Θα φάει η μύγα σίδερο...

Θα φάει η μύγα σίδερο...

Θα φάει η μύγα σίδερο...
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αναλύει τα κοινά αγωνιστικά χαρακτηριστικά που έχει ο Ολυμπιακός με την Φενέρμπαχτσε ,όπως τα εκφράζει η παρουσία του Σλούκα και εξηγεί ποιά είναι αυτά μπορούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή του στη προσπάθεια να κατακτήσει την κούπα μέσα στο σπίτι του διψασμένου αντιπάλου.

Είναι αναγκαίο να συμφωνήσουμε ότι σε ένα finαl 4, τίποτα πια δεν μπορεί να μας ξαφνιάσει. Είναι επίσης προφανές ότι και ο φετινός τελικός μπορεί να έχει ένα ξεκάθαρο φαβορί (Φενέρμπαχτσε), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο αυτός ο Ολυμπιακός, της τελευταίας εξαετίας, είναι το …αουτσάιντερ. Ενδεχομένως αυτή να είναι και μια προσέγγιση που τον βολεύει , επικοινωνιακά και ουσιαστικά, για να φορτώσει όλο το βάρος στις πλάτες των παικτών του πολύπειρου Ομπράντοβιτς.

Ωστόσο, αν αφαιρέσουμε από την εξίσωση όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το σκέλος που αφορά την ψυχολογική και πνευματική ετοιμότητα των δυο ομάδων, ή τις παραδόσεις (Ομπράντοβιτς Vs Ολυμπιακού σε final4), που φυσικά και παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά μέχρι ένα σημείο, η αλήθεια είναι ότι στο παρκέ του «Sinan Erden” θα μονομαχήσουν δυο ομάδες που προσεγγίζουν το παιχνίδι περίπου με το ίδιο σκεπτικό. Βασισμένες στην σκληρή άμυνα, το pick and roll και το καλό διάβασμα στη επίθεση. Οι δυο που στηρίζονταν στον ρυθμό και στον επιθετικό τους οίστρο, δηλαδή η Ρεάλ Μ. και η ΤΣΣΚΑ θα συναντηθούν, την Κυριακή το απόγευμα, στον τελικό της παρηγοριάς.

Η φετινή Φενέρμπαχτσε και ειδικότερα αυτή του τελευταίου μήνα, υπηρετεί περισσότερο από ποτέ, την τελευταία τετραετία, το αγωνιστικό δόγμα του προπονητή της . Το δόγμα αυτό μικρές αποκλείσεις είναι αυτό που ασπάζεται και ακολουθεί κατά κόρον στην προπονητική του διαδρομή και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, ο οποίος θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μετά από εκείνη της Μαδρίτης(2015) να γίνει ο τρίτος Έλληνας προπονητής , μετά τον Μπαρτζώκα (2013, Ολυμπιακός) και τον Ιτούδη (2016, ΤΣΣΚΑ) που θα στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι ότι «κλειδί» στην προσπάθεια της πρωταθλήτριας Τουρκίας να κάνει ευρωπαϊκό σεφτέ είναι ένας πρώην «ερυθρόλευκος»: ο Κώστας Σλούκας.

Από την στιγμή που ο δις πρωταθλητής Ευρώπης (2012,2013) με τον Ολυμπιακό πάτησε το πόδι του στην «Ούλκερ Αρένα», τα χέρια του προπονητή της Φενέρ λύθηκαν. Και λύθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο «Ζοτς» ξόδεψε περισσότερες εργατοώρες για να προσηλυτίσει στις ιδέες του τον Μπογκντάνοβιτς, τον Κάλινιτς και κυρίως τον τρελούτσικο Μπόμπι Ντίξον (ή Μοχάμεντ Άλι), παρά τον Θεσσαλονικιό διεθνή. Μπορεί να φανεί προβοκατόρικο για την περίσταση (αλλά δεν είναι) ο Σλούκας πρέπει να είναι ο δεύτερος έλληνας γκαρντ με τον οποίο ο Ομπράντοβιτς άρχισε να συνεργάζεται με κλειστά μάτια , μετά τον Βασίλη Σπανούλη, την χρονιά που ο Παναθηναϊκός τον απέκτησε από το Μαρούσι.

Κάτω από αυτό το πρίσμα λοιπόν, όταν μιλάμε για δυο ομάδες που έχουν παρόμοια αγωνιστικά χαρακτηριστικά, η ψυχρή λογική λέει ότι θα νικήσει εκείνος που θα τα υπηρετήσει με μεγαλύτερη συνέπεια.

Σε πρώτο επίπεδο, το αβαντάζ θα το αποκτήσει εκείνος που θα χαλάσει περισσότερες επιθέσεις του απέναντι, οδηγώντας τον σε εξεζητημένες επιλογές. Εκείνος που θα διαχειριστεί καλύτερα τα φάουλ που θα έχει να δώσει, αλλά και το «όριο του φάουλ» , όπως θα το τοποθετήσουν οι διαιτητές του τελικού. Εκείνος που θα κερδίσει τις περισσότερες διεκδικούμενες μπαλιές (ριμπάουντ). Εκείνος που θα δώσει τις λιγότερες φορές την μπάλα στα χέρια του άλλου (λάθη), επιτρέποντας του να φτάσει σε εύκολο καλάθι. Εκείνος που θα σουτάρει καλύτερα, όσα (κυρίως) ξεμαρκάριστα σουτ προκύψουν , ανεξάρτητα ποιος θα τα πάρει, γιατί είναι σαφές ότι θα υπάρχει ειδική μέριμνα για τον Σπανούλη, τον Πρίντεζη, τον Μπογκντάνοβιτς ή τον Ντίξον. Με άλλα λόγια, δεν βλέπουμε πως θα αποφύγουμε ένα ματς με «πολύ ξύλο». Κι όποιος αντέξει.

Τα βασικότερα «όπλα» της Φενέρ εφόσον εξελιχθεί έτσι το μοτίβο του παιχνιδιού είναι τρία :

Το πρώτο είναι ότι στην βασική 8άδα των παικτών που χρησιμοποιεί για να βγάλει όλα τα μεγάλα παιχνίδια δεν υπάρχει φανερός αδύναμος κρίκος στην άμυνα ώστε να τον σημαδέψει η επίθεση του Ολυμπιακού. Ακόμη και οι Ντίξον , Ντατόμε που είναι οι πιο soft δείχνουν προσαρμοσμένοι.

Το δεύτερο είναι ότι ο αναβαθμισμένος Κάλιντιτς μπορεί να συμμετέχει σε όλες τις αλλαγές στα σκριν μαρκάροντας από κοντό μέχρι ψηλό και παράλληλα , εξελίσσεται σε επιθετικό «X Factor”

Και το τρίτο, είναι η παρουσία του Έκπε Ούντοχ. Ο 30χρονος Αμερικανός είναι τόσο μακρύς και τόσο αλτικός που μοιάζει με «μπαμπούλα». Αναδείχθηκε πρώτος ριμπάουντερ (μ.ο 7.6), πρώτος μπλοκέρ (μ.ο 2.1) της φετινής σεζόν και συμπεριλήφθηκε δίκαια στην καλύτερη πεντάδα. Ήταν ο βασικότερος συντελεστής τόσο στην «σκούπα» εις βάρος του Παναθηναϊκού, όσο και στον σχετικά εύκολο αποκλεισμό της Ρεάλ Μ. στον ημιτελικό πλησιάζοντας το triple-double. Είναι εκείνος που απλώνει τα πλοκάμια του γύρω και πάνω από το καλάθι και δεν επιτρέπει σε κανέναν αντίπαλο να σκεφτεί ότι μπορεί να φτάσει ήσυχος μέχρι το lay up. Παράλληλα δεν έχει πρόβλημα να χαμηλώσει και να παίξει άμυνα τον αντίπαλο πλέι μέικερ (Σπανούλη) γιατί και να γλιστρήσει γρήγορα μπορεί και να συγχρονίσει το άλμα του ώστε να τον εμποδίσει να δει το καλάθι ξέρει. Θα είναι ζωτικής σημασία για τους «ερυθρόλευκους» να βρουν τρόπο να τον φθείρουν, να τον κρατήσουν μακριά από τις αερομαχίες.

Από την άλλη, ο Ολυμπιακός, ξέρει ότι για να τα καταφέρει μέσα στην έδρα του διψασμένου αντιπάλου, οφείλει να κάνει πολύ περισσότερα από εκείνα που έκανε με την ΤΣΣΚΑ. Πάντα, για να κερδίσεις έναν τελικό , χρειάζεται να κάνεις κάτι παραπάνω. Η Φενέρ δεν βασίζεται τόσο στο επιθετικό ένστικτο των παικτών της και στο «ένας εναντίον ενός». Προτιμά προκαλεί ρήγματα και να αναγκάζει την αντίπαλη άμυνα ξεκινάει περιστροφές που απαιτούν εγρήγορση, συγχρονισμό, συνοχή και συνέπεια. Ένας να ξεχαστεί, τιμωρείται. Ο πάγκος θα χρειαστεί να έχει έτοιμες τις απαντήσεις στις συνεχείς αλλαγές σχημάτων του Ομπράντοβιτς από το ψηλό (με Ούντοχ, Βέσελι μαζί), στο κοντό (με Κάλινιτς, Ντατόμε μαζί) ή στο ακόμη κοντύτερο (Σλούκας, Μπογκντάνοβιτς, Ντίξον). Οι τρεις σέντερ του δεν έχουν περιθώριο να φοβηθούν και να μην κάνουν σκληρά φάουλ, είτε για να στείλουν τον Βέσελι στις βολές (1/10 στον περσινό τελικό), είτε για να αναχαιτίσουν τις πτήσεις του Ούντοχ . Και τέλος , δεν πρέπει να ξεχάσει ότι τις μεγαλύτερες νίκες του τις έχει πανηγυρίσει όταν η μπάλα (και συνεπώς) το σκοράρισμα μοιράστηκε και ο ηγέτης του, ο Σπανούλης βγήκε μπροστά για να αποφασίσει τις κρίσιμες επιθέσεις. Όπως συνέβη τρεις φορές με την ΤΣΣΚΑ ( 2012, 2015, 2017) που τα ματς είχαν πανομοιότυπη εξέλιξη , αλλά και στον τρομερό τελικό του Λονδίνου (2013) με την Ρεάλ Μ.. Η αναμφισβήτητη κλάση αλλά και η ωριμότητα του “Kill Bill” , επιβεβαιώθηκε όχι τόσο με το μνημειώδες τελευταίο πεντάλεπτό του στον ημιτελικό της Παρασκευής, όσο από τον τρόπο που προσέγγισε το παιχνίδι. Δεν προσπάθησε να το επηρεάσει εκβιαστικά.Εδειξε εγκράτεια και δείχνοντας εμπιστοσύνη στους συμπαίκτες του που κράτησαν την ομάδα για 35 λεπτά, περίμενε να έρθει στα χέρια του. Από τη στιγμή που ήρθε…φιλάκια.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Γιάννης Ντεντόπουλος
Γιάννης Ντεντόπουλος