλοφορώντας εδώ γύρω σκέπτομαι μήπως, βρε αδερφέ, το κροατικό κούνα και το σερβικό δηνάριο θέλουν να ξαναβγούν βόλτα μαζί με τη δραχμή μας!

Δεν έχω παράπονο πάντως από την ηθική συμπαράσταση των εκ της χερσονήσου του Αίμου γειτόνων μας και δεν αναφέρομαι μονάχα στους ομόδοξους Σέρβους, αλλά και στους Κροάτες, και στους λοιπούς... τεθλιμμένους συγγενείς μας.

Οι Κροάτες δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη, αλλά κουβαλάνε κι ελόγου τους ένα χρέος γύρω στα πενήντα δισεκατομμύρια δολάρια, βλέπουν τους μισθούς τους να μειώνονται συνεχώς κι επίσης βλέπουν (και είδα κι εγώ με τα μάτια μου) να αυξάνονται και να πληθύνονται καθημερινά οι ζητιάνοι κι αυτοί που μην μπορώντας να τον βρουν από αλλού, αναζητούν απελπισμένοι τον επιούσιον στους κάδους των σκουπιδιών!

Το καλύτερο απ’ όλα στο Ζάγκρεμπ, το ακούσαμε μαζί με τον «Δράκο» από τον (παλαίμαχο παίκτη και εδώ και χρόνια δημοσιογράφο) Ζόραν Τσούτουρα, ο οποίος πάνω στην κουβέντα για το Ευρωμπάσκετ του 1989 είπε- παραφράζοντας την παλιά ρήση ενός πολιτικού- το εξής: «Στο βάθρο εκείνης της διοργάνωσης ανέβηκαν δυο χώρες που δεν υπάρχουν πια, η Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, και μία, η Ελλάδα, η οποία δεν ξέρει εάν θα υπάρχει αύριο»!

· ΥΓ-1: Θα υπάρχουμε φίλε Ζόραν, μην ανησυχείς. Θα επιβιώσουμε και θα τη σκαπουλάρουμε πάλι, έστω κι αν αυτό στενοχωρεί κάποιους, συμπεριλαμβανομένου και του... Βέλιμιρ Περάσοβιτς! Όχι δεν είναι ανθέλλην ο προπονητής της Εθνικής Κροατίας, αλλά με αντιπάλους στην πρεμιέρα του Ευρωμπάσκετ τη Σλοβενία και στη δεύτερη αγωνιστική την Ελλάδα, προφανώς θα ήθελε ένας από τους δυο να εκλείψει για να του κάνει τη ζωή πιο εύκολη!

· ΥΓ-2: Δεν άρμοζε στη γλώσσα της εποχής, αλλά κατόπιν όλων αυτών, νομίζω πως ο Σεφέρης, έστω και μετά θάνατον, οφείλει πια διορθωτική παρέμβαση στον στίχο του: «Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πωρώνει»!

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3